Οι περισσότεροι Ρηγάδες που γνωρίσαμε, είχαν μία κρίσιμη διαφορά απ’ όλους μας: Όταν οι άλλοι, Κνίτες, Μαοϊκοί, αντιεξουσιαστές ή αυτόνομοι – έτοιμοι να φιμώσουμε με τη βία όλες τις αντίθετες απόψεις – εκφράζαμε με βαρβαρισμούς την πίστη μας σε βεβαιότητες, οι Ρηγάδες διατύπωναν ερωτήματα.
Που πάει να πει πως αυτοί δημιουργούσαν πολιτική και όχι εμείς. Διότι, όπως πολύ αργά καταλάβαμε (κάποιοι δεν το κατάλαβαν ποτέ), η πολιτική δεν παράγεται από την πίστη, αλλά από την γνώμη, τη «δόξα» – «έδοξε τη βουλή…». Και βεβαίως, από τον αναστοχασμό, στον οποίο οδηγεί η αίσθηση της ατομικής ευθύνης ή – με άλλη διατύπωση – της ηθικής της ευθύνης.
Και ήταν φυσικό να συμβεί αυτό με τους Ρηγάδες. Διότι ο Ρήγας ήταν η νεολαία ενός κόμματος που δεν προήλθε από την τερατογένεση της στοίχισης των μελών του με κάποια παρούσα ή μελλοντική βεβαιότητα, αλλά από το ακριβώς αντίθετο: Τη ρήξη με βεβαιότητες. Έστω «κουτσά – στραβά», έστω ρηχά, έστω ανολοκλήρωτα.
Άλλωστε, δεν έχει σημασία το αρχικό «βάθος» της όποιας αμφισβήτησης. Αφού, αρκεί να αρχίσουν οι ερωτήσεις, για να καταρρεύσουν οι βεβαιότητες και να «πάει περίπατο» η κάθε πίστη. Και οι Ρηγάδες επέβαλαν τις ερωτήσεις σε ένα μετασταλινικό πολιτικό ρεύμα, όπου αυτές ήταν απαγορευμένες. Οι οποίες όμως, από τη στιγμή που τέθηκαν, δεν τέλειωναν.
Έτσι οι Ρηγάδες δεν ήταν τα «οργισμένα παιδιά», που μόλις πέρναγε η οργή παλινδρομούσαν στην ασφάλεια της γονεϊκής θαλπωρής, αλλά προϊόντα και υποκείμενα της πραγματικής αποκαθήλωσης των φαντασμάτων. Ειδικά εκείνων που έλεγαν, πως μία είναι η αλήθεια και ένας ο κάτοχός της, το Κόμμα. Γι’ αυτό και αρνήθηκαν ρητά όλες τις πρακτικές εκφάνσεις της πολιτικής θεολογίας του σταλινισμού. Από τα Γκουλάκ, μέχρι την εργαλειακή εκμετάλλευση των θεσμών.
Και αυτά, όχι εν ονόματι κάποιας ποιητικής εκδοχής «αμεσοδημοκρατίας», που βεβαίως γοητεύει, κλείνοντας όμως το μάτι στην τυραννία, αλλά εν ονόματι μιας αφόρητης πεζότητας: Των κατακτήσεων των δημοκρατικών κινημάτων της Δύσης και των θεσμών που αυτά δημιούργησαν.
Δεν είναι τυχαίο ότι ο μεγαλύτερος δημαγωγός που γνώρισε η γενιά μας, γι’ αυτήν ακριβώς την γενναία επιλογή, τους συκοφάντησε ως «αριστερά των σαλονιών»!
Αυτών των Ρηγάδων ήταν γραμματέας ο Σταύρος Τσακυράκης. Και έμεινε μέχρι τέλους «Ρηγάς». Τόσο απέναντι στη βία της χούντας, όσο και στην τυραννία όλων των δημαγωγών. Μέχρι σήμερα.
Γι’ αυτό, τώρα τον αποχαιρετά όλη η πολιτισμένη και δημοκρατική Ελλάδα.
ΥΓ Ο συντάκτης του σημειώματος, δεν ήταν Ρηγάς. Ανήκε στους «άλλους»!