Το ξέραμε από τους παππούδες μας: Δεν αφήνεις το φίδι ελεύθερο στη γειτονιά, ελπίζοντας ότι θα δαγκώσει μόνο τον γείτονα. Διότι θα ’ρθει και η σειρά σου. Άρα, όπως πάλι μας μάθαιναν οι παππούδες μας, μόλις προβάλει από τη φωλιά το κεφάλι με το δηλητήριο, αμέσως το κόβεις.
Παρακολουθήσαμε, για χρόνια αδιάφοροι, μία οργανωμένη και δηλητηριώδη εκστρατεία συκοφαντίας των ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ, κατά των μισθωτών του ιδιωτικού τομέα. Κι αν δεν ήταν προκλητικοί και χυδαίοι, στην εκδήλωση της υποτίμησης και της περιφρόνησής τους για κάθε εργαζόμενο του ιδιωτικού τομέα.
Μέχρι και πράκτορες των εργοδοτών τους είπαν. Ακόμη και ανίκανους να μαζεύουν έστω και σκουπίδια, τους θεώρησαν. Ήταν τότε που αναίσχυντα έστελναν το μήνυμα, πως αν δεν είσαι δημόσιος υπάλληλος, δεν επιτρέπεται να μαζεύεις ούτε σκουπίδια.
Και ήταν μία στάση συνεπής με τον εαυτό τους. Αφού απέβλεπε στην κατάργηση της οικονομίας, με το κλείσιμο όλων των επιχειρήσεων, πλην των πανηγυριών. Και αυτό δεν ήταν κάποια νέα επινόηση, αλλά η επανάληψη – με την μορφή βεβαίως της γελοιότητας – του γνωστού σταλινικού παραληρήματος, ότι η οικονομία δεν χρειάζεται. Είναι το παραλήρημα, το οποίο προκάλεσε εκατομμύρια νεκρούς, λόγω λιμοκτονίας, από την Ουκρανία του Στάλιν, μέχρι την Κίνα του Μάο.
Γι’ αυτό ακριβώς, ενώ το δικαίωμα στην εργασία είναι η απολύτως αναγκαία συνθήκη για την αξιοπρέπεια του πολίτη, το κατάργησαν. Και στη θέση του επινόησαν το δικαίωμα στο «επίδομα»! Έτσι ώστε να οδηγήσουν μία κοινωνία στον εξευτελισμό, μέσω του φιλοδωρήματος της εξουσίας.
Είναι το ήθος – η κακοήθεια, για να ακριβολογούμε – που ανακήρυξε σε εχθρό, κάθε εργαζόμενο που δεν σιτιζόταν στο δημόσιο. Και σε τέρας της κολάσεως κάθε δημοσιογράφο, που απαρνήθηκε το «ελληνικό όνειρο» για σίτιση στην ΕΡΤ και πέτυχε στην ελεύθερη αγορά. Εκεί δηλαδή όπου κρίνεσαι κάθε μέρα και γι’ αυτό θέλει ταλέντο και δουλειά για να επιβιώσεις.
Έτσι είδαμε να γίνεται δαίμονας ο Σταύρος Θεοδωράκης, γιατί διέπραξε αυτό που θεωρούν ως έγκλημα: Δούλευε! Και το χειρότερο; Ζούσε όχι με επίδομα ή με το σιτηρέσιο της ΕΡΤ, αλλά από τη δουλειά του! Ανήκουστα πράγματα δηλαδή στον κόσμο του ΣΥΡΙΖΑ!
Και για τιμωρία του, έβγαλαν μέχρι και τον κ. Λαζόπουλο, πρώην αυλάρχη της αλήστου μνήμης Δήμητρας Λιάνη – όταν η αυλή της τελευταίας, ως πραγματικής πρωθυπουργού, αποτελούνταν από μάγισσες, χαρτορίχτρες και ξεματιάστρες – για να πείσει και την κοινωνία ότι, ότι αφού δούλευε, άρα ήταν πράκτορας των εργοδοτών! Διότι είπαμε: Στον κόσμο τους, η δουλειά είναι έγκλημα! Κι αν είναι και επιτυχημένη, τόσο το χειρότερο. Είναι έγκλημα καθοσιώσεως!
Στην περίπτωση λοιπόν του Σ. Θεοδωράκη φερθήκαμε όπως ο κάθε ανόητος, που νομίζει ότι το φίδι που κυκλοφορεί στη γειτονιά του, θα δαγκώσει μόνο τον γείτονα. Και αφήσαμε τον Σ. Θεοδωράκη ανυπεράσπιστο, στην μαύρη αρρώστια της συκοφαντίας. Ενώ βλέπαμε ότι οι συκοφάντες του μετέρχονταν την γνωστή πανουργία: Χρησιμοποιούσαν ως απόδειξη της συκοφαντίας τους, την ίδια τη συκοφαντία τους! Πράγμα που εξουδετέρωνε κάθε δυνατότητα διάψευσης εκ μέρους του θύματος, αφού είναι αδύνατο να αποδείξεις ότι δεν έκανες, κάτι που δεν έκανες!
Άρα, μετά τον θρίαμβο της συκοφαντίας εις βάρος του Σ. Θεοδωράκη, η οποία στην πραγματικότητα δεν ήταν τίποτε άλλο, παρά η συκοφάντηση της ίδιας της εργασίας, ήταν βέβαιο ότι θα επαναλαμβανόταν για κάθε αντίπαλο, που είχε την ατυχία να εργάζεται στον ιδιωτικό τομέα. Αν μάλιστα ήταν και επιτυχημένος, θα προσφερόταν ως «ιδανικός κακούργος»!
Και ο στόχος βρέθηκε στο πρόσωπο της Μαρέβας Γκραμπόφσκι, συζύγου του Κυριάκου Μητσοτάκη. Η οποία είναι απολύτως μη υπερασπίσιμη. Διότι, πώς να αποδείξει ότι είναι αθώα; Ότι δηλαδή δεν εργαζόταν και ότι ζούσε από κάποιο μισθό της ΕΡΤ ή ως τρωκτικό του δημοσίου; Αφού εδώ και χρόνια ήταν γνωστό ότι εργαζόταν, με διεθνή μάλιστα καριέρα. Και το βδελυρότερο; Ήταν και επιτυχημένη, αφού στους συνεργάτες της φέρονται διεθνείς κολοσσοί. Άρα, για τον κόσμο του ΣΥΡΙΖΑ, ως επιτυχημένη επαγγελματίας, διέθετε εδώ και χρόνια όλα τα προσόντα, για να κηρυχθεί «ιδανική κακούργος». Απλώς περίμεναν την στιγμή. Και αυτή ήρθε.
Ήρθε όμως και η δική μας στιγμή. Ιδιαίτερα όσων δεν ανήκουμε στο ίδιο κόμμα, με τον σύζυγο της Κας Μαρέβα. Για να πράξουμε, όσα αποφύγαμε στην περίπτωση του Σ. Θεοδωράκη. Όταν αφήσαμε τη βία της χυδαιότητας, να καταλάβει ασύδοτη τον δημόσιο χώρο μας. Και το πάθημα, μας έκανε να καταλάβουμε καλά: Η αντίσταση στο τέρας της οργανωμένης συκοφαντίας κατά της Μαρέβα Γκραμπόφσκι, είναι πια στοιχειώδης υποχρέωσή μας, ως υπεράσπιση του ίδιου του πολιτισμού μας.