Με τον Γιάννη συμπορευόμαστε 30 χρόνια τώρα.
Τότε, το φθινόπωρο του 1994, γνωρίσαμε δυο αδελφές και τις παντρευτήκαμε.
Την Ιωάννα, εγώ, σε δυο μήνες.
Την Μαρίνα, ο Γιάννης, μετά από έξι χρόνια.
Οπαδός της βραδύτητας, δεν βιάζει τον χρόνο ο Γιάννης.
Εκτός κι αν πρόκειται για τις προκαθορισμένες συναντήσεις του. Τότε κινείται με ακρίβεια δευτερολέπτων.
«Θα είμαι εκεί στις 12 και 13 λεπτά. Ούτε 12 και 10, ούτε 12 και 15», είναι η μόνιμη επωδός του.
Ακόμη και τώρα.
Προειδοποίησε πριν από τρείς ημέρες.
«Θα είναι Κυριακή. Μια εβδομάδα ακριβώς πριν κλείσω τα 86 μου».
Ο Γιάννης «έφυγε» σήμερα.
Και σήμερα διακόπηκε η κοινή μας πορεία.
Μια τριαντάχρονη κοινή πορεία, ανέφελη και αμόλυντη από τον σουσουδισμό των επαγγελματικών ιδιοτήτων μας. Με πολλή αλληλοκατανόηση, έγνοια, φιλία και αγάπη.
Κι αυτά, όπως και οι μνήμες, δεν θα διακοπούν ποτέ. Θα συνεχίσουν να υπάρχουν ως τιμαλφή ζωής.
Για ό,τι υπήρξε ο Γιάννης, ως καλλιτέχνης, ως ηθοποιός για περισσότερα από 60 χρόνια-πρωτοεμφανίσθηκε στο θεατρικό σανίδι το 1959-θα μιλήσουν οι ομότεχνοι του και οι κριτικοί.
Το θέατρο ήταν η ζωή του, αλλά η ζωή του δεν ήταν θέατρο.
Κι αν δεν υπήρχε, τα τελευταία χρόνια, αυτή η… εξομολογητική διάθεση ανθρώπων που συνυπήρξαν μαζί του, για κάποιο διάστημα, ελάχιστα θα γίνονταν γνωστά για τον ιδιωτικό βίο του.
Αν και γεννημένος στην Αθήνα ανίχνευε τις ρίζες του στο χωριό του πατέρα του. Ήταν βαθειά δεμένος με την Δάφνη, ένα χωριό στα 1.200 μέτρα υψόμετρο, στα Βαρδούσια, με το ζόρι δυο εκατοντάδες ανθρώπους το καλοκαίρι και δυο-τρείς όλους κι όλους τον βαρύ, μακρύ και σκληρό χειμώνα.
Η σφραγίδα της δωρεάς του είναι πολύ έντονη σε κάθε σημείο της Δάφνης, με έργα που η, ως συνήθως αδιάφορη, Πολιτεία όφειλε να κάνει, για να είναι ευκολότερη η ζωή των ανθρώπων.
Η Δάφνη ήταν το ησυχαστήριο του, το καταφύγιο του, κάθε φορά που ξέκλεβε λίγο χρόνο από τις επαγγελματικές υποχρεώσεις του.
Εκεί, συνοδεία αγόγγυστη πάντα της Μαρίνας, έχουμε περάσει αλησμόνητες χριστουγεννιάτικες και πασχαλινές ημέρες.
Καταδεκτικός και ευπροσήγορος με όλους, αισθανόταν εξαιρετικά αμήχανα κι άβολα αντιμέτωπος με τα σχόλια θαυμασμού όσων τον αναγνώριζαν στις εξορμήσεις μας στα Ζαγόρια, τα Τζουμέρκα ή την Τήνο.
«Δεν είναι σοβαρός λόγος κλονισμού των γάμων μας, που οι αδελφές μας απέκρυψαν ότι έχουν Τηνιακή καταγωγή και τώρα θαλασσοδερνόμαστε στο Κάβο-Ντόρο;», έλεγες συνωμοτικά και σκάγαμε στα γέλια.
Όπως το ίδιο γελούσαμε, όταν η Ιωάννα και η Μαρίνα, μας επέκριναν για επίδειξη αυταρχικής συμπεριφοράς, «τί περιμένεις από άνδρες που γεννήθηκαν την 21η Απριλίου και την 4η Αυγούστου…», όταν επιμέναμε να εξαντλούμε κάθε ικμάδα μας σε πεζοπορίες σε κακοτράχαλα μονοπάτια στα βουνά της Ηπείρου.
«Δεν είναι κι άσχημα. Δεν έχω παίξει ρόλο σατράπη. Εσύ;», μούλεγες σκασμένος στα γέλια.
Ήξερε πάντα, ο Γιάννης, πώς στεκόταν πάνω στο θεατρικό σανίδι και ήταν ο πιο αυστηρός κριτής του εαυτού του και της τέχνης του.
Στα ξενύχτια που ακολουθούσαν μετά από κάθε θεατρική πρεμιέρα του, για να απαμβλύνω την αυτοκριτική του αυστηρότητα, τού υπενθύμιζα, «είσαι ο Γιάννης Φέρτης, από τους μεγάλους ηθοποιούς της γενιάς σου. Συμβιβάσου μ’ αυτό, γιατί στην περίπτωσή σου η ταπεινοφροσύνη είναι αμαρτία».
Δεν το αποδέχτηκε ποτέ αυτό. Ήταν ανυποχώρητος. Όπως άκαμπτος και ανυποχώρητος στάθηκε στην τήρηση του κώδικα των αξιών του και των ηθικών προταγμάτων του.
Γι’ αυτά τα τελευταία, αλλά πρώτα σε σημασία, σε ευχαριστώ, σε ευχαριστούμε Γιάννη, που τα μεταλαμπάδευσες στην κόρη μας, την Ηλιάνα.
Θα σε θυμάμαι, Γιάννη.
Όρθιο και περήφανο. Όπως ακριβώς ήσουν την τελευταία ημέρα που χωριστήκαμε.
Θα σε μνημονεύω με πολλές αφορμές. Και κάθε φορά που ο δρόμος θα με φέρνει στην Ήπειρο θα με συντροφεύει ο ίσκιος σου στις πλαγιές και τα βουνά της.
Θα διορθώνω πάντα τους πίνακες στους τοίχους του σπιτικού μας, αυτούς που επέμενες να κορνιζάρεις στον δικό σου τεχνίτη, και να κρεμάσεις εσύ.
Και, ναι. Θα μεγεθύνω κι εκείνη την φωτογραφία που χορεύουμε οι δυο μας ένα βαρύ τσάμικο.
Με εκείνους τους ήχους προπέμπω σήμερα στην Αχερουσία, όχι τον ηθοποιό Γιάννη Φέρτη, αλλά τον αδελφό μου, Γιάννη.
Καλό σου ταξίδι, αδελφέ μου.