Ο πρόεδρος της Βενεζουέλας Ούγκο Τσάβες πέθανε χτες βράδυ σε ηλικία 58 χρόνων. Ο καρκίνος αποδείχθηκε πιο ισχυρός από τη θέληση του ινδιάνου Προέδρου και των εκατομμυρίων υποστηρικτών του και στη Βενεζουέλα και σε πολλά άλλα μέρη του Κόσμου.
Ο Τσάβες πέθανε νέος αλλά, δεν μπορούμε ακόμη να πούμε αν πέθανε νωρίς.
Έχει ήδη εξασφαλίσει μια θέση περίοπτη στο πάνθεο των λαϊκών αγωνιστών της Λατινικής Αμερικής.
Ένα πάνθεον λαϊκών ηρώων, το οποίο σε πείσμα κάθε λογικής συνεχίζει να εμπλουτίζεται από προσωπικότητες που αναπαράγουν τα ιδανικά και τον λόγο των εθνικοαπελευθερωτικών κινημάτων του λεγόμενου Τρίτου Κόσμου.
Ένα πάνθεον λαϊκών ηρώων που αντιπαραθέτει ισχυρούς συμβολισμούς στις πολύπλοκες σύγχρονες συνθήκες και καλλιεργεί έναν ιδιότυπο λόγο, συχνά ισοπεδωτικό, μια ρομαντική και συνήθως απλοϊκή αφήγηση για το παρόν και το μέλλον των κοινωνιών που βγήκαν από την αποικιοκρατία αλλά, δεν απελευθερώθηκαν οικονομικά και πολιτικά.
Οι προφήτες της παγκόσμιας ανατροπής χωρίζονται σε δύο βασικές κατηγορίες. Σ? αυτούς που έζησαν και απέτυχαν, όπως ο Κάστρο ή ο Καντάφι και σ? αυτούς που έφυγαν νωρίς, αφήνοντας πίσω τους τη γοητεία του ατελούς με το άρωμα των καλών τους προθέσεων, όπως ο Τσε.
Ο Τσάβες δεν ανήκει σε καμμία από τις δύο κατηγορίες. Κυβέρνησε 13 χρόνια, κάποια από αυτά μόνο με διατάγματα, επιχείρησε πραξικοπήματα, φυλακίστηκε, υπέστη πραξικόπημα και έκανε αντιπραξικόπημα, λατρεύτηκε και μισήθηκε. Οργάνωσε δημοψηφίσματα για να κερδίσει σχεδόν απόλυτες εξουσίες, μετέτρεψε την πολιτική σε one man show και τον εαυτό του σε «πατερούλη» των συμπατριωτών του και των κατατρεγμένων επί της γης.
Ο Τσάβες ακολούθησε αναγκαστικά(;) την πολιτική του δρόμου και των μπαλκονιών. Στη Βενεζουέλα, στην πλούσια χώρα με τους φτωχούς πολίτες, έννοιες όπως, εθνικοποίηση και ισότητα ήχησαν ευχάριστα και ως ένα βαθμό απέδωσαν και πολλά από τα αναμενόμενα.
Ο Τσάβες, όσο περισσότερο ενοχλούσε τους «κακούς» τόσο πιο ψηλά σκαρφάλωνε στην εκτίμηση των συμπατριωτών του και όχι μόνο. Μπορεί τα πυρά του να ήταν συνήθως άσφαιρα και πολλοί σύντροφοί του αξιοθρήνητοι, όπως ο κουβανέζικος ιδρυματισμός, αλλά ο ίδιος κατάφερνε να χειρίζεται την επικοινωνία του με τον κόσμο του, συνέχιζε να εμπνέει και να δίνει ελπίδα. Ήταν κορυφαίος λαϊκιστής. Περιφρονούσε κάθε διαδικασία που διαμεσολαβούσε τη σχέση του με το λαό. Την ήθελε απευθείας, αδιαμεσολάβητη από θεσμούς. Έτσι, ξεπέρασε με συνοπτικές διαδικασίες το αίτημα για πραγματικές δημοκρατικές μεταρρυθμίσεις καλλιεργώντας τον φανατισμό και τη συνομωσιολογία.
Είχε όμως το χάρισμα να πείθει για τις προθέσεις του κι αυτό ήταν πολύ σημαντικό σε μία κοινωνία που είχε χαθεί μέσα στην κρατική διαφθορά και στην πολυεθνική εκμετάλλευση.
Ο Τσάβες δεν ήταν πρωτοπόρος. Το αντίθετο. Ανέτρεξε και ανέσυρε το θεμελιακό λάθος της Αριστεράς του ?30. Ότι δηλαδή, η ουτοπία «Δημοκρατία» δεν χτίζεται αλλά, επιβάλλεται με καλές προθέσεις, με ιστορικά δίκαια και από τα πάνω. Χωρίς θεσμούς, χωρίς κόπο και χωρίς συμβιβασμούς. Κι ότι στην επιβολή της ισότητας δεν υπάρχουν πολλοί ενδιάμεσοι, παρά μόνο δύο βασικοί παίκτες: Οι καλοί και οι κακοί, οι εν δικαίω και οι εν αδίκω.
Η Αριστερά το πλήρωσε εκείνο της το λάθος με τη δημιουργία κομματικών και κρατικών τεράτων, αλλά έτσι γεννήθηκε η σύγχρονη ευρωπαϊκή Αριστερά.
Ο Τσάβες όμως, δεν ήταν της ιδιοσυγκρασίας ούτε του Γκράμσι, ούτε του Βίλυ Μπράντ. Προτιμούσε, επέλεξε, ένα ποτ πουρί από Λένιν, Στάλιν, Μάο και Κάστρο. Ορμητικός, σίγουρος για την αλήθεια του, αποφασιστικός, θεατρικός, ευσυγκίνητος, άμεσος, πειστικός.
Ένας αυθεντικός εκφραστής της απλοϊκότητας, ο «πατέρας» που για όλα έχει λύση και δεν θ? αφήσει τα παιδιά του να πεινάσουν. Αρκεί να μείνουν για πάντα παιδιά κι αυτός να μείνει για πάντα πατέρας.