Aπόπειρα ορθής ανάγνωσης του «διμέτωπου αγώνα»

Νίκος Γκιώνης 27 Σεπ 2016

Καταρχάς η λέξη διμέτωπος είναι μια από τις πάμπολλες σύνθετες της  ελληνικής γραμματικής. Από μόνη της δεν προσδιορίζει κάτι, παρεχτός  αν την θεωρήσουμε σημαίνον, οπότε πρέπει να ψάξουμε για τα σημαινόμενά της, ένα ή πιο πολλά (για να θυμηθούμε και τον Ρ. Μπάρτ ).

Στην λεκτική της πολιτικής ευρηματικότητας εμφανίστηκε με αύξουσα  ζωντάνια περί το 1955 και έγινε περίπου αυτόνομο ρητορικό διακύβευμα  καθ’ οδόν προς τον Απρίλιο του 1967. Θεωρήθηκε η προμετωπίδα του  πολιτικού λόγου του Γεωργίου Παπανδρέου αλλά και άλλων αρχηγών του κερματισμένου Κέντρου ή της σύνολης  Ε.Κ. αργότερα. Το τότε  Κέντρο είχε έναν οιονεί γεωγραφικό πολιτικό προσανατολισμό στην  μέση της νοητής ευθείας του πολιτικού συστήματος και περίπου ως  άσπιλος καθαρότης ξιφουλκούσε ταυτόχρονα προς τα δεξιά – ΕΡΕ  και προς τα αριστερά –ΕΔΑ, εγκαλώντας τες ως δυνάμει παράγουσες  αστάθειας της αστικής δημοκρατίας.

Ήταν όμως έτσι;

Μερικώς ναι, κατά πολύ όχι. Ο συντηρητικός πόλος, εκουσίως ή  ακουσίως, απειλούσε την ομαλότητα όχι με την θεσμική κομματική  υπόστασή του, παρά μόνον με τους Βασιλείς και τους  παρακρατικούς  στρατούς, που εγκαταβιούσαν ή συμπλέκονταν κατά περίπτωση, με  τις γκρίζες ζώνες του.

Από την άλλη, η Αριστερά δια της ΕΔΑ, εμπεριείχε εξόχως δημοκρατικά  στελέχη με χαρακτηριστικά παραδείγματα, τον Ηλιού, τον Πασαλίδη, τον  Ηλιόπουλο, τον Μιχ. Κύρκο, κά σε  άγρια όμως συνύπαρξη με το  εξόριστο σταλινογενές ΚΚΕ.  Ενδιαφέρον των τότε αναζητήσεων είναι  το περίφημο «σταυρικό θέμα», που απασχολούσε τον Ηλιού και είχε να  κάνει με την εξειδίκευση των σημείων συναναστροφής αλλά και  διαφορετικότητας της ΕΔΑ σχετικά με τα άλλα πολιτικά τόξα, κυρίως  με  την ΕΚ.

Για την πλήρη εικόνα του φαινομένου, σκόπιμο είναι να αναφερθούν  κάποια βασικά βήματα του τότε Κέντρου, είτε σχισμένου είτε αργότερα  ενιαίου ως ΕΚ. Ο  Γ. Παπανδρέου  – εξαιτίας ρήξης με τους άλλους  συνηγέτες του χώρου – το 1952 συμπορεύτηκε εκλογικά και μερικώς  πολιτικά στην αρχή με τον σχηματισμό του Αλ. Παπάγου, με προξενητή  τον Σπύρο Μαρκεζίνη, με τον οποίο επίσης συνεργάστηκε ακόμα και στην πρώτη  φάση της ΕΚ. Ακόμα λίγο πριν την δημιουργία της, ήταν σε προχωρημένες συζητήσεις με τον Κ. Καραμανλή για ισότιμη εκλογική  και πολιτική συνεργασία στα πλαίσια ένωσης των εθνικών δυνάμεων για την αντιμετώπιση του κομμουνιστικού κινδύνου, αλλά και του  Παλατιού. Πρόκειται, εδώ, για παραλλακτική εμφάνιση του προαναφερθέντος διμέτωπου. Η παραδοξότητα έγκειται ακόμα, στην προγενέστερη της ΕΚ, υπάρξασα Δημοκρατική Ένωση που ήταν συνασπισμός του Κέντρου, της ΕΔΑ, μικρών κινήσεων τύπου Σβώλου, του απομείναντος δεξιού Λαϊκού Κόμματος – προδρόμου του Παπάγου και του Καραμανλή –  αλλά και των Προοδευτικών του Μαρκεζίνη. Τότε ο διμέτωπος είχε την φορεσιά του αντικαραμανλικού και του  αντιβασιλικού χρώματος. Στο μεταξύ σε όλες τις περιόδους  ο  συναρχηγός του Κέντρου και συνηγέτης των κάθε μορφής  διμετώπων,  o  Σοφοκλής Βενιζέλος, ήταν προνομιακός, κρυφός ή  φανερός  συνομιλητής των Ανακτόρων. Συνεπώς μπορεί, σε μιαν άλλη ανάγνωση  ο διμέτωπος των ίσων αποστάσεων της περιόδου ως την χούντα, εκτός  από αποτελεσματικό πολιτικό πυροτέχνημα να ήταν και αδειανό  πουκάμισο, μεγέθους για όλους τους πολιτικούς σωματότυπους  και κάπου κάπου μερική υποκριτική θεατρικότητα.

Αυτά που αναφέρθηκαν συνοπτικά παραπάνω, καλύπτονται διεξοδικά  στα βιβλία «Η περιπέτεια του Κοινοβουλευτισμού στην Ελλάδα» του Γιώργου Ρωμαίου, «Επισκόπηση της Νεοελληνικής Ιστορίας» του Νίκου  Σβορώνου, «Η Ελλάς ως συνέχεια» του Θ. Βερέμη, «Η ελληνική  τραγωδία» του Κ. Τσουκαλά, επίσης και σε άλλα εξίσου ενδελεχή.

Το πρώιμο  συμπέρασμά μου είναι πως αν πρέπει σώνει και καλά να  ασχοληθούμε με το φαινόμενο ΔΙΜΕΤΩΠΟΣ, τότε αφενός μεν  χαρακτήρισε άτσαλα και δημαγωγικά την αρχόμενη ριζοσπαστικοποίηση των μεσαίων και κατώτερων κοινωνικών στρωμάτων, ωστόσο όμως  άνοιξε ένα  μανιχαϊστικό διχαστικό  κεφάλαιο με επιδερμικό  αντισυναινετικό λόγο,  λίγα χρόνια πριν την Χούντα. Άλλωστε την  εθνικοφροσύνη της Δεξιάς συμμερίζονταν και κάμποσοι  Κεντρώοι, χωρίς φυσικά την οξύτητα των πρώτων. Έτσι λοιπόν, ο διμέτωπος εν  προκειμένω εκπίπτει σε προσχεδιασμένο εκλογικό – πολιτικό τρυκ.

Από εκείνα τα γεμάτα, από πολιτικά επεισόδια, χρόνια ερχόμαστε στο  παρόν όπου έμμεσα, όχι πάντα ομολογημένα, έρχεται στην επιφάνεια  του πολιτικού παιγνίου από ικανό κομμάτι του θεσμικού Κέντρου η  ρητορική ουσία του αρχέγονου διμέτωπου αγώνα.

Όμως  αν  στα  παλιά  κλονισμένα  χρόνια  οι  διμέτωποι  είχαν  αμφισημία , σήμερα κατά  την  άποψή  μου  δείχνουν  παράταιροι  και  αφύσικοι.

Και εξηγούμαι. Η πολιτική υπόσταση καθορίζεται ή οφείλει να  καθορίζεται πρώτα – πρώτα από τον ουσιαστικό πολιτικό αυτοπροσδιορισμό του επικεφαλής ή της συλλογικότητας και  τριτευόντως από την άμεση ή έμμεση απόρριψη των άλλων, στην βάση  μιας άχρονης, στάσιμης ιστορικότητας. Γιατί ανάποδα, είσαι στην μέση  της γραμμής  αναυτοπροσδιόριστος  και  υπάρχεις  μέσα  από τα  αμφοτερόπλευρα  βόλια επίπεδου και ξύλινου αντιπολιτευτικού λόγου.

Μήπως όμως – μιας και υπάρχει – μπορούμε με περισσή σαφήνεια να αναγνώσουμε αλλιώτικα και να επανορίσουμε τις σημασίες; Το Πολιτικό Προοδευτικό Κέντρο – καθόλου πιά γεωγραφικό, όπως τότε – κατοικείται πλέον από όλους όσοι συνομολογούν όχι μόνο την αναγκαιότητα γνωστών και συμβατών μεταρρυθμίσεων, αλλά και την  διατήρηση  και σταδιακή διεύρυνση του ισχύοντος Κράτους Δικαίου, όπως και των συνοδών θεσμών του. Ο διαχωρισμός και η διακριτότητα των εξουσιών, όπως πριν από πολλά χρόνια προτάθηκαν από τον Μοντεσκιέ  στην εποχή των Φώτων, είναι σήμερα πιο πολύ αναγκαίος  από ποτέ. Η ευθεία  απειλή της σταδιακής εκτροπής του ρου της αστικής  ιστορικότητας, μέσα μάλιστα σε πυκνό, μικρό χρονικό διάστημα, δίνει  και το μέτρο ανοχής, αντοχής και άμυνας.

Ο παλαιός μετεμφυλιοπολεμικός διπολισμός ίσαμε το 2015, ασφαλώς  και παρουσίαζε καθεστωτικά ψήγματα, που δεν απειλούσαν όμως την  υφή καθ’ εαυτή  του  λειτουργούντος  αστισμού και της πολιτευματικής  Δημοκρατίας . Περισσότερο ήταν πεπερασμένες  ασχήμιες εξαιτίας  των μακρόχρονων αμοιβαίων  κυβερνητισμών  των  δύο μεγάλων  πόλων. Επιπλέον ετούτα συνέβαιναν  σε  επαναλαμβανόμενες  κυβερνητικές  διάρκειες  7 – 10 χρόνων .

Η  άτεχνη – ευτυχώς – πολυβολία του σημερινού πολιτικού status κατά του Δικαιοπρακτικού Κράτους και των θεσμών του, η περιπτωσιακή αντίληψη πολιτευματικής αλλαγής υπό συνθήκες εκτροπής και ο αχνός  κοινοβουλευτικός μανδύας από ιστούς αράχνης είναι το βολικό πλαίσιο όλων των μεταμοντέρνων ολοκληρωτισμών. Εκδραματίζουν – ίσως – σε σμίκρυνση την σταδιακή εκπόρνευση του συνεκτικού αστικού  κοινωνικού ιστού σε νεφελώδεις μετασοβιετίες, οιονεί ολοκληρωτικού  στίγματος.

Το σημερινό ακροδεξιό εθνοποπουλιστικό κυβερνητικό υβρίδιο, είναι ο  παραγωγός αλλά και ο προαγωγός των σταδιακών εκτροπών. Αυτές οι  εκτροπικές διακυβεύσεις αθροίζονται, δημιουργούν ένα μάγμα σημασιών  υψηλής επικινδυνότητας, το οποίο αυτονομείται από τους γεννήτορές  του και φτιάχνει τον δικό του άλλο πόλο.

Μπορούμε λοιπόν να πούμε, ίσως,  πως ο επίκαιρος διμέτωπος που μόνο το όνομά του είναι ίδιο με τον προβληματικό παλιό, δεν μπορεί να είναι  ένα θεσμικό τρυκ παρά μόνον ο ενάρετος αγώνας των υποστηρικτών  των μεταρρυθμίσεων, του απειλούμενου Δικαιϊκού Κράτους, των θεσμών  εναντίων των Πεισιστράτιων δεσποτικών αποπειρών των ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ   από την μια και των αυτονομημένων εκτρωμάτων τους, που λειτουργούν θεσμικώς αυτοτροφοδοτούμενα, από την άλλη.

Και  αυτός  ο διμέτωπος περιλαμβάνει κόμματα – μαχητές μα και τα  υπερβαίνει ταυτοχρόνως. Γι’ αυτό και είναι ουσιώδης ο συγκεκριμένος  και υψηλού διλληματικού ρίσκου…