Αν το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο είναι ή δεν είναι εμπόδιο στην κατάληξη σε μια συμφωνία μεταξύ Ελλάδας και δανειστών, είναι μια συζήτηση που ίσως θα είχε κάποιο ενδιαφέρον αλλά στερείται πρακτικού αντικρίσματος σήμερα. Κάποτε, το ΔΝΤ θα απεμπλακεί. Προς το παρόν, ωστόσο, έχει εμπλακεί και στο προβλεπτό μέλλον θα συνεχίσει να εμπλέκεται στον δανεισμό της χώρας μας και στο πρόγραμμα που συνοδεύει αυτόν το δανεισμό.
Σε πρώτη ανάγνωση, δύο οι λόγοι: (α) Ο κύριος είναι ότι αρκετές ευρωπαϊκές χώρες θεωρούν την εμπλοκή του ΔΝΤ εγγύηση για την υλοποίηση του προγράμματος. Αν φύγει, τα κοινοβούλιά τους δεν θα συναινέσουν να συνεχίσουν να συμμετέχουν στον δανεισμό μας. (β) Ο δεύτερος είναι ότι ισχυρές ευρωπαϊκές χώρες, που επί 10ετίες πληρώνουν εισφορές στο ΔΝΤ υπέρ τρίτων φτωχότερων, θεωρούν ως αυτονόητη υποχρέωση τη συμμετοχή του ΔΝΤ στη διάσωση ευρωπαϊκών χωρών με πρόβλημα.
Η συζήτηση περί απομάκρυνσης του ΔΝΤ στερείται αντικρίσματος επειδή, επίσης, ουδείς φαίνεται να την εννοεί. Αν θέλουμε να φύγει το ΔΝΤ, ο τρόπος είναι ένας, γνωστός και σαφής: Στέλνουμε μια επιστολή στο ΔΝΤ με την οποία του κοινοποιούμε ότι δεν θέλουμε πλέον τις υπηρεσίες του, επισυνάπτουμε μια επιταγή με τα λεφτά που μας έχει δανείσει και (αυτό ήταν!) το ΔΝΤ αποσύρεται αυθωρεί και παραχρήμα. Δεν θα τη στείλουμε. Οχι μόνο διότι δεν υπάρχουν τα λεφτά, αλλά κυρίως διότι οι δανειστές μας θέλουν το ΔΝΤ εδώ. Η αλήθεια είναι ότι το ΔΝΤ χρησιμοποιείται ένθεν κακείθεν σε ένα ιδιότυπο κρυφτούλι. Οι μεν νίπτουν τας χείρας τους, επικαλούμενοι την αυστηρότητα του ΔΝΤ. Οι δε επικαλούνται ότι επιβεβαιώνουν την πειστικότητά τους στα (έως virtual…) επεισόδια της «πολιτικής διαπραγμάτευσης» με Ευρωπαίους ηγέτες, ότι δήθεν τους πείθουν κι ότι όλα θα πήγαιναν κατ’ ευχήν αν δεν υπήρχε το «αδιάλλακτο» ΔΝΤ. Η αλήθεια είναι αυτή που επανελήφθη προχθές στη Ρίγα: Για να κλείσει οποιαδήποτε συμφωνία, προαπαιτείται η έγκριση από τους τρεις θεσμούς, Ε.Ε.-ΕΚΤ-ΔΝΤ, την τρόικα. Ανευ αυτής, ουδέν. Το κρυφτούλι μπορεί να το παίζουν από κοινού κι οι δύο πλευρές, εμείς και οι δανειστές, αλλά το πρόβλημα είναι δικό μας. Ο χρόνος δουλεύει αποκλειστικά σε βάρος μας. Κι αυτό έχει τουλάχιστον δύο διαστάσεις.
(α) Η πρώτη είναι εμφανής. Αντί να ξεκινήσει η διαπραγμάτευση αμέσως μετά τις εκλογές με συγκεκριμένο τρόπο, με νούμερα και με προτάσεις πολιτικής, αντί δηλαδή να ξεκινήσει τότε που ακόμη υπήρχαν λεφτά στα ταμεία για τέσσερις μήνες περίπου, επιλέχτηκε αυτός ο πολύτιμος χρόνος να κατασπαταληθεί. Αντί για μια σκληρή διαπραγμάτευση, ουδεμία πρόταση διατυπώθηκε, με την κρυφή (κι ανόητη) σκέψη ότι ροκανίζοντας τον χρόνο θα φτάσουμε στο χείλος της χρεοκοπίας και τότε η Ευρώπη και το ΔΝΤ πανικόβλητοι θα παρακαλούν να μας διασώσουν για να μην καταστραφεί ο κόσμος. Ροκανίζοντας τον χρόνο, φτάσαμε σε πραγματική διαπραγμάτευση μόνο όταν βρεθήκαμε με την πλάτη στον τοίχο – με άδεια ταμεία…
(β) Η δεύτερη, που τείνει να γίνει εμφανέστερη, είναι η ύφεση, η καταστροφή θέσεων εργασίας και οι συνέπειές της. Η εξασθένηση των δημοσίων οικονομικών διευρύνει το δημοσιονομικό κενό και αυξάνει τα μέτρα που πρέπει να ληφθούν για να κλείσει η ψαλίδα. Η μη πληρωμή των υποχρεώσεων του Δημοσίου σε μια οικονομία παραδοσιακά κρατικοδίαιτη, συνεπάγεται μειώσεις και πολύμηνες καθυστερήσεις στους μισθούς του ιδιωτικού τομέα, μείωση θέσεων εργασίας, διεύρυνση της λιτότητας και των (μεγάλων) ανισοτήτων. Η ύφεση συνεχίζεται, ενώ η λαϊκή εντολή ήταν να αναστραφεί, η αβεβαιότητα παρατείνεται ενώ η λαϊκή εντολή ήταν να αρθεί ώστε να δημιουργηθεί πεδίο επενδύσεων και ανάπτυξης. Φοβούμαι ότι, αν δεν αλλάξουμε βηματισμό, αυτή η τάση θα ενισχυθεί. Γιατί, προφανώς μία πρώτη συμφωνία με τους δανειστές θα υπογραφεί τις επόμενες ημέρες, καθώς ούτε το πολιτικό σύστημα συνολικά ούτε η εξαντλημένη, που απεχθάνεται τις ανατροπές και είναι απολύτως απροετοίμαστη κοινωνία μας, αντέχουν την οδύνη του ενδεχομένου μη συμφωνίας. Η μεγάλη αβεβαιότητα, ωστόσο, σχετικά με τη θέση της χώρας μας στην Ευρωζώνη, δεν θα αρθεί αν δεν υπάρξει μια συνολική συμφωνία που θα περιλαμβάνει από την ασφαλιστική μεταρρύθμιση έως την ελάφρυνση του δημοσίου χρέους. Μια τέτοια συμφωνία αναμένεται περί το φθινόπωρο – με ορόσημο τη διεξαγωγή εκλογών στην Πορτογαλία (Οκτώβριο) και, κυρίως, στην Ισπανία (Νοέμβριο). Αν τόσο αργόσυρτα εξελιχθούν τα πράγματα, η αβεβαιότητα για την ευρωπαϊκή θέση της χώρας θα αρθεί με μεγάλη καθυστέρηση. Κι έτσι, πρακτικά, θα χαθεί ολόκληρο το 2015 για τις επενδύσεις, την καταπολέμηση της ανεργίας, την υπόθεση της ανάπτυξης. Για να επιβεβαιωθεί ότι η Ελλάδα παραμένει η χώρα που εύκολα χάνει τη μία ευκαιρία μετά την άλλη. Κι αυτό δεν αλλάζει με την εναλλαγή των κυβερνήσεων…