H κρίση επιβεβαίωσε το αυτονόητο: Η πολιτική δεν είναι στατική. Υπόκειται στους κανόνες της αλλαγής, της αναίρεσης και της αποδόμησης. Στην πραγματικότητα λειτουργεί όπως το εκκρεμές. Οι δε μεταβολές της δεν ακολουθούν γραμμική πορεία. Άλλοτε οι εξελίξεις είναι ραγδαίες και άλλοτε μακρόσυρτες. Η κατάρρευση του πάλαι ποτέ κραταιού ΠΑΣΟΚ, για παράδειγμα, συντελέστηκε με ταχείς ρυθμούς. Ενώ η ανασύσταση της αποκαλούμενης Κεντροαριστεράς, για την οποία γίνεται πολύς λόγος, φαίνεται να τραβάει σε μάκρος. Άλλωστε, η δημιουργία -σε αντίθεση με την καταστροφή- αποτελεί πάντα επίπονη διεργασία. Η επίτευξή της είναι συνυφασμένη με την ανατροφοδότηση από νέα κύτταρα.
Έτσι η επαγγελία του νέου φορέα δεν αποκτά από μόνη της πολιτική υπόσταση. Αναμφίβολα, ανταποκρίνεται στην υπαρκτή ανάγκη για μια νέα έκφραση του ενδιάμεσου χώρου. Η θεμελίωσή της, ωστόσο, προϋποθέτει νέα υλικά και νέους πρωταγωνιστές. Το κενό που προέκυψε μετά την εδραίωση του σημερινού δικομματισμού, ΣΥΡΙΖΑ-ΝΔ, είναι υπαρκτό και διακριτό. Η κάλυψή του δεν είναι δεδομένη. Δεν πραγματοποιείται με παλιές συνταγές ούτε με νόθες πολιτικές. Η κυριαρχία του εθνολαϊκισμού και της συντήρησης, αντιπαλεύεται με καθαρές και σαφείς οριοθετήσεις έναντί τους. Η αμφισβήτησή τους δεν θα επιτευχθεί, εγκαλώντας την κυβέρνηση για ανεπάρκεια και ανικανότητα ή την αξιωματική αντιπολίτευση για παλινόρθωση της Δεξιάς – όπως κατά κόρον πράττει η αρχηγός του ΠΑΣΟΚ.
Ο καταγγελτικός λόγος και η πλειοδοσία σε αρεστές θέσεις, κάθε άλλο παρά συνιστούν ουσιαστικό πολιτικό αντίλογο. Σε καμιά περίπτωση δεν επαρκούν για να αποτελέσουν την πρώτη ύλη για τη δημιουργία νέου φορέα. Το μόνο που καταφέρνουν είναι να αναπαράγουν τα γνωστά αδιέξοδα, επιτρέποντας στον Αλ. Τσίπρα και στον Κυρ. Μητσοτάκη να αλιεύουν δυνάμεις από την καθημαγμένη και κατακερματισμένη Κεντροαριστερά. Μολονότι, λοιπόν, υπάρχει ζωτικός χώρος για ένα καινούργιο σχήμα, εντούτοις οι προοπτικές που διαγράφονται δεν μοιάζουν ευοίωνες. Οι συμμετέχοντες στην κούρσα της ηγεσίας διαγκωνίζονται για το ποιος θα κερδίσει περισσότερους πόντους στον στενό πυρήνα της ακρωτηριασμένης εκλογικής βάσης, στην οποία απευθύνονται.
Η Φ. Γεννηματά επιχειρεί να αφυπνίσει τον κομματικό πατριωτισμό του πασοκικού κόσμου, γνωρίζοντας τον στενό ορίζοντά της. Ο λόγος της αποπνέει παρελθόν. Δεν εισακούεται από το ευρύτερο κοινωνικό σώμα της Κεντροαριστεράς. Μέλημά της η αναβάπτισή της στην αφυδατωμένη Δημοκρατική Συμπαράταξη.
Ο Γ. Καμίνης, επιδιώκοντας να εκφράσει «το όλον» του ενδιάμεσου χώρου, απονευρώνει τις θέσεις και την παρουσία του, χωρίς να προβάλει κάτι νέο. Έτσι απομοιώνει το πλεονέκτημά του να αποταθεί εκτός των υπαρχόντων κομματικών τειχών.
Ο Στ. Θεοδωράκης, αν και έχει το δικό του διακριτό στίγμα, βρίσκεται αντιμέτωπος με την υποχώρηση του Ποταμιού. Η προσπάθειά του να μπολιάσει τους ετερογενείς εν δυνάμει ψηφοφόρους του ενδιάμεσου χώρου αποδεικνύεται εκ των πραγμάτων δύσκολη. Πάντως, οι επιδόσεις του επικεφαλής του Ποταμιού, αλλά και του δημάρχου Αθηναίων, θα επηρεαστούν σημαντικά -αν όχι καθοριστικά- από το εκλογικό σώμα που θα πάει να ψηφίσει.
Ο Ν. Ανδρουλάκης επενδύοντας στο «νέος και άφθαρτος», αλλά και στο κομματικό δίκτυο που διαθέτει, κερδίζει έδαφος. Όλα θα εξαρτηθούν από τη δυνατότητά του να συνθέσει το πασοκικό κοινό με το ευρύτερο κεντροαριστερό. Εξ ου και ο λόγος, αλλά και οι θέσεις που ενσαρκώνει αναδεικνύονται σε καίρια ζητήματα.
Όπως κι αν εξελιχθεί η κούρσα της ηγεσίας, το βέβαιο είναι ότι η αποκαλούμενη Κεντροαριστερά θα βρίσκεται για καιρό σε αχαρτογράφητα νερά. Το πολιτικό και προγραμματικό έλλειμμα που εμφανίζει επιτρέπει στους αντιπάλους της να τη λεηλατούν, εμποδίζοντάς της να ανακάμψει.