Οσοι θεωρούν και σωστά από την αρχή της κρίσης ότι το μεγάλο στοίχημα για την Ελλάδα είναι ο εξορθολογισμός και η βελτίωση της κρατικής διοικητικής μηχανής σε όλες τις μορφές της, διχάζονται τώρα με τις αποφάσεις που λαμβάνονται κάτω από πίεση και ουσιαστικά καταργούν ολόκληρες κατηγορίες απασχολουμένων, στον ευρύτερο δημόσιο τομέα κυρίως. Τη μία ημέρα τελειώνουν οι υπάλληλοι της ΕΡΤ, την άλλη αποκεφαλίζονται συλλήβδην οι δημοτικοί αστυνομικοί, την τρίτη τελειώνουν οι σχολικοί φύλακες και πάει λέγοντας, μέχρις ότου συμπληρωθεί ο επιθυμητός αριθμός.
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι ο δημόσιος τομέας ήταν και είναι εξαιρετικά χαμηλού επιπέδου και δεν μπορεί να γίνει ούτε σκέψη περί ανάκαμψης της χώρας, αν δεν αναδιαρθρωθεί ριζικά και ποιοτικά, ασχέτως μεγέθους. Είναι επίσης αλήθεια ότι παραμένει ευνοημένος σε σύγκριση με τα δεινά που έχουν υποστεί και συνεχίζουν να υφίστανται οι εργαζόμενοι στον ιδιωτικό τομέα. Τέλος, ασφαλώς και η εκλογίκευση του ελληνικού κράτους δεν είναι εύκολη υπόθεση και απαιτεί σκληρές ενέργειες, όταν μάλιστα στηρίζεται σε ένα απίστευτο πλέγμα στρεβλώσεων, γραφειοκρατίας, μικρών ή μεγάλων συμφερόντων και αλλοτριωμένης νοοτροπίας.
Είναι γνωστό ότι από την πρώτη στιγμή η τρόικα ζητούσε την αναδιάρθρωση του δημόσιου τομέα, με περιστολή της σπατάλης, με απολύσεις, κινητικότητα και διαθεσιμότητα, μέσω αξιολόγησης των υπαλλήλων. Στην πραγματικότητα, η περιστολή της σπατάλης επιτεύχθηκε σε μεγάλο βαθμό, έστω και με οριζόντιες περικοπές, αλλά η κυβέρνηση και γενικά η πολιτική τάξη δεν μπόρεσε να προχωρήσει στην αξιολόγηση οργανισμών, υπηρεσιών και υπαλλήλων, ώστε να απαλλαγεί το Δημόσιο από τους άχρηστους και τους επίορκους. Λόγω των αντιδράσεων της δημοσιοϋπαλληλίας και των καθυστερήσεων της Δικαιοσύνης, αλλά και λόγω της δικής της ανικανότητας και έλλειψης βούλησης.
Ετσι φτάσαμε στο «τώρα», καθώς από την πλευρά της η τρόικα επιμένει, ίσως και με παρεξηγήσιμη εμμονή στην κινητικότητα και τις απολύσεις, η δε κυβέρνηση ξεχαρβαλώνει κατηγορίες υπαλλήλων με συνοπτικές διαδικασίες, γιατί προηγουμένως απέφευγε συστηματικά (όπως και οι προηγούμενες κυβερνήσεις) να ανταποκριθεί στις δεσμεύσεις που είχε αναλάβει. Η τρόικα δηλαδή απαιτεί πλέον από την κυβέρνηση να είναι τέλεια 100% και δεν αρκείται σε πρόοδο κατά 90%, αδιαφορώντας για τις πολιτικές και κοινωνικές επιπτώσεις, και εκείνη παίρνει αποφάσεις υπό το κράτος πανικού, χωρίς προγραμματισμό και δίχως να σκέπτεται τις συνέπειες και τα επόμενα βήματα.
Αναμφισβήτητα, στο σύνολό τους, ούτε οι επιδόσεις της δημοτικής αστυνομίας ήταν σπουδαίες, ούτε οι φύλακες των σχολείων δικαιολογούσαν πλήρως τον μισθό τους, για να μην αναφερθούμε και στον τρόπο διορισμού τους. Πέρα όμως από την κοινωνική διάσταση του προβλήματος που δημιουργείται και τις «αλήτικες» αντιδράσεις, έχει σκεφθεί κανείς άραγε πώς θα εποπτεύουν οι δήμοι την περιοχή τους και πώς θα φυλάσσονται τα σχολεία από τους πανταχού παρόντες βανδάλους;