Τέσσερα χρόνια μετά το Μνημόνιο, κι ενώ ετοιμαζόμαστε να βγούμε από το Μνημόνιο, αρχίζουμε να μαθαίνουμε όλο και περισσότερο για το πώς μπήκαμε στο Μνημόνιο και, κυρίως, πώς γλιτώσαμε στο τσακ την έξοδο από το ευρώ. Από μια άποψη είναι πολύ αργά: η Ιστορία, η μοίρα του τόπου και ο δρόμος προς τα μπροστά δεν αλλάζει. Από την άλλη είναι υπερβολικά νωρίς: οι καπνισμένες κάνες δεν έχουν ακόμα κρυώσει και η Ιστορία καλό θα ήταν να γραφεί με περισσότερη σφαιρικότητα και ανάλυση και λιγότερα κουτσομπολιά (ακόμα και προερχόμενα από τη στιβαρή πένα των Financial Times).
.
Έστω κι έτσι, και με τις αναγκαίες επιφυλάξεις, τι μαθαίνουμε από δημοσιεύματα και όψιμες εκμυστηρεύσεις πρωταγωνιστών της εποχής; Και τα νέα στοιχεία, ή ο νέος φωτισμός τους, αλλάζουν άραγε την οπτική των εξελίξεων και την αποτίμηση αποφάσεων και ευθυνών; Είπαμε: στον πραγματικό ιστορικό ανήκει να αποφανθεί. Ας κάνουμε όμως μια πρώτη απόπειρα.
.
Από όλα όσα κατά καιρούς, αλλά ιδίως τον τελευταίο καιρό, βγαίνουν στην επιφάνεια, νομίζω ότι τρία είναι τα πιο σημαντικά και τα πιο «δεμένα» γεγονότα. Πρώτον, η είσοδος του ΔΝΤ στη «διάσωση» της Ελλάδας αποφασίστηκε μεν οριστικά το Μάρτιο από τα ευρωπαϊκά όργανα, όμως οι διερευνητικές επαφές της ελληνικής κυβέρνησης, λόγω και των καλών σχέσεων με τον τότε επικεφαλής του ΔΝΤ Στρος-Καν, είχαν προϋπάρξει. Δεύτερον, η Ελλάδα κινδύνεψε πραγματικά να φύγει, ή να εκδιωχθεί, από το ευρώ, σχετικά σχέδια ετοιμάζονταν, η γερμανική κυβέρνηση –και ιδίως ο κύριος Σόιμπλε- το θεωρούσαν εφικτό και υπό προϋποθέσεις ακόμα και ευκταίο, μέχρις η κατάσταση να ανατραπεί στη βάση δύο ιδίως εξελίξεων: της όλο και πιο ενεργού συμμετοχής των Αμερικανών –και προσωπικά Ομπάμα και Γκάιτνερ- στα πράγματα και των γεγονότων του Οκτωβρίου 2011 στις Κάννες, που συνέδεσαν την Ελλάδα με την Ιταλία και την αποσυνέδεσαν από την τότε κυβέρνηση της. Τρίτον, το σκληρό πόκερ των Κανών, με τον Έλληνα Πρωθυπουργό να πιέζεται αφόρητα μετά την εκδήλωση της πρόθεσης του να προκηρύξει δημοψήφισμα, από τη μία οδήγησε την ένταση και τα διλήμματα στα άκρα (τα κλάματα της κυρίας Μέρκελ) από την άλλη λειτούργησε ως απεκτονωτής, αφού εκεί μπήκαν σε πορεία δυο νέες ιδέες-κατευθύνσεις: η μετάβαση σε υπερκομματικές-τεχνοκρατικές κυβερνήσεις στις πιο προβληματικές χώρες (Ελλάδα, Ιταλία) και η στήριξη του ευρώ, με πρωτοστάτη την ΕΚΤ και με μη παραδοσιακά μέσα.
.
Αλλάζουν αυτά την οπτική μας; Όχι ιδιαίτερα. Όσον αφορά το ΔΝΤ, ήταν πάντα «παρόν», αρκεί να θυμηθούμε τη δήλωση Σημίτη στη Βουλή σε ανύποπτο χρόνο: μέσα στις δυσκολίες και την πίεση ήταν λογικό να υπάρχουν κανάλια συνεννόησης, επίσημα και άτυπα, αλλά η τελική «κλήση» του σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να θεωρηθεί ελληνική απόφαση ή πρωτοβουλία. Όσον αφορά τις ασκήσεις επί χάρτου για την έξοδο από το ευρώ, αναδεικνύουν συγχρόνως τις αδυναμίες της Ελλάδας να μεταρρυθμιστεί και να συνεννοηθεί, την «τεχνοκρατική λογική» των Βρυξελλών και την έλλειψη ενεργών κέντρων συντονισμού, αλλά και τα αδιέξοδα του ίδιου του «προγράμματος σωτηρίας», που, αμέσως μετά, θα αρχίσουν να γίνονται παραδεκτά, στην αρχή από το ΔΝΤ και μετά από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, πριν πάρουν τον επίσημο χαρακτήρα της πρόσφατης Έκθεσης του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου. Οι Κάννες, τέλος, σήμερα μοιάζουν καταλύτης, ωστόσο το βασικό χαρακτηριστικό τους ήταν ότι όλα τα μέρη έφερναν, ίσως άθελά τους, τα άλλα μπροστά σε τετελεσμένα, από οποία, αμέσως μετά, όλα μαζί, και με τρόπο εξαιρετικά σπασμωδικό, προσπαθούσαν να απεγκλωβιστούν: η Ελλάδα χάλασε τη φιέστα του Σαρκοζί και την προ τριών ημερών απόφαση για τη νέα βοήθεια με το δημοψήφισμα, οι ΗΠΑ έβγαλαν ξαφνικά μπροστά στη Γερμανία το νέο τους σχέδιο για έξοδο από την κρίση, η πιθανή πτώση της Ιταλίας πυροδότησε ντόμινο πολιτικών εξελίξεων.
.
Η αίσθηση μου είναι ότι τα περισσότερα παίχτηκαν –και μάλλον κερδήθηκαν- στη ζαριά της αυθόρμητης διεθνούς διπλωματίας. Βέβαια οι συνωμοσιολόγοι αποκτούν πεδίο δόξης έτι λαμπρότερον.
.