Απομεινάρια μιας -θλιβερής- μέρας

Τέλης Σαμαντάς 02 Νοε 2024

Απομεινάρια μιας -θλιβερής- μέρας. Θλιβερής όχι μόνο γιατί κηδέψαμε το σημαντικότερο νεοέλληνα συγγραφέα αλλά και γιατί όσοι παραβρεθήκαμε στην εξόδιο ακολουθία του ζήτημα να είμαστε καμιά διακοσαριά άτομα. Εμείς κι εμείς.

Σε βαθμό που περισσότερο συζητήθηκαν οι απόντες παρά οι παρόντες. Ξεκινώντας από την πολιτική ηγεσία του τόπου. Ο πρωθυπουργός κ. Μητσοτάκης πχ, δεν εδέησε να στείλει ούτε ένα στεφάνι. (Περιοριζόμενος σε μια απολύτως κοινότοπη δήλωση). Άραγε ούτε ο ίδιος ούτε οι «περισπούδαστοι» σύμβουλοι του δεν έχουν υπόψη τους το τι σήμαινε -και θα συνεχίζει να σημαίνει για τα ελληνικά γράμματα -και γενικότερα για τον πολιτισμό- ο Βαλτινός και το έργο του; Το ίδιο ισχύει και για την Υπουργό Πολιτισμού κ. Μενδώνη, που αρκέστηκε σε ένα στεφάνι. Το παράδοξο, όσο και εξοργιστικό, είναι πως η κυβερνητική παράταξη δε χάνει αφορμή να «παρεβρεθεί» (κατά τη συνηθισμένη διαστρέβλωση της γλώσσας από τη σύγχρονη δημοσιογραφία μας, που κι αυτή έλαμψε δια της απουσίας της). Δε χάνει, λοιπόν αφορμή να π α ρ α β ρ ε θ ε ί – η κυβερνητική παράταξη, πάντα –, σε κάθε είδους και επιπέδου «πολιτιστικές» εκδηλώσεις που, όπως λέγεται «τραβάνε κόσμο».

Όσο για την «προοδευτική» αντιπολίτευση: ουδείς, ουδεμία, ουδέν. Είναι γνωστό άλλωστε το μίσος του «αριστερότερου» τμήματος της για τον Θανάση Βαλτινό γιατί έγραψε το εξαιρετικό «Ορθοκωστά». Κρατάει χρόνια, άλλωστε, αυτή η ιστορία. Μέχρι η επαναστατικότητα τους να φτάσει στον «κασσελακισμό». Για το άλλο δε τμήμα, τον «κεντρώο», «σοσιαλίζοντα», τουτέστιν χώρο, δεν έχουμε και πολλά να πούμε. Λογική η απουσία των στελεχών του. «Τόσα νογάνε για τόσα μιλάνε» -που θά ‘λεγε κι ο Αντρέας Κορδοπάτης.

Θλιβερή ωστόσο εντύπωση προκαλεί και η απουσία συγγραφέων -εκτός ελαχίστων εξαιρέσεων- από την κηδεία του Θανάση Βαλτινού. Ιδίως δε των νεοτέρων. Δεν έχουν άραγε διαβάσει Βαλτινό; Δεν τους ενδιαφέρει η «παλιακή» γλώσσα του; Ή μήπως τους τρομάζει η ικανότητα ενός συγγραφέα να κάνει το «μικρό» «μεγάλο», το «ιδιωτικό» «συλλογικό», περιοριζόμενοι οι ίδιοι στο να κάνουν το «μεγάλο» «μικρό» και το «ιδιωτικό» «ιδιωτικότερο»; Σε ό,τι και να οφείλεται πάντως το φαινόμενο, είναι άξιο σοβαρού προβληματισμού.

Συμπέρασμα: μια χώρα που ούτε η πολιτική ηγεσία της, ούτε οι άνθρωποι των γραμμάτων -για να μην αναφερθούμε στη δημοσιογραφία της- δεν τιμούν μια κορυφαία προσωπικότητα όχι μόνο της λογοτεχνίας αλλά και ευρύτερα του πολιτισμού της σε κάτι πάσχει.

Ίσως όμως εδώ να πρέπει να σταματήσουμε τη μεμψιμοιρία. Και να κλείσουμε με τα λόγια που πιθανότατα θα έλεγε -τα είπε, άλλωστε- ο ίδιος ο Θανάσης Βαλτινός:

«Προσωπικά, είμαι κατά των μοιρολογιών. Το μοιρολόγι για την Ελλάδα, η συνεχής κατακραυγή υποκρύπτει άλλα πράγματα. Ουδέποτε συμφώνησα με την τάση να αποδειχτούμε κακομοίρηδες, να κλαιγόμαστε. Η Ελλάδα έχει στους κόλπους της ακμαίες δυνάμεις με ακμαία χαρακτηριστικά. Παρακολουθώ τους νέους επιστήμονες και καλλιτέχνες που διαπρέπουν παντού. Ακόμα κι αν όλοι αυτοί είναι λιγότεροι από τους μισούς, για μένα ηχεί αισιόδοξα. Υποπτεύομαι ότι έχουμε από τη φύση μας μια τάση να μεμψιμοιρούμε. Κυρίως όσο γερνάμε».