Με την από-φαση του Eurogroup για την εκταμίευση τους επό-μενους τρεις μήνες της δόσης-μαμούθ των 52,5 δισ. ολοκληρώνεται κατά κάποιο τρόπο, η δεύτερη φάση της μνημονιακής πολιτικής. Τα χρήματα είναι πολλά και ουδείς μπορεί να υποτιμήσει το γεγονός αυτό. Μπορεί το «πακέτο» να μη συνιστά μια οριστική λύση του ελληνικού προβλήματος και ρηξικέλευθη αντιμετώπιση του χρέους, αλλά είναι μια σημαντική ανάσα… επιβίωσης σ’ έναν «δρόμο αντοχής». Κανένας δεν δίνει τόσα λεφτά σε μία χώρα, εάν δεν θέλει να τη σώσει από μία χρεοκοπία! Ως εκ τούτου η πολιτική σημασία της απόφα-σης, είναι εξίσου σημαντική -ίσως και μεγαλύτερη- από την αυταπόδεικτη οικονομική σημασία της.
Με τα 52,5 δισ., εκ των οποίων τα περισσότερα θα μεί-νουν μέσα στη χώρα, θα κλείσουμε μερικές σημαντικές «τρύπες» του προϋπολογισμού, θα ανακεφαλαιοποιη-θούν οι τράπεζες, θα πέσουν κάποια χρήματα στη «στεγνωμένη αγορά», που υποφέρει από «οικονομική αφυδάτωση», και θα μειωθεί το χρέος κατά 20 περίπου δισ. Είναι «μεγάλη ανάσα» που σε συνδυασμό με την αναμενόμενη εξάλειψη του πρωτογενούς ελλείμματος, μπορεί -σε συνδυασμό και με άλλες παραμέτρους και προϋποθέσεις- να αποτελέσει μια βάση (ενός «πάτου στο βαρέλι») για να αρχίσει η δύσκολη σταθεροποίηση με τάσεις ελαφράς ανόδου. Βέβαια, δεν μας δόθηκε «λευκή κάρτα». Εχουμε τεθεί σε καθεστώς άμεσης και σκληρής εποπτείας και επιτροπείας. Οι δεσμεύσεις που έχουμε αναλάβει κάθε άλλο παρά «αναίμακτες» κοινωνικά και οικονομικά θα είναι. Πληρώνουμε ακριβά μια ακραία δημοσιονομική προσαρμογή που ανακυκλώνει την κρίση, μέσα από την ανεξέλεγκτη ύφεση. Σε αυτό το «σφιχτό πλαίσιο», η εφαρμογή μιας αναπτυξιακής στρατηγικής σε συνδυασμό με διαρθρωτικές αλλαγές και πολιτικές κοινωνικής προστασίας, δεν είναι εύκολη υπόθεση. Συνιστά «δισεπίλυτη άσκηση» με πολλούς άγνωστους ή μεταβαλλόμενους και ασταθείς όρους. Στην ουσία πρόκειται για σκληρό «δρόμο αντοχής» με προοπτική -σ’ έναν εύλογο χρόνο- μιας ολοκληρωμένης λύσης του ελληνικού κατ’ αρχήν και του ευρωπαϊκού προβλήματος ευρύτερα. Τούτων δοθέντων, για να «αντέξουμε» στη μεταβατική περίοδο, πρέπει να αξιοποιήσουμε στο έπακρο τους διαθέσιμους πόρους (ΕΣΠΑ, ΕΤΕπ κ.λπ.), να εξασφαλίσουμε επί πλέον αναπτυξιακούς πόρους, να δημιουργήσουμε ευνοϊκές επενδυτικές συνθήκες κ.ο.κ.
Σημαντικό ρόλο θα παίξουν επίσης η καταπολέμηση της φοροδιαφυγής, οι αποκρατικοποι-ήσεις με αναπτυξιακό πρόσημο (πρόσθετες επενδύσεις, ανταγωνισμός και νέες θέσεις εργασίας) και η ανασυ-γκρότηση της δημόσιας διοίκησης.Το «μεγάλο στοίχημα» για τη χώρα είναι η ανασύνθεση του παραγωγικού μας μοντέλου σε νέες βάσεις, υγιείς, εξωστρεφείς, αντα-γωνιστικές και κερδοφόρες. Αυτό όμως χρειάζεται συγκεκριμένο σχέδιο (δεν το ’χουμε δει ακόμα), επιμονή και έναν εύλογο χρόνο απόδοσης. Υπάρχει όμως κι ένα άλλο ερώτημα: Το υφιστάμενο πολιτικό σύστημα αντέχει να «σηκώσει στις πλάτες του» ένα τέτοιο φορτίο; Μέχρι στιγμής, σαφής απάντηση δεν υπάρχει. Ούτε από πλευράς συμπολίτευσης ούτε από πλευράς αντιπολίτευσης. Η «θολούρα» τέμνει οριζοντίως το πολιτικό σύστημα. Αλλού είναι περισσότερο εμφανής, αλλού λιγότερο. Η πολιτική ανασυγκρότηση και ανανέωση του πολιτικού συστήματος σε πιο «καθαρές συνθέσεις» είναι σημαντική προϋπόθεση εξόδου της χώρας από την κρίση, καθώς η διαχωριστική γραμμή σε μνημονιακές – αντιμνημονιακές δυνάμεις αποδίδει τελικά με εξαιρετικά «στρεβλό τρόπο» την ιδεολογικοπολιτική γεωγραφία και την προοπτική ενός σύνθετου πολιτικού συστήματος.