Ακούμε τελευταία τους φίλους της ΔΗΜΑΡ να δικαιολογούν το ταξίδι τους προς το ΣΥΡΙΖΑ, με την πρόφαση της δημιουργίας δήθεν «προοδευτικής κυβέρνησης». Ανεξάρτητα από το ξύλινο της διατύπωσης «προοδευτική κυβέρνηση», που θυμίζει ΚΚΕ (άλλωστε το ΚΚΕ παραμένει το συλλογικό μας υπερεγώ), τίθεται το ερώτημα:
Είναι προοδευτική επιλογή ο ΣΥΡΙΖΑ;
Για να απαντήσουμε στο ερώτημα, πρέπει να δούμε ποιες είναι οι κοινωνικές αναφορές του ΣΥΡΙΖΑ. Αλλά και το αντίστροφο: Ποιες είναι οι κοινωνικές κατηγορίες, που αποβλέπουν στο ΣΥΡΙΖΑ και γιατί.
Οι έρευνες που πραγματοποιήθηκαν μετά τις πρόσφατες ευρωεκλογές, ήταν ιδιαίτερα αποκαλυπτικές. Διότι, μεταξύ των άλλων, ανέδειξαν και την πραγματική κοινωνική αντιστοίχιση των κομμάτων, με βάση τους ψηφοφόρους τους. Εκείνο λοιπόν που διαπιστώθηκε, είναι το εξής: Ότι τα μέλη της δημοσιοϋπαλληλικής γραφειοκρατίας, ψήφισαν μαζικά ΣΥΡΙΖΑ, με ποσοστά μάλιστα αυτοδυναμίας.
Από την πλευρά του ΣΥΡΙΖΑ πάλι, το διαχρονικό «επαναστατικό» του σύνθημα (όπως και της λαϊκής δεξιάς, χωρίς μάλιστα μεταξύ τους διάκριση), είναι ένα και μόνο: «Να μην αλλάξει τίποτε». Και φαίνεται πως η επιδίωξη του ΣΥΡΙΖΑ «να μην αλλάξει τίποτε», δεν είναι καθόλου τυχαία. Αντίθετα, βρίσκεται σε απόλυτη αιτιακή σχέση με την κοινωνική του βάση. Δηλαδή την δημοσιοϋπαλληλική γραφειοκρατία.
Τα πράγματα έχουν εξηγηθεί από παλιά: Η δημοσιοϋπαλληλική γραφειοκρατία, οφείλει την προνομιακή σίτισή της, στις κατεστημένες κοινωνικές συνθήκες. Τυχόν λοιπόν ανατροπή αυτών των συνθηκών ή ακόμη και μεταρρύθμιση, θα έθετε σε κίνδυνο την προνομιακή θέση της. Άρα – η δημοσιοϋπαλληλική γραφειοκρατία πάντοτε – έχει κάθε συμφέρον να αναχθεί σε στυλοβάτη του καθεστώτος εκείνου, από το οποίο πηγάζει η ιδιαίτερη κοινωνική της ύπαρξη. Με άλλα λόγια, για την δημοσιοϋπαλληλική γραφειοκρατία, «…η διατήρηση του καθεστώτος… είναι ζήτημα καθημερινού ψωμιού». Αυτά τουλάχιστον αποφάνθηκε και ο Μαρξ, εδώ και 150 χρόνια.
Ο συντηρητισμός δηλαδή της δημοσιοϋπαλληλικής γραφειοκρατίας, εξηγείται «μαρξιστικότατα»: Οι υλικές συνθήκες ύπαρξής της, διαμορφώνουν και τη συνείδησή της.
Επειδή λοιπόν η συντήρηση του καθεστώτος είναι το ψωμί τους, η «τεχνητή κάστα» – πάλι κατά τον Μαρξ – των δημοσίων υπαλλήλων, συμπεριφέρεται ως «…φρικιαστικό παρασιτικό σώμα, που τυλίγεται σα δίχτυ στο σώμα της …..κοινωνίας και φράζει όλους τους πόρους της».
Έτσι, δεν είναι καθόλου τυχαίο ότι η μεγάλη μάχη για να μην αλλάξει τίποτε στη χώρα, προήλθε από τους σιτιζόμενους στο δημόσιο. Από τους διορισμένους δηλαδή «πελάτες», οι οποίοι, αφού αυτονομήθηκαν από την πολιτική πατρωνία που τους διόριζε, οργανωμένοι σε ομάδες συμφερόντων, τράπηκαν σε ανεξέλεγκτη εξουσία επί της κοινωνίας. Είναι αυτό που κάνει τον Ιορδάνογλου να αναρωτιέται: «Ποιος έχει αλώσει ποιόν, τα κόμματα τις ομάδες συμφερόντων ή οι ομάδες συμφερόντων τα κόμματα»; («Κράτος και ομάδες συμφερόντων», εκδόσεις Πόλις).
Και ο ΣΥΡΙΖΑ με τους συνοδοιπόρους του, υιοθετώντας αυτήν την ακραία συντηρητική επιλογή – «πολιτική αρχαιολογία» θα τη λέγαμε – που παγώνει τη χώρα στο παρελθόν της και «φράζει όλους τους πόρους της», αλλάζει με τη σειρά του τις σημασίες των λέξεων και την ονομάζει «προοδευτική πολιτική», «προοδευτική κυβέρνηση» κ.ο.κ.
Θυμίζει με τον τρόπο αυτό, ένα από τα χαρακτηριστικά που δίνει ο Όργουελ στη «Νέα Ομιλία». Ότι δηλαδή «…ο σκοπός ορισμένων λέξεων της Νέας Ομιλίας…ήταν όχι τόσο να εκφράσει έννοιες, όσο να τις καταστρέψει».
Φίλοι της ΔΗΜΑΡ. Αποχαιρετώντας όσους ταξιδεύουν προς το ΣΥΡΙΖΑ, ένα μόνο σας ζητάμε. Να αφήσετε ήσυχη τη γλώσσα μας.
Να μη μας παρουσιάζετε δηλαδή και σεις με τη σειρά σας, την επιστροφή της χώρας στον εφιάλτη του παρελθόντος που υπόσχεται ο ΣΥΡΙΖΑ, ως «προοδευτική πολιτική».