Το 2019 χαρακτηρίστηκε από μεγάλες
αλλαγές στις προβλέψεις των επενδυτών-αναλυτών. Ενώ η συνεχιζόμενη εμπορική
διένεξη ΗΠΑ-Κίνας δημιουργούσε φόβους παγκόσμιας ύφεσης, οι κεντρικοί
τραπεζίτες στο μέσον της χρονιάς οδηγήθηκαν απρόσμενα σε χαλάρωση της
νομισματικής πολιτικής (Fed,
ΕΚΤ, ΒοJ) ως μέτρο
αντιμετώπισης της κρίσης. Επίσης υπήρξαν περίοδοι μεγάλης μεταβλητότητας στις
διεθνείς αγορές λόγω εκπλήξεων στη καθημερινή ειδησεογραφία σχετικά με την
διεθνή πολιτική (εμπορικοί πόλεμοι, Brexit) και τις γεωστρατηγικές εξελίξεις (Ιράν, Υεμένη, Χογκ
Κογκ) που τροφοδότησαν επιπρόσθετα τα υψηλά επίπεδα μόχλευσης των επενδυτών. Το
τέλος της χρονιάς βρήκε τους διεθνείς μετοχικούς δείκτες κοντά σε ιστορικά υψηλά
προεξοφλώντας αισιοδοξία για την αποφυγή ύφεσης το 2020-2021, ομαλό Brexit και
για ομαλοποίηση στις εμπορικές σχέσεις ΗΠΑ-Κίνας.
Η νέα χρονιά έρχεται όμως με κατάλοιπο
αίσθημα ότι η τάση για παγκοσμιοποίηση υπονομεύτηκε και ότι ενδεχομένως μια νέα
εποχή προστατευτισμού ξεκινάει μακροπρόθεσμα με πρωτοστάτη τον ανταγωνισμό
μεταξύ ΗΠΑ-Κίνας, το βρετανικό Brexit
(απόσχιση από την ΕΕ), τους τελευταίους περιορισμούς εξαγωγών τεχνολογίας από
την Ιαπωνία στη Κορέα και την απειλή για δασμούς στην ΕΕ από τις ΗΠΑ. Οι
επενδυτές την επόμενη διετία έχουν να αντιμετωπίσουν αμφιβολίες για το
διατηρήσιμο της παγκόσμιας ανάπτυξης, της αναπτυξιακής πρόθεσης των μεγάλων
κεντρικών τραπεζών και κυβερνήσεων και της σταθερότητας στις διεθνείς εμπορικές
σχέσεις. Αμφιβολίες που ίσως επηρεάσουν αρνητικά τις επενδυτικές προσδοκίες,
πλήττοντας την προσπάθεια ανάκαμψης στους βιομηχανικούς δείκτες και
αναθεωρώντας τις προσδοκίες ανάπτυξης προς τα κάτω. Άλλα ρίσκα που αναφέρονται
μεταξύ των αναλυτών για το 2020 στις ΗΠΑ είναι τα υψηλά επίπεδα δανεισμού των
επιχειρήσεων και η ενδεχόμενη πολιτική αβεβαιότητα λόγω εκλογών στις ΗΠΑ το
2020 ενώ δεν θα πρέπει να αγνοηθεί ο γεωστρατηγικός παράγοντας που συνήθως
λειτουργεί ως δυσάρεστη έκπληξη και προκαλεί απότομη αποφυγή ρίσκου και φυγή σε
επενδύσεις ασφαλείας. Τέλος, το τρίπτυχο δημογραφικής επιβράδυνσης, υψηλών
επιπέδων δανεισμού και χαμηλών επιπέδων πληθωρισμού είναι το χαρακτηριστικό της
εποχής που αναμένεται να βαρύνει στις ανεπτυγμένες οικονομίες.
Για τους παραπάνω λόγους για το
2020 βασικό χαρακτηριστικό των προτάσεων των μεγάλων επενδυτικών οίκων είναι η αμυντική
στάση και η αντιστάθμιση έναντι δυσάρεστων εκπλήξεων όπως π.χ. μια αναπάντεχη
ύφεση στην παγκόσμια οικονομία με παράλληλα απότομη άνοδο στον πληθωρισμό με
ρίσκο όμως υποαπόδοσης στο θετικό σενάριο παγκόσμιας ανάκαμψης. Η νέα 10ετία
χαρακτηρίζεται από πολλούς επενδυτικούς οίκους ως η δεκαετία των
μετασχηματισμών. Σε ένα περιβάλλον συνεχούς τεχνολογικής ολοκλήρωσης ο
επενδυτής-αναλυτής θα πρέπει να είναι πολύ ενημερωμένος, να εντοπίζει το
γενικότερο κλίμα και τις προσδοκίες ώστε να διαμορφώνει μια στρατηγική με
συνέπεια-ρεαλισμό στην εφαρμογή της με αντανακλαστικά για μεταβολές στην
τακτική εντοπίζοντας επενδυτικές ευκαιρίες σε κλάδους και τίτλους με υγιή
οικονομικά χαρακτηριστικά (style,
sector
switch). Τη
10ετή περίοδο της παθητικής long στρατηγικής σε διεθνείς δείκτες μετοχών και ομολόγων που
υπεραποδίδουν μάλλον διαδέχεται η εποχή των μεμονωμένων επιλογών και της πιο
ενεργής διαχείρισης.
Μετοχές
Το 2019 οι αγορές μετοχών κυρίως παγκόσμια
σημείωσαν θετικές αποδόσεις σε αντίθεση με την επιβράδυνση στην παγκόσμια
ανάπτυξη. Διαψεύστηκαν οι προβλέψεις για επερχόμενο Bear Market, οι δε διεθνείς αγορές
μετοχών παρουσιάστηκαν ισχυρές κλείνοντας σε υψηλότερα επίπεδα τιμών σε σχέση
με την αρχή του έτους με τον αμερικανικό S&P
500 την 20/12 να σημειώνει άνοδο 28,5%, στην Ευρώπη ο γερμανικός DAX με άνοδο 26,15%, στην
Ιαπωνία ο Nikkei 225 με
άνοδο 19,02% και στην Κίνα ο SSEC
με άνοδο 20,49%.
Σύμφωνα με αναλυτές της Blackrock, ιστορικά οι αγορές
μετοχών τείνουν να υπεραποδίδουν στις τελευταίες φάσεις του οικονομικού κύκλου.
Το γενικότερο επενδυτικό κλίμα και οι νέες τοποθετήσεις σε μετοχές δεν
χαρακτηρίζονται από μεγάλη ευφορία ενώ έχει καταγραφεί το 2019 αποκόμιση
ρευστότητας από τις διεθνείς αγορές μετοχών σύμφωνα με τις EPFR και IC. Το 2020 η παγκόσμια οικονομία βρίσκεται στα τελευταία στάδια του
οικονομικού κύκλου, σε ένα χαμηλό καθεστώς επιτοκίων και αποδόσεων ομολόγων που
συνηγορεί σε τοποθετήσεις μετοχών ως τον πιο ελκυστικό προορισμό βάσει σχέσης
κινδύνου-απόδοσης. Το overweight σε μετοχές βασίζεται κυρίως στο ότι η αποφυγή ύφεσης την
διετία 2020-2021 ενδεχομένως δεν έχει αποτυπωθεί πλήρως στις τιμές των μετοχών.
Εταιρίες με ποιότητα των ισολογισμών, σταθερή κερδοφορία, χαμηλά επίπεδα
μόχλευσης και μερισματική απόδοση (value stocks) αναμένεται να κερδίσουν το ενδιαφέρον των επενδυτών σε
σχέση με εταιρίες με προοπτικές ανάπτυξης που όμως δεν διαθέτουν τα παραπάνω
στοιχεία (growth) καθώς
θεωρούνται αμυντικές σε ένα περιβάλλον με πιθανότητα οικονομικής επιβράδυνσης
την επόμενη διετία.
Σε γεωγραφικό επίπεδο, οι μετοχές στις ΗΠΑ με το μεγαλύτερο
μέρος της κερδοφορίας τους στην εγχώρια οικονομία (69%) παρουσιάζονται πιο
αμυντικές σε σχέση με την Ευρώπη (47%) ιδιαίτερα
σε ένα περιβάλλον νέας όξυνσης στις διεθνείς εμπορικές διενέξεις. Η πολιτική αβεβαιότητα όμως ενόψει
εκλογών το 2020 τείνει να αναθεωρεί αρνητικά σε σχέση με το 2019 την έκθεση των
επενδυτικών οίκων σε μετοχές των ΗΠΑ μετά το 1ο εξάμηνο. To γεγονός
της στροφής σε πιο ασφαλείς κλάδους μετοχών ευνοεί και τις εταιρίες κοινής
ωφέλειας.
Η έκθεση στην Ευρώπη μετά την υπεραπόδοση
το 2019 αντιμετωπίζει προκλήσεις λόγω του χαμηλού ρυθμού ανάπτυξης και παρά την
ελκυστικότητα τους χάσματος μεταξύ μερισματικής απόδοσης και αποδόσεων των
ευρωπαϊκών ομολόγων. Στις ανεπτυγμένες οικονομίες των ΗΠΑ, Ευρώπης και Κίνας το
μεγαλύτερο όφελος από τις χαλαρές νομισματικές πολιτικές των τοπικών κεντρικών
τραπεζών φαίνεται να έχει προεξοφληθεί σε αντίθεση με τις προοπτικές νέων
παρεμβάσεων στις αναδυόμενες οικονομίες.
Αναγνωρίζονται συνεπώς πολλές επενδυτικές
ευκαιρίες στις αναδυόμενες αγορές όπου ο ελεγχόμενος πληθωρισμός βοηθάει για
νέες παρεμβάσεις από τις εγχώριες κεντρικές τράπεζες και αρχές. Στην περίπτωση μάλιστα
που οι εμπορικοί πόλεμοι συνεχιστούν χώρες εκτός Κίνας όπως Βιετνάμ, Μαλαισία,
Ταϋλάνδη, Ινδία και Φιλιππίνες ενδέχεται να ευνοηθούν και να αποτυπωθεί αυτό
στις σχετικές αγορές. Μεταξύ των αναδυομένων αγορών που θα ευνοηθούν από τους υψηλούς ρυθμούς
κερδοφορίας κοντά στο 12% το 2020 οι κινεζικές μετοχές
παρουσιάζονται εύλογα ευαίσθητες στην εμπορική διένεξη με τις ΗΠΑ ωστόσο θα
πρέπει να σημειωθεί ότι μόνο το 2% των πωλήσεων των κινεζικών εισηγμένων
σημειώνεται στη Β. Αμερική και το 86% εγχώρια σύμφωνα με στοιχεία της UBS. Οι κινεζικές μετοχές
ευνοούνται επίσης από τις δυνητικές θετικές παρεμβάσεις των κινεζικών αρχών
αλλά και από την τάση που υπάρχει παγκόσμια οι κινεζικές μετοχές να λαμβάνουν
μεγαλύτερη στάθμιση στους διεθνείς δείκτες καθώς διογκώνονται οι
κεφαλαιοποιήσεις. Οι κινεζικές μετοχές παρόλα τα υψηλά επίπεδα μεταβλητότητας
και το αυξημένο αριθμό πτωχευμένων εταιριών το 2019 προσφέρουν μεγάλα οφέλη
διασποράς και διαφοροποίησης χαρτοφυλακίου με σημαντικό στοιχείο την σωστή επιλογή
τίτλων.
Η Ιαπωνία για τους αναλυτές της Morgan Stanley στην
ετήσια στρατηγική της αποτελεί μια αγορά η οποία έχει υποτιμηθεί σχετικά με την
προοπτική συνέχισης αντιστροφής του οικονομικού κλιματος και παρά την αδυναμία
υψηλών δεικτών ανάπτυξης με προοπτική αποδόσεων 9% για τον Topix. Σε κλαδικό επίπεδο, στην Ιαπωνία
ο κλάδος των επενδύσεων σε εταιρίες ακινήτων αναμένεται από πολλούς
επενδυτικούς οίκους όπως η UBS ως καλύτερα τοποθετημένος για μια συνεχιζόμενη κατάσταση
χαμηλών επιτοκίων. Η ίδια εταιρία στην Ασία εντοπίζει ότι οι μερισματικές
αποδόσεις βρίσκονται πάνω από τον ιστορικό μέσο τους.
Ακόμα και με ενδιάμεση εμπορική
συμφωνία μεταξύ ΗΠΑ-Κίνας, η αβεβαιότητα θα συνεχίσει να βαρύνει το
επιχειρηματικό κλίμα. Μη εξαγωγικές εταιρίες αποτελούν φυσικό αντιστάθμισμα σε
φάσεις εμπορικών πολέμων ιδιαίτερα στις ισχυρές οικονομίες με κυβερνήσεις και
βούληση να παρέμβουν για την στήριξη της ανάπτυξης όπως οι ΗΠΑ και η Κίνα και
λιγότερο η Ευρωζώνη λόγω της πιο σύνθετης δομής αποφάσεων.
Οι κλάδοι καταναλωτικών προϊόντων
προτιμώνται ως πιο αμυντικοί λόγω της αναμενόμενης συνέχισης της βελτίωσης στην
αγορά εργασίας και τις αμοιβές με πρωταγωνιστή τον κλάδο αγαθών πολυτελείας-μη
βασικής κατανάλωσης στις ΗΠΑ. Παρουσιάζονται δε πιο ευνοϊκοί καθώς έχουν τη
δυνατότητα να μετακυλήσουν δασμούς με ελάχιστη επίδραση από τις διεθνείς
γεωπολιτικές εξελίξεις. Οι κλάδοι προϊόντων διαρκών αγαθών, ρουχισμού,
αυτοκινήτων, διασκέδασης παρουσιάζονται πιο ευνοϊκοί σε σχέση με τους κλάδους
πρώτων υλών και τεχνολογίας.
Επίσης θετικές είναι οι προβλέψεις
για τον κλάδο υγείας των ΗΠΑ και τα προϊόντα τεχνολογίας (Blackrock).
Ο εξαγωγικός καταναλωτικός κλάδος
της Ευρώπης στις αναδυόμενες αγορές αναμένεται να ευνοηθεί από την οικονομική
ανέλιξη της μεσαίας τάξης στις αναδυόμενες αγορές παρά την αβεβαιότητα για το
διεθνές εμπόριο.
Στην Ασία οι κινεζικές εταιρίες
του διαδικτυακού κλάδου και η 5G τεχνολογία αναμένεται να ευνοηθούν από τον εκσυγχρονισμό των
δικτύων. Ως οι λιγότερο ευνοϊκοί κλάδοι παρουσιάζονται της πληροφορικής και
πρώτων υλών καθώς θεωρούνται εκτεθειμένες στις δυσμενείς μεταβολές στα
επιχειρηματική εμπιστοσύνη.
Εφόσον ενταθούν οι εμπορικές
διενέξεις οι εταιρίες κατασκευής υποδομών στις αναδυόμενες αγορές πλην Κίνας
λογικά θα αποδώσουν σε μια τάση εξόδου τις βιομηχανίας από την Κίνα στις
περιφερειακές χώρες. Ενδεχόμενες προσωρινές διενέξεις όμως θα μπορούσαν να
δώσουν επενδυτικές ευκαιρίες σε ένα περιβάλλον επενδυτών ευαίσθητων για
ρευστοποιήσεις στα διορθωτικά κύματα του 2020.
Ο κλάδος των επεξεργαστών μετά
από μια έντονα ανοδική κίνηση από το 2016 ευνοήθηκε από τις νέες τεχνολογίες
μαζικής αποθήκευσης και κινητής τηλεφωνίας ενθαρρύνοντας τους παραγωγούς για
αυξήσεις στην παραγωγή και σε νέες επενδύσεις, όμως το 2018 αντιμετώπισε κρίση
λόγω της διένεξης ΗΠΑ-Κίνας. Σύμφωνα με αναλυτές (Barclays) τα χειρότερα για τον κλάδο
βρίσκονται πίσω και το ενδεχόμενο καλύτερων τιμών το 2020 είναι πιθανό, ωστόσο
οι επενδυτές θα πρέπει να προσέξουν το γεγονός ότι οι αποτιμήσεις ήδη
βρίσκονται σε επίπεδα προς της κρίσης και ενδεχομένως έχουν προεξοφλήσει σε
μεγάλο βαθμό την ανάπτυξη της σχετικής τεχνολογίας. Από τους growth κλαδους
λιγότερο ευάλωτος στους εμπορικούς πολέμους παρουσιάζεται ο κλάδος πληροφορικής (Barclays) και κυρίως προϊόντων
προγραμματισμού προς τις επιχειρήσεις υπηρεσιών που επιδιώκουν μεγαλύτερη
αποδοτικότητα και αναζητούν εκσυχρονισμό και αναβαθμίσεις στο λογισμικό (cloud κτλ.).
Παρά το γεγονός ότι ο κλάδος υπηρεσιών πληροφορικής-προγραμματισμού με
πρωταγωνιστές τις μετοχές FANG
(Facebook, Apple, Netflix, Google-Alphabet) έχει σημειώσει αύξηση στις
αποτιμήσεις, παρουσιάζεται ευνοϊκότερος των επεξεργαστών-ημιαγωγών-hardware που
είναι πιο ευαίσθητοι στις αρνητικές εξελίξεις (ΑΕΠ, εμπορικοί πόλεμοι).
Ο ίδιος οίκος προβλέπει ο κλάδος
των εταιριών εξόρυξης και παραγωγής πετρελαίου όπως υποαπέδωσε στο ράλι των
μετοχών και της τιμής του αργού πετρελαίου το 2019, αναμένεται ομοίως το 2020 με τον σχετικό κλάδο να σημειώσει
μείωση στα κέρδη ανά μετοχή και να μην προτιμάται ως κύρια επενδυτική επιλογή.
Ιδιαίτερα σε μια προεκλογική περίοδο στις ΗΠΑ το 2020 όπου αναμένεται να
προβληθεί η αλλαγή κλίματος και η υπερθέρμανση του πλανήτη με προτάσεις για
σχέδια εναλλακτικής ενέργειας όπως και λόγω της προσπάθειας ελέγχου της τιμής
του πετρελαίου από τις χώρες του OPEC και των συνεργατών με μειωμένη
προσφορά αναμένεται να συντελέσει περισσότερο στην υποαπόδοση της τιμής των
μετοχών των εταιριών έναντι της τιμής του πετρελαίου ευνοώντας και σχετικές
στρατηγικές στην αγορά παραγώγων.
Ο κλάδος των τηλεπικοινωνιών παρά
την μερική ανάκαμψη στην κερδοφορία το 2019 δείχνει ευάλωτος για βελτίωση των
μεγεθών το 2020 με αποτέλεσμα να παρουσιάζεται ουδέτερος στις επενδυτικές
επιλογές πολλών επενδυτικών οίκων (UBS).
Τίτλοι σταθερού
εισοδήματος
Οι αποδόσεις των τίτλων σταθερού
εισοδήματος διολίσθησαν απότομα το 2019 ενώ χαρακτηριστικό της κατάστασης
σύμφωνα με την UBS είναι το γεγονός ότι στο τέλος του έτους η προσφορά τίτλων
με αρνητική απόδοση ανέρχεται παγκόσμια σε 12 τρισ. δολάρια. Η προσδοκία είναι
ότι δεν υπάρχει χώρος για πολύ χαμηλότερα επίπεδα αποδόσεων το 2020 αλλά δεν
προβλέπεται από τους αναλυτές (UBS)
κάποια αντίθετη μεγάλη άνοδος ωθώντας τους επενδυτές σε πιο επικίνδυνα
εργαλεία. Από την άλλη, παρατηρείται ότι πολλοί εκδότες υψηλού ρίσκου
παρουσιάζουν σημάδια χειροτέρευσης στην πιστοληπτική ικανότητα. Η επιλογή των
επενδυτών που βελτιστοποιεί τη συνθήκη ρίσκου-απόδοσης εντοπίζεται μεταξύ των
πολύ «ασφαλών» και πολύ «επικίνδυνων» εκδοτών (μεσαία διαβάθμιση).
Παρόλη την επιθυμία για συγχρονισμένες
στηρικτικές νομισματικές πολιτικές των κεντρικών τραπεζών η παγκόσμια αγορά
ομολόγων αναμένεται να σημειώσει διαφοροποιήσεις το 2020. Προσδοκία των
αναλυτών (Morgan Stanley)
είναι ότι τα κρατικά ομόλογα των ΗΠΑ και της Ιαπωνίας θα υπεραποδόσουν τελικά των
αντίστοιχων βρετανικών και γερμανικών
ομολόγων με αστερίσκο την μεταβλητότητα κατά την προεκλογική περίοδο στις ΗΠΑ.
Στις ΗΠΑ, παρά το τελευταίο ράλι ,
τα κρατικά ομόλογα της χώρας προσφέρουν αντιστάθμιση στην μετοχική αγορά λόγω
αρνητικής συσχέτισης. Η αναμονή των επενδυτών για μια πιο απότομη καμπύλη
αποδόσεων λόγω διατηρήσιμης ανάπτυξης στις ΗΠΑ, για ανοχή επίσης της Fed σε
υψηλότερα επίπεδα πληθωρισμού αλλά και η προοπτική για αγορές τίτλων κοντινής
διάρκειας από την κεντρική τράπεζα των ΗΠΑ, αναμένονται να ευνοήσουν τα treasuries με
λήξεις-διάρκεια μεταξύ 2-5 ετών και τίτλων με προστασία από τον πληθωρισμό. Τα
ομόλογα των αμερικανικών περιφερειών παρουσιάζονται ελκυστικά λόγω της πτώσης
των αποδόσεων, των φορολογικών απαλλαγών τους στις ΗΠΑ και της δυναμικής
προσφοράς-ζήτησης καθώς αναμένεται οι νέες εκδόσεις να είναι λιγότερες από τις
ανακλήσεις-λήξεις (Morgan Stanley)
με μόνο προβληματισμό ότι μια μεγαλύτερη του αναμενόμενου οικονομική
επιβράδυνση θα μπορούσε να ρίξει ακόμα πιο χαμηλά τις αποδόσεις των χωρίς
κίνδυνο ομολόγων αλλά και να αυξήσει τα spread σε σχέση με τα υπό συζήτηση ομόλογα.
Στην Ευρώπη τα χαμηλά επιτόκια
και το αυξημένο πολιτικό ρίσκο μαζί με την προοπτική για χαλαρή νομισματική
πολιτική της ΕΚΤ σε συνδυασμό και με τις απαισιόδοξες προβλέψεις ανάπτυξης
ευνοούν τα κρατικά ομόλογα της ευρωπαϊκής περιφέρειας ενώ το 2020 αναμένεται
πτώση στη μεταβλητότητα των αποδόσεων που ευνοεί τα εταιρικά ομόλογα υψηλού
ρίσκου και λόγω αναμενόμενων θετικών ροών κεφαλαίων και ειδικά του ευρωπαϊκού
τραπεζικού κλάδου ο οποίος έχει σημειώσει σημαντική βελτίωση στους ισολογισμούς
(Blackrock).
Στις αναδυόμενες αγορές αρκετοί επενδυτικοί οίκοι όπως η UBS εντοπίζουν
ότι τα κρατικά ομόλογα με εκδόσεις σε αμερικανικό δολάριο προσφέρουν αποδόσεις
περίπου 5% (EMBIGD Index)
και αποτελούν καλό εργαλείο στην διαφοροποίηση χαρτοφυλακίων σε μια ομάδα
οικονομιών όπου οι ρυθμοί ανάπτυξης εξακολουθούν να είναι υψηλότεροι των
ανεπτυγμένων αγορών. Έναν ελκυστικό προορισμό ως εναλλακτική των υψηλού
κινδύνου-απόδοσης ομολόγων (high yield)
εντοπίζουν οι αναλυτές στις εταιρίες που αναμένεται να επωφεληθούν από τους
μετασχηματισμούς στη νομοθεσία για το περιβάλλον και την κοινωνική εταιρική
διακυβέρνηση (ESG).
Νομίσματα και συναλλαγματικές ισοτιμίες
Η κύρια προσδοκία είναι ότι το
δολάριο ΗΠΑ θα υποτιμηθεί εντός του 2020. Το ασφαλές νόμισμα με υψηλές
αποδόσεις είχε στηριχθεί τα προηγούμενα χρόνια από υψηλότερα επιτόκια, αποφυγή
ρίσκου και φόβων για το διεθνές εμπόριο όπως επίσης και από την τάση για
επαναπατρισμό κερδών των εταιριών των ΗΠΑ (βλ. Αpple) που σε συνδυασμό με τους υψηλούς
δείκτες παγκόσμιας ανάπτυξης ευνόησαν την οικονομία των ΗΠΑ. Η παγκόσμια
επιβράδυνση και το γεγονός ότι με την οικονομία των ΗΠΑ στην τελευταία φάση του
οικονομικού κύκλου σε συνδυασμό με την πολιτική αβεβαιότητα λόγω εκλογών και
την συνεχόμενη αρνητική επίδραση από την επιβολή δασμών αυξάνουν την πιθανότητα
προς ένα πιο αδύναμο δολάριο (UBS)
το 2020.
Αντίστροφα το ευρώ , με τις
προβλέψεις για ένα ομαλό Brexit και μια μερική ανάκαμψη στις ευρωπαϊκές οικονομίες ,
αναμένεται να σημειώσει περιορισμένες αλλά θετικές επιδόσεις.
Η τάση προς αποφυγή ρίσκου το
2020 ευνοεί το ιαπωνικό Γεν και το
ελβετικό φράγκο ως καταφύγια ασφαλείας, ωστόσο το καθεστώς χαμηλών επιπέδων
πληθωρισμού παγκόσμια δεν ευνοεί τα νομίσματα με χαμηλές αποδόσεις. Ευνοημένα
αναμένονται τα νομίσματα σε χώρες των αναδυομένων αγορών με ελεγχόμενα επίπεδα
πληθωρισμού, προοπτικές ανάπτυξης, παραγωγικότητας και κυβερνητικών αναπτυξιακών
πολιτικών, όπως η Ινδία ενώ στην Λατινική Αμερική το νόμισμα της Βραζιλίας αναμένεται
να προσφέρει αποδόσεις το 1ο εξάμηνο του 2020 λόγω ανάκαμψης της
οικονομίας, λογικών αποτιμήσεων και πρωτίστως βούλησης για μεταρρυθμίσεις από
την κυβέρνηση.
Κυκλικά νομίσματα όπως το
αυστραλιανό δολάριο , η νορβηγική και η σουηδική κορώνα αναμένονται να
σημειώσουν κέρδη το 1ο εξάμηνο του 2020 με μερική αντιστροφή το 2ο
εξάμηνο. Η βρετανική λίρα αναμένεται να κινηθεί ανοδικά το 1ο
τρίμηνο του 2020 καθώς διαφαίνεται σταθεροποίηση στο πολιτικό σκηνικό μετά τις
τελευταίες εκλογές και πιο πιθανό σενάριο ένα ομαλό Brexit.
Εμπορεύματα
Πρωταγωνιστές της χρονιάς, ο
χρυσός και το αργό πετρέλαιο σημείωσαν το 2019 αποδόσεις περίπου 12,5 % και 35%
αντίστοιχα. Οι τοποθετήσεις στις αρχές της χρονιάς ξεκίνησαν ως πρόταση για
αντιστάθμισμα στο ενδεχόμενο διορθωτικής κίνησης στις αγορές μετοχών. Η τιμή
όμως του αργού πετρελαίου και των παραγώγων του ευνοήθηκε τελικά τόσο λόγω του
αυξημένου γεωπολιτικού ρίσκου στην Μ. Ανατολή (Ιράν) όσο και της πολιτικής
σύσφιξης της προσφοράς πετρελαίου από τις μεγάλες πετρελαιοπαραγωγούς χώρες.
Για το 2020 προβλέπεται αύξηση
στην τιμή του χρυσού (χαμηλότερος ρυθμό) λόγω χαμηλών αποδόσεων των διεθνών
ομολόγων και των προβλέψεων για αδύναμη ανάπτυξη που μειώνουν το κόστος
ευκαιρίας διακράτησής χρυσού ενώ η πολιτική αβεβαιότητα στις ΗΠΑ και οι
ενδεχόμενες φάσεις πολιτικής έντασης διεθνώς θα μπορούσαν να προσελκύσουν νέες
θέσεις.
Οι ανησυχίες για την παγκόσμια
ανάπτυξη δεν ευνοούν τα εμπορεύματα που συνδέονται με τον οικονομικό κύκλο. Ύφεση
στην βιομηχανική και επενδυτική δραστηριότητα αναμένεται να οδηγήσει σε
πλεονάζουσα προσφορά τόσο στα βιομηχανικά μέταλλα όσο και στο πετρέλαιο και τα
παράγωγά του. Στο πετρέλαιο ωστόσο υπάρχει συντονισμένος μηχανισμός από τον OPEC και
τους συνεργάτες του για τον έλεγχο της προσφοράς με πρόθεση για παρέμβαση ,
ειδικά εφόσον η τιμή του αργού διολισθήσει στην περιοχή γύρω στα $52/βαρέλι (WTI). Στα βιομηχανικά μέταλλα
οι πρωταγωνιστές αλουμίνιο και χαλκός αναμένεται να κεντρίσουν το ενδιαφέρον
των επενδυτών σε ενδεχόμενες διορθωτικές κινήσεις , όμως στο ενδεχόμενο θετικής έκπληξης στο
ζήτημα της παγκόσμιας ανάπτυξης ενδέχεται να υποαποδόσουν έναντι των τιμών στα
πετρελαιοειδή.