Αποκόμματα

Δημήτρης Μαρωνίτης 30 Δεκ 2014

Ο τίτλος κολλάει παντού στις μέρες μας. Προπάντων σε ό,τι έγινε, γίνεται και μέλλει να συμβεί με τις προεδρικές εκλογές και τα παρεπόμενά τους. Προφανώς δεν παριστάνω τον ακομμάτιαστο. Αισθάνομαι απόκομμα μιας απολίτιστης πολιτικής που φαίνεται να έχει πάρει τα τελευταία χρόνια το πάνω χέρι, πετώντας στον κάλαθο των αχρήστων όσους αντιστέκονται, έστω με την αμήχανη σιωπή τους, μαζεύοντας αποκόμματα που αποτυπώνουν το αποπνιχτικό αδιέξοδο του συλλογικού μας βίου και κινδυνεύουν να χαθούν. Σε αυτά ανήκει και το τελεσίδικο μυθιστόρημα του Μένη Κουμανταρέα, με τον ειρωνικό τίτλο «Ο θησαυρός του χρόνου» ? του χαμένου χρόνου, που τον πλήρωσε ακριβά ο ίδιος με τη ζωή του, αφού προηγουμένως τον συμπλήρωσε με την αποκαλυπτική γραφή του.

Δεν υπήρξα στενός του φίλος και λίγες φορές ανταλλάξαμε κάποιες κουβέντες, με τη διαμεσολάβηση στην αρχή της Νανάς Καλλιανέση, που τον αγαπούσε πολύ και την αγαπούσε. Γειτονέψαμε εξάλλου στα «Δεκαοκτώ Κείμενα» το 1970, και τότε διάβασα αναδρομικά «Τα μηχανάκια» (1962) και «Το Αρμένισμα» (1967), που το υπερασπίστηκε ο Μένης γενναία σε αλλεπάλληλες δίκες. Από εκεί και πέρα δεν μου ξέφυγε νομίζω κανένα από τα διαβαστερά είκοσι αφηγήματά του, όπου εξέχουν «Η κυρία Κούλα» (1978) και «Το κουρείο» (1979). Πολύτιμες προέκυψαν καθ’ οδόν και οι δώδεκα μεταφράσεις του, που εγκαινιάστηκαν το 1961 και συνεχίστηκαν έως το 2013. Ενδιαμέσως (το 1970) κυκλοφόρησε και η άψογη μετάφραση στο θεμελιακό μυθιστόρημα «Καθώς ψυχορραγώ» του Φώκνερ.
«Ο θησαυρός του χρόνου», απολογισμός ζωής και γραφής, έφερε σε πολλούς αμηχανία με την απροκάλυπτη ειλικρίνειά του. Προσωπικά αισθάνομαι ότι (από άποψη αφηγηματικής τέχνης και τεχνικής, ανθρωπογνωσίας και ιδεολογίας) το βιβλίο αυτό αποτελεί σταθμό στην ιστορία της μεταπολεμικής μας πεζογραφίας, ενώ συνάμα διευρύνει και εμβαθύνει τις σχέσεις μυθοπλασίας και βιογραφίας.
Προηγείται το «Προανάκρουσμα», που παραπέμπει στον κορμό της προκείμενης μυθιστορίας, μοιρασμένης σε σαράντα ένα έντιτλα κεφάλαια. Το πρώτο επιγράφεται «Το βιβλίο των νεκρών», το τελευταίο «Μην ξεχνάς, πάμε σε διαφορετικούς τόπους». Η ενδιάμεση αφήγηση ανοίγει και κλείνει με την ίδια προσφώνηση, παραλλάσσουν όμως τα συμφραζόμενά της. Αντιγράφω την πρώτη και την τελευταία παράγραφο της πρωτοπρόσωπης αυτής αποστροφής.
Η αρχή: «Μέρες, μήνες και χρόνια τώρα, παλιέ συνάδελφε και αδελφέ μου, δεν ησυχάζω, τα βλέπω όλα στον ύπνο μου και στα μαύρα μεσάνυχτα». Το τέλος: «Κι ως τότε υπάκουος κλείνω τα μάτια, μαζί με τα κιτάπια μου. Ως εδώ, παλιέ συνάδελφε και αδελφέ μου, έχε γεια». Στο αφτί του εξωφύλλου αυτοσυστήνεται ο Μένης (συστήνοντας και το προκείμενο βιβλίο του) σε τρίτο πρόσωπο με ασκητική οικονομία λόγου: «Μεγάλωσε στη Βικτώρια και ζει τώρα στην Κυψέλη. «Ο θησαυρός του χρόνου» άρχισε να γράφεται λίγο πριν από τις 21 Σεπτεμβρίου του 2010 και τέλειωσε τέσσερα χρόνια μετά».
Επονται ασχολίαστα τρία «αποκόμματα» από το τελικό κεφάλαιο. Απόκομμα εξάλλου του αρχαίου ονόματος Αριστομένης είναι το αυτονόητο (δικό του και δικό μας) όνομα «Μένης». Το πρώτο απόκομμα (σελ. 460): «Κλείνω το ημερολόγιο και αφήνομαι στην ηδονή της ανάρρωσης. Το φως, φθινοπωρινό, μπαίνει γλυκά από το παράθυρο, κρατώντας τη θέρμη του καλοκαιριού, προμηνύοντας τις ριγηλές μέρες του χειμώνα, χαϊδεύει τα χέρια μου, όπως κάποτε μπορούσε να το κάνει ο άνθρωπος με τον οποίο ζούσα μαζί».
Το δεύτερο απόκομμα (σελ. 468-469): «Καλοί μου θεοί και ημίθεοι, κάνω μια τελευταία έκκληση, ελάτε να με συντρέξετε, μη με αφήνετε μόνο. Κι εσύ, καλέ μου Μορφέα, πού να βρίσκεσαι, γιατί δεν έρχεσαι να με πάρεις στην αγκαλιά σου; Κάποτε, πάνε χρόνια, γνώρισα έναν νεαρό υδραυλικό με σγουρά μαλλιά και εύθυμα μάτια. Νομίζω πως ήταν από τη Λέσβο. Είχε άσπρο και πολύ απαλό δέρμα. Οταν ξαπλώναμε, ύστερα από λίγο, με έπιανε αμέσως ο ύπνος. Τον βάφτισα, κρυφά, Μορφέα. Θα είχε κρατήσει κι άλλο η φιλία μας, αν κάποια στιγμή, αποξεχασμένος, δεν τον είχα φωνάξει Μορφέα. Το εξέλαβε ως βρισιά κι έφυγε. Δεν ξανάρθε πίσω».
Το τρίτο απόκομμα (από τη σελ. 476): «Παρ’ όλα αυτά, σκύβω και κοιτάζω μέσα από τις γρίλιες. Θα στοιχημάτιζα ότι κάποιος βρίσκεται έξω από το σπίτι μου. Δεν γελιέμαι. Κι ας μην τον βλέπω, εκείνος σκάβει. Μήπως με το που θα ανοίξω την εξώπορτα, περιμένει να πέσω μέσα σούμπιτος; Κι αν, πάλι, καιροφυλακτούν οι λεμφαδένες και σφυροκοπούν, έτοιμοι να κατακλύσουν το κορμί μου ξανά, όπως προφήτεψε το τσιμπλιάρικο αγόρι; Μήπως αυτό εννοούσε με την ημερομηνία του θανάτου μου; Ο,τι και να συμβαίνει, πολύ αργά. Οπου να ‘ναι, φτάνω στο τέλος της ιστορίας μου, ή αυτό τέλος πάντων που θεωρείται τέλος».
Αυτά στην άκρη μιας χρονιάς, άσχημα γκαστρωμένης, όπως θα έλεγε ο Φλωράκης.