Ο οικονομικός πόλεμος που έχει ξεσπάσει ανάμεσα σε ορισμένες χώρες του Δυτικού πολιτισμού (ΗΠΑ, ΕΕ, Αυστραλία, Καναδάς κ.α.) και της Ρωσίας, επαναφέρει στην επικαιρότητα αυτή τη μορφή αντιπαράθεσης ανάμεσα σε κράτη, γεωπολιτικούς σχηματισμούς και πολιτισμούς.
.
Δεν πρόκειται όμως για κάτι καινούριο. Η πρώτη μορφή οικονομικών κυρώσεων στην ιστορία, καταγράφεται το 423 π.Χ. όταν οι Αθηναίοι μαζί με τους εταίρους τους στην Αθηναϊκή Κοινοπολιτεία απαγόρευσαν στους Μεγαρείς να χρησιμοποιούν τα λιμάνια και τις αγορές τους. Η αιτία ήταν ότι τα Μέγαρα, μέλος της Πελοποννησιακής συμμαχίας, έκαναν δεκτούς τους σκλάβους – φυγάδες από την Αθήνα.
.
Κατά τη διάρκεια του Μεσαίωνα στην Ευρώπη, οι οικονομικές κυρώσεις είχαν τοπικό χαρακτήρα και σύντομη διάρκεια, εξαιτίας της διαρκώς μεταβαλλόμενης δομής των εμπορικών και στρατιωτικών συμμαχιών και των αλλαγών που συντελούνταν στις πολιτικές των τοπικών αρχόντων.
.
Τον 19ο αιώνα, βασικός μοχλός οικονομικών κυρώσεων ήταν οι ναυτικοί αποκλεισμοί. Ήταν ένα μέτρο για την παρεμπόδιση του εμπορίου μιας χώρας με άλλες χώρες, χωρίς να κηρυχθεί πόλεμος εναντίον της. Από το 1827 που έγινε ο πρώτος ναυτικός αποκλεισμός μέχρι το 1914, είχαν καταγραφεί 21 περιπτώσεις κατά της Τουρκίας, της Πορτογαλίας, της Ολλανδίας, της Κολομβίας, του Παναμά, του Μεξικού, της Αργεντινής και του Σαλβαδόρ. Οι χώρες που επέβαλλαν ναυτικό αποκλεισμό ήταν κυρίως η Μεγάλη Βρετανία (12 φορές), η Γαλλία (11 φορές), η Ιταλία και η Γερμανία (από 3 φορές), η Ρωσία και η Αυστρία (από 2 φορές) και η Χιλή.
.
Για πρώτη φορά εκτεταμένες οικονομικές κυρώσεις ως εργαλείο εξωτερικής πολιτικής επέβαλε ο Ναπολέων, το 1806, με το ναυτικό αποκλεισμό της Μεγάλης Βρετανίας και την απαγόρευση σε άλλες χώρες να έχουν εμπορικές σχέσεις μαζί της. Στόχος του ήταν να προκαλέσει μαζική ανεργία, κοινωνική κρίση και αναταραχές. «Μας στοίχισε ακριβά να θέσουμε τα συμφέροντα ιδιωτών σε εξάρτηση από τις διαμάχες των μοναρχών και να επιστρέψουνε μετά από πολλά χρόνια πολιτισμού στις αρχές που χαρακτηρίζουν τη βαρβαρότητα των πρωτόγονων εποχών» αναφέρει σε επιστολή του προς τη γαλλική γερουσία.
.
.
Σε αντίθεση με τον 19ο αιώνα, ο 20ος ήταν ο αιώνας της ευρύτατης διάδοσης των οικονομικών κυρώσεων, γεγονός που τις κατέστησε ένα από τα βασικά εργαλεία των διεθνών εμπορικών σχέσεων. Μέχρι τον Δεύτερο Παγκόσμιο πόλεμο, συλλογικές οικονομικές κυρώσεις επιβλήθηκαν στη Γιουγκοσλαβία, στην Ελλάδα, στη Βολιβία, στην Παραγουάη και στην Ιταλία.
.
Μετά τη λήξη του Δευτέρου Παγκοσμίου πολέμου και το σχηματισμό των δύο αντιμαχόμενων στρατοπέδων, η επιβολή κυρώσεων είτε σε χώρες του Δυτικού είτε σε χώρες του Ανατολικού μπλοκ, δεν χαρακτηρίστηκαν επιτυχείς και αποτελεσματικές. Αξίζει όμως να σημειωθεί ότι η διεθνής κοινότητα ενωμένη και ομονοούσα επέβαλε δύο φορές κυρώσεις, μία φορά στη Ροδεσία και μία φορά στη Νοτιοαφρικανική Δημοκρατία, οι οποίες όμως παραβιάστηκαν παντοιοτρόπως και αποδείχτηκαν μη αποτελεσματικές. Το πιο γνωστό παράδειγμα μακροχρόνιων οικονομικών κυρώσεων είναι αυτές των ΗΠΑ κατά της Κούβας, οι οποίες χρονολογούνται από το 1960.
.
Από το 1990 και εντεύθεν ο ΟΗΕ άρχισε να χρησιμοποιεί πιο ενεργητικά το εργαλείο των διεθνών οικονομικών κυρώσεων κατά διαφόρων κρατών. Έτσι, κυρώσεις επιβλήθηκαν στο Ιράκ (από το 1990), στη Γιουγκοσλαβία (1991 – 2001), στη Σομαλία (από το 1992), στη Λιβύη (1992 – 2003), στη Λιβερία (από το 1992), στην Αγκόλα (1993 – 2001), στην Αϊτή (1993 – 1994), στη Ρουάντα (1994 – 2008), στη Σιέρα Λεόνε (από το 1997), στο Αφγανιστάν (από το 1999), στην Ερυθραία και Αιθιοπία (από το 2000), στη Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό (από το 2006), στη Λαοκρατική Δημοκρατία της Κορέας (από το 2006). Βασικά, οι κυρώσεις αυτές έχουν αποσπασματικό χαρακτήρα και περιορίζουν τις εισαγωγές και προμήθειες όπλων και στρατιωτικού εξοπλισμού. Σε ορισμένες περιπτώσεις οι κυρώσεις περιλαμβάνουν και το πάγωμα των τραπεζικών λογαριασμών σε τρίτες χώρες.
.
.
Ρωσία: η ιστορία των οικονομικών πολέμων
.
Η αυγή του ρωσικού κράτους, ως γνωστό, γίνεται με την ενθρόνιση του πρώτου τσάρου του, του Ιβάν του Δ΄(1530 – 1584) που έμεινε στην ιστορία ως ο Ιβάν ο Τρομερός, το 1533. Ήταν η εποχή όπου οι εκ Δυσμών γείτονες του νεαρού ρωσικού κράτους κάθε άλλο παρά είχαν συμφέρον να προμηθεύουν τους κατοίκους της Ρους με προϊόντα στρατιωτικού ή διττού προορισμού όπως τα κανόνια, τα πυρομαχικά ή τα μάλλινα υφάσματα. Η Σουηδία, το Τάγμα της Λιβονίας και η Πολωνία δεν επέτρεπαν τη διέλευση εμπόρων με τέτοια εμπορεύματα, πράγμα, άλλωστε, που ήταν και η αιτία του μακροχρόνιου πολέμου της Ρωσίας με το Τάγμα της Λιβονίας (1558 – 1583). Δεν ίσχυε όμως το ίδιο με τη μακρινή Αγγλία, η οποία είχε εγκαινιάσει τις εμπορικές σχέσεις με τη Μόσχα το 1553. Γι? αυτό και όταν ο τσάρος Ιβάν ο Τρομερός αποφάσισε να επηρεάσει την πολιτική της αγγλίδας βασίλισσας, η πρώτη του κίνηση ήταν να απειλήσει με οικονομικές κυρώσεις. Τον Οκτώβριο του 1570 ο τσάρος έστειλε στην Ελισάβετ την Α? επιστολή, στην οποία κατέγραφε τις απαιτήσεις του. Δήλωσε μάλιστα ότι «οι άγγλοι έμποροι άρχισαν να κάνουν πολλές παρανομίες σε βάρος των δικών μας εμπόρια και τα εμπορεύματα τους ξεκίνησαν να τα πωλούν σε τιμές ακριβές που κάθε άλλο παρά αξίζουν». Με αυτό τον τρόπο ο Ιβάν ο Τρομερός υπογράμμισε το γεγονός ότι παραχωρώντας στους άγγλους εμπόρους προνόμια, υπολόγιζε ότι θα αναπτυχθεί μεγάλη φιλία τόσο από τους ίδιους όσο και από την ίδια τη βασίλισσα, η οποία θέλει να υπηρετεί πιστά τους υπηκόους της. Παράλληλα, στην επιστολή αναφερόταν το γεγονός της κωλυσιεργίας της Αγγλίας να προχωρήσει σε πολιτική συμμαχία και της αβελτηρίας που επιδεικνύουν οι απεσταλμένοι της όταν οι συζητήσεις φτάνουν σ? αυτό το σημείο, ενώ το μόνο που τους ενδιαφέρει είναι η διευθέτηση των εμπορικών υποθέσεων. Στο τέλος της επιστολής, ο δυσαρεστημένος τσάρος σημείωνε πως «Είθε οι άντρες εκείνοι που περιφρόνησαν τις κεφαλές του κράτους μας και την τιμή του κράτους και τα προνόμια για τη χώρα, να φροντίσουν τις εμπορικές υποθέσεις, να κοιτάξουν τι θα κάνουν με το εμπόριο! Και επιπλέον, όσα συγίλια χορηγήσαμε μέχρι τώρα, παύουν από τούδε και στο εξής να ισχύουν». Ωστόσο, οι άγγλοι διπλωμάτες κατάφεραν να καταλαγιάσουν την οργή του Ιβάν του Τρομερού και οι ρωσο-αγγλικές σχέσεις την εποχή της Ελισάβετ δεν διαταράχθηκαν.
.
.
Ο 17ος αιώνας
.
Είχαμε όμως ήδη μπει στην περίοδο όπου το ενιαίο, συγκεντρωτικό ρωσικό κράτος λειτουργούσε πολύ πιο οργανωμένα απ? ότι τις προηγούμενες ιστορικές περιόδους. Τα κεντρικά όργανα εξουσίας της Ρωσίας παρακολουθούσαν στενά τις μεθόδους του διεθνούς ανταγωνισμού που χρησιμοποιούσαν οι αλλοδαποί έμποροι. Από τα τέλη του 16ου αιώνα η ηγεμονία της Μόσχας είχε γίνει η κονίστρα ενός επίμονου αγώνα μεταξύ των άγγλων και των ολλανδών εμπόρων, οι οποίοι διαρκώς κατέθεταν αναφορές παραπόνων ο ένας κατά του άλλου στον τσάρο, πράγμα που παρείχε στην ρωσική εξουσία τη δυνατότητα ελιγμών. Θα πρέπει να σημειώσουμε ότι οι ολλανδοί ιδιαίτερα, την εποχή εκείνη χρησιμοποιούσαν τεχνικές ιδεολογικού πολέμου, χωρίς να περιφρονούν τη χρήση βρώμικων μεθόδων. Είναι χαρακτηριστική η περίπτωση του άγγλου Κόλλινς στα τέλη του 16ου αιώνα, ο οποίος παραπονέθηκε στο τσάρο ότι οι ολλανδοί «φτιάχνουν καρικατούρες, γράφουν λίβελους και έτσι προκαλούν αρνητικά αισθήματα στους Ρώσους για εμάς. Μας περιγράφουν ως λιοντάρι χωρίς ουρά, με τρεις αποκαθηλωμένες κορώνες και πλήθος μεγάλων σκυλιών με κομμένα αυτιά και ουρές… Και οι εικόνες αυτές προκαλούν μεγάλη εντύπωση στους Ρώσους» .
.
Στις αρχές του 17ου αιώνα οι ολλανδοί μπορούσαν να γιορτάζουν τη νίκη τους, στο βαθμό που υπονομεύτηκαν οι θέσεις των άγγλων, πράγμα που επέτρεψε στον ολλανδό αντιπρόσωπο στο Αρχάγγελσκ, τον Ισάακ Μάσσε να συντάξει έκθεση το 1618, στην οποία ανέφερε ότι «αυτή την περίοδο οι άγγλοι εδώ είναι νικημένοι, ενώ ο λόγος μας περνάει». Χάρη στους εμπορικούς πολέμους, που διεξήγαγαν οι ξένοι μεταξύ τους εντός της Ρωσίας, η τσαρική εξουσία πείστηκε για τη χρησιμότητα που έχουν οι οικονομικοί μέθοδοι επηρεασμού της διεθνούς πολιτικής. Ένα αξιομνημόνευτο παράδειγμα είναι η επιβολή οικονομικών κυρώσεων κατά της Αγγλίας το 1649 επειδή οι άγγλοι δημοκράτες «δολοφόνησαν τον βασιλέα του Καρόλου». Οι Άγγλοι έχασαν το δικαίωμα να εμπορεύονται στη Ρωσία εξαιτίας της κατάλυσης της μοναρχικής εξουσίας και τους απαγορεύτηκε η είσοδος στο Αρχάγγελσκ.
.
.
Ο Μεγάλος Πέτρος και το «παράθυρο στην Ευρώπη»
.
Ακολούθησε η περίοδος που είναι γνωστή ως «η περίοδος του παράθυρου προς την Ευρώπη». Είναι η περίοδος της βασιλείας του Πέτρου του Α? γνωστού και ως Μεγάλου (1672 – 1725). Εδώ καταγράφεται για πρώτη φορά στην ιστορία του ρωσικού κράτους η μεταστροφή του εξωτερικού εμπορίου, το οποίο πλέον προσανατολίζεται στις ανάγκες της χώρας και όχι στις ανάγκες της ελίτ του. Ο Μεγάλος Πέτρος θεωρούσε πως η Ρωσία θα πρέπει να αγοράσει στο εξωτερικό όλα όσα δεν μπορεί να παράγει , ανεξάρτητα από την εθνικότητα του παραγωγού. Έτσι, για πρώτη φορά στην ιστορία της Ρωσίας καθιερώθηκε τελωνιακός δασμός, ο οποίος προστάτευε τον παραγωγό από τους ανταγωνιστές του, στους οποίους επιβάλλονταν εξοντωτικοί δεσμοί που καθιστούσαν απαγορευτική την εισαγωγή. Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα: τα βελούδινα υφάσματα της ιταλικής και ολλανδικής παραγωγής πλήρωναν δασμούς ύψους 25%, στο βαθμό που και η Ρωσία παρήγαγε βελούδο, το χαρτί όμως είχε δασμό 12,5%, επειδή εκείνο που παράγονταν στη Ρωσία δεν ήταν ακόμη ικανοποιητικής ποιότητας.
.
.
Η Μεγάλη Αικατερίνη
.
Οι διάδοχοι του Μεγάλου Πέτρου δεν ακολούθησαν τη δική του πολιτική και οι δασμοί σταδιακά μειώνονταν, στο βαθμό που η οικονομική και κρατική ελίτ της χώρας είχε συνηθίσει τα εισαγόμενα προϊόντα, ενώ παράλληλα, δεν υπήρχε η ανάγκη για άσκηση πίεσης σε μη φιλικές χώρες. Η κατάσταση άλλαξε δραματικά όμως με την μεγάλη Γαλλική Επανάσταση, όταν η ρωσική τσαρική εξουσία, αποφάσισε για άλλη μια φορά να τιμωρήσει τη χώρα, στην οποία εκτέλεσαν τον ανώτατο ελέω Θεού άρχοντα. Το 1790 η Αικατερίνη η Β? γνωστή και ως Μεγάλη (1729 – 1796), από κοινού με την Αυστρία και την Πρωσία, εξήγγειλε μποϊκοτάζ στα προϊόντα της γαλλικής χειροτεχνίας και απαγόρευσε την εξαγωγή στη Γαλλία ρωσικών σιτηρών. Το 1793 η Μεγάλη Αικατερίνη με ένα μανιφέστο της επέβαλε καθολική απαγόρευση των εμπορικών σχέσεων με τη Γαλλία. Επειδή όμως φοβήθηκε μήπως τα γαλλικά προϊόντα «βαπτιστούν» με ονομασίες άλλων χωρών, δημοσιοποίησε κατάλογο με 65 απαγορευμένα προϊόντα, την προέλευση των οποίων ήταν αδύνατο να ιχνηλατήσουν.
.
.
Ο τσάρος Παύλος ο Α?
.
Ο γιος της και διάδοχος της Μεγάλης Αικατερίνης, ο τσάρος Παύλος ο Α? (1754 – 1801), συνέχισε την πολιτική επιβολής κυρώσεων της μητέρας του, παρά το γεγονός ότι ο ίδιος επιθυμούσε να κάνει ανατρεπτικές τομές στις κληροδοτημένες διδαχές της. Ο Παύλος ο Α? κατάφερε να συμφιλιωθεί με τη Γαλλία, η Αγγλία όμως ένιωσε τις επιπτώσεις της τσαρικής οργής. Το 1798 ο Παύλος ο Α? τιμήθηκε με τον τίτλο του Μεγάλου Μάγιστρου του τάγματος του Αγίου Ιωάννη της Ιερουσαλήμ, τίτλος που του έδινε το δικαίωμα κατοχής της Μάλτας. Το 1800 όμως οι άγγλοι αποβιβάστηκαν στην Μάλτα και έκαναν γνωστό προς κάθε κατεύθυνση πως δεν σκοπεύουν να τη μοιραστούν με κανέναν. Ο τσάρος Παύλος ο Α? επέβαλε, τότε, εμπάργκο στην Αγγλία, το οποίο περιλάμβανε κατάσχεση όλων των βρετανικών καραβιών που βρίσκονταν σε ρωσικά λιμάνια. Οι κατά τόπους κρατικές αρχές της Ρωσίας κατάσχεσαν περίπου 300 καράβια, σταμάτησαν οι πληρωμές προς τους άγγλους εμπόρους μέχρι την τελική εξόφληση των οφειλών των τελευταίων προς το ρωσικό κράτος. Παράλληλα, απαγορεύτηκε κάθε εμπορική συναλλαγή με άγγλους. Οι άγγλοι αναγκάστηκαν να απαντήσουν λαμβάνοντας αντίμετρα. Στις 23 Μαρτίου 1801 ο Παύλος ο Α? δολοφονήθηκε, πράγμα που πολλοί συγκαιρινοί του απέδωσαν σε αγγλική συνομωσία. Την ακριβώς επόμενη ημέρα, στις 24 Μαρτίου ο νέος τσάρος Αλέξανδρος ο Α? (1777 – 1825) κατήργησε όλα τα μέτρα κατά των άγγλων. Σύντομα όμως υποχρεώθηκε να συμμετάσχει στην πανευρωπαϊκή απαγόρευση των βρετανικών προϊόντων, την οποία επέβαλε στην Ευρώπη ο Ναπολέων Βοναπάρτης. Μόνο μετά το τέλος των ναπολεόντειων πολέμων η Ρωσία εισήλθε σε μια μακρά περίοδο ομαλών οικονομικών σχέσεων.
.
Καθ? όλη τη διάρκεια του πρώτου μισού του 19ου αιώνα η Ρωσία αντιμετώπιζε το διεθνές εμπόριο όπως και την εποχή του Ιβάν του Τρομερού, θεωρούσε δηλαδή τις εμπορικές σχέσεις ως στοιχείο της υψηλής διπλωματίας, στόχος της οποίας ήταν η καθιέρωση των σχέσεων μεταξύ των βασιλικών οίκων και όχι η εξασφάλιση εμπορικών προνομίων. Σε ένα κόσμο όμως που άλλαζε διαρκώς η Ρωσία γρήγορα κατάλαβε πως περιβάλλεται από χώρες, για τις οποίες πρωταρχική σημασία είχαν οι δασμοί και οι εμπορικές συμφωνίες.
.
.
Το ελεύθερο εμπόριο και η δασμολογική πολιτική
.
Η διάδοση των ιδεών του laissez fair στην Ευρώπη στα μέσα του 19ου αιώνα, οδήγησε το ένα μετά το άλλο ευρωπαϊκό κράτος στην κατάργηση των προστατευτικών δασμών, ελπίζοντας κατ? αυτόν τον τρόπο να εξασφαλίσουν τη ροή φτηνών πρώτων υλών. Η Ρωσία δεν μπορούσε να μείνει πίσω, ανεξάρτητα από το γεγονός ότι ήταν και παραμένει μια χώρα με τεράστια κοιτάσματα και αποθέματα πρώτων υλών. Το 1857 η Ρωσία καθιερώνει νέα δασμολογική πολιτική, μειώνοντας σημαντικά τους δασμούς από το 24,3% στο 17,6%. Το 1869 οι δασμοί μειώθηκαν στο 12,8% , ήταν δηλαδή λίγο υψηλότεροι από τους αντίστοιχους βρετανικούς την εποχή εκείνη. Έχουμε όμως την εξής ιδιομορφία, η οποία εν πολλοίς διατηρείται μέχρι σήμερα: η Αγγλία είχε μια αναπτυγμένη βιομηχανία και ως εκ τούτου ήταν υποχρεωμένη να εισάγει πρώτες ύλες και τρόφιμα και να εξάγει βιομηχανικά προϊόντα, ενώ αντιθέτως, στη Ρωσία τα πράγματα ήταν εντελώς αντίθετα.
.
Η ιδέα του ελεύθερου εμπορίου δέχτηκε ισχυρό πλήγμα στην ευρωπαϊκή ήπειρο μετά την οικονομική κρίση του 1873, όπου πολλές χώρες αναγκάστηκαν να λάβουν μέτρα προστασίας της εσωτερικής τους αγοράς με την επιβολή δασμών. Είναι η εποχή όπου το εμπορικό ισοζύγιο της Ρωσίας, το 1877, ήταν αρνητικό, αφού η χώρα εισήγαγε προϊόντα αξίας 370 χιλιάδων ρουβλίων και εξήγαγε προϊόντα αξίας 565 χιλιάδων ρουβλίων, ετησίως. Είναι η χρονιά εξάρτησης της ρωσικής αγοράς από τη Γερμανία. Στα τέλη της δεκαετίας του 1870 περίπου το 35% των ρωσικών εξαγωγών κατευθυνόταν στη Γερμανία, ενώ το 30% των γερμανικών εξαγωγών περνούσαν τα σύνορα της Ρωσίας. Εδώ έχουμε άλλη μια ιδιομορφία, την οποία ιχνηλατούμε και σήμερα: η μεν Ρωσία εξήγαγε αποκλειστικά στη Γερμανία σιτηρά και πρώτες ύλες, η δε Γερμανία εξήγαγε στη Ρωσία μηχανές και άλλες προϊόντα της αναπτυγμένης βιομηχανίας της. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα η ρωσική κυβέρνηση να υποχρεωθεί να απαρνηθεί τις αρχές του ελεύθερου εμπορίου. Το 1877 η ρωσική πλευρά αποφάσισε ότι όλοι οι δασμοί να πληρώνονται σε χρυσό. Την ίδια χρονιά οι δασμοί αυξήθηκαν στο 17% της αξίας των προϊόντων και όπως ήταν φυσικό, τα μέτρα της ρωσικής κυβέρνησης προκάλεσαν μεγάλη ανησυχία στη Γερμανία, μόνο που τα πράγματα δεν έφτασαν σε δασμολογικό πόλεμο.
.
Η μεγάλη σύγκρουση ωστόσο των δύο γειτονικών κρατών θα ερχόταν στο μέλλον. Η Γερμανία ήταν υποχρεωμένη να προστατεύσει τους αγρότες της από την εισαγωγή των ρωσικών σιτηρών και να εξασφαλίσει τις πωλήσεις των βιομηχάνων της στην Ανατολή. Την ίδια στιγμή όμως η Ρωσία έπρεπε να προστατεύσει τους βιομηχάνους της από τη γερμανική επέκταση προς ανατολάς και ταυτόχρονα να εξασφαλίσει τη διάθεση των σιτηρών των αγροτών της.
.
.
Ο ρωσογερμανικός τελωνιακός πόλεμος
.
Πρώτος ήρξατο επί χείρας αδίκων ο Βίσμαρκ, αυξάνοντας το 1882 τους δασμούς στα ρωσικά σιτηρά. Ταυτόχρονα, ο καγκελάριος άφησε να εννοηθεί στη ρωσική κυβέρνηση ότι οι δασμοί μπορεί να αναθεωρηθούν αν οι Ρωσία αυξήσει τους δασμούς των γερμανικών βιομηχανικών προϊόντων. Οι διαθέσεις όμως, όπως πολύ συχνά συμβαίνει με τη χώρα αυτή, ήταν πολύ διαφορετικές στη Ρωσία. Είχε ήδη ξεκινήσει μια ιδεολογική εκστρατεία προστασίας της γηγενούς βιομηχανίας, επικεφαλής της οποίας ήταν ο γνωστός επιστήμονας Ντμίτρι Μεντελέγιεφ. Η ρωσική πλευρά αγνόησε επιδεικτικά την πίεση του ασκούσε ο Βίσμαρκ και όταν το 1887 η κατάσταση έγινε ιδιαίτερα δυσάρεστη για τη Γερμανία, υπουργός Οικονομικών της Ρωσίας ανέλαβε ο Ιβάν Βισνεγκράντσκι, συμφοιτητής του Μεντελέγιεφ. Ο νέος υπουργός κάλεσε τον παλιό του φίλο και συμφοιτητή να επεξεργαστεί το κυβερνητικό πρόγραμμα για την προστασία της εσωτερικής αγοράς. Αξίζει να σημειωθεί πως την εποχή εκείνη το Υπουργείο Οικονομικών είχε υπερεξουσίες. Το 1888 ο Βισνεγκράντσκι αύξησε τους δασμούς εισαγωγής ορείχαλκου και ατσαλιού, καθώς επίσης και για όλα τα προϊόντα που ήταν κατασκευασμένα από αυτά τα μέταλλα, τις ατμομηχανές και τα καράβια. Οι δασμοί για το βαμβάκι αυξήθηκαν από 45 καπίκια σε ένα ρούβλια, στον ορείχαλκο από 5 σε 25 καπίκια. Ο νέος υπουργός όμως δε σταμάτησε σε αυτά και σύντομα αυξήθηκαν οι δασμοί στα μπαχαρικά, τα πολύτιμα μέταλλα, τον άνθρακα και κυρίως στα φάρμακα, πράγμα που εξόργισε τη γερμανική πλευρά. Λίγα χρόνια αργότερα, το 1891, υιοθετήθηκε ο νέος δασμολογικός κώδικας, όπου το ύψος των δασμών ήταν στο 33% της αξίας του προϊόντος και οι σύγχρονοι της εποχής αποκάλεσαν «Κώδικας του Μεντελέγιεφ».
.
Η Γερμανία όμως δεν έμεινε με σταυρωμένα χέρια, αλλά προχώρησε στη μείωση των δασμών κατά 30 – 40% στα σιτηρά που προέρχονταν από ανταγωνίστριες προς τη Ρωσία χώρες, πράγμα που στερούσε από την τελευταία κάθε ελπίδα παραμονής της στη συγκεκριμένη αγορά. Το γερμανικό χτύπημα είχε μεγάλες συνέπειες: το 1893 οι εξαγωγές των ρωσικών σιτηρών μειώθηκαν κατά 10% σε σύγκριση με το 1981. Η Ρωσία ζήτησε τότε από τη Γερμανία να επανεξετάσει την πολιτική της, μα εκείνη αρνήθηκε. Αυτό εξόργισε τους κυβερνητικούς κύκλους της Ρωσίας, η οποία την 1η Ιουλίου 1893 αύξησε τους δασμούς για τα γερμανικά προϊόντα στο 50% της αξίας τους. Ανάλογη ήταν η απάντηση της Γερμανίας, πράγμα που οδήγησε ουσιαστικά στο μηδενισμό των εμπορικών συναλλαγών μεταξύ των δύο κραταιών αυτοκρατοριών της εποχής. Η κατάσταση ήταν πολύ τεταμένη, αφού οι ρωσογερμανικές σχέσεις είχαν αγγίξει τα όρια τους. Ωστόσο, πόλεμος δεν έγινε. Η Γερμανία είχε υποστεί ζημιές κατά πολύ μεγαλύτερες των αντίστοιχων ρωσικών, στο βαθμό που πολύ δύσκολα την εποχή εκείνη μπορούσε να βρει εναλλακτικές λύσεις για τα βιομηχανικά της προϊόντα. Η Γερμανία πρότεινε ανακωχή και στις 29 Ιανουαρίου 1894 υπογράφτηκε η ρωσογερμανική εμπορική συμφωνία, σύμφωνα με την οποία έγινε αμοιβαία μείωση των δασμών. Ωστόσο, οι σχέσεις μεταξύ των δύο γειτονικών αυτοκρατοριών παρέμεναν τεταμένες. Στα τέλη του 19ου και στις αρχές του 20ου αιώνα η Γερμανία κατ? επανάληψη έθεσε εμπόδια στις ρωσικές εξαγωγές, υποστηρίζοντας πως τα ρωσικά αγροτικά προϊόντα δεν πληρούσαν τους υγειονομικούς όρους.
.
Θα πρέπει, ωστόσο, να σημειώσουμε, πως ο τελωνιακός πόλεμος της Ρωσίας με τη Γερμανία είχε κατά βάση οικονομικό χαρακτήρα, αλλά και για τις δύο πλευρές, παράλληλα, είχε τεράστια πολιτική σημασία. Ο οικονομικός πόλεμος μεταξύ Βερολίνου και Αγίας Πετρούπολης διεξάγονταν στο πλαίσιο της ολοένα επιδεινούμενης σχέσης μεταξύ των δύο γειτονικών αυτοκρατοριών, πράγμα που οδήγησε στην προσέγγιση της Ρωσίας με τη Γαλλία και την Αγγλία, ενώ της Γερμανίας με την Αυτοκρατορία της Αυστροουγγαρίας. Η ένταση αυτή, ως γνωστό, κορυφώθηκε και βρήκε τη διέξοδο της στον Α? Παγκόσμιο πόλεμο, μετά τον οποίο τόσο η Ρωσία όσο και η Γερμανία, βρέθηκαν στην πλευρά των ηττημένων.
.
.
Η σοβιετική περίοδος
.
Τα τραγικά γεγονότα του 1917 και η ανάληψη της εξουσίας από το κόμμα των Μπολσεβίκων του Λένιν, δημιούργησαν μια νέα πραγματικότητα στις σχέσεις της Ρωσίας με τον υπόλοιπο κόσμο.
.
Η νεαρή σοβιετική εξουσία απαρνήθηκε με οξύτητα και ένταση την κληρονομία του τσαρικού καθεστώτος, συμπεριλαμβανομένων των εμπορικών συμφωνιών και των χρεών (από εκεί, άραγε εμπνέονται, ορισμένοι σύγχρονοι πολιτικοί στη χώρα μας;), πράγμα που οδήγησε σε απομόνωση της Ρωσίας. Θα πρέπει, επίσης, να λάβουμε υπόψη μας ότι η οικονομία της χώρας είχε καταστραφεί λόγω του εμφυλίου πολέμου. Βέβαια, οι εμπορικές σχέσεις της χώρας συνεχίστηκαν με τον αποκαλούμενο «καπιταλιστικό κόσμο» με τη βοήθεια ενδιάμεσων. Έτσι, το 1920 τα 3/4 του συνολικού όγκου των εισαγωγών στη Ρωσία γινόταν μέσω της Εσθονίας. Το 1921 μέσω αυτής της χώρας έγιναν το 70% των εισαγωγών στη Ρωσία. Η κομμουνιστική ηγεσία επιθυμούσε σφόδρα την λύση του πολιτικού και οικονομικού αποκλεισμού της χώρας και στην προσπάθεια της αυτή χρησιμοποίησε, όπως ήταν άλλωστε φυσικό, την οικονομική πίεση.
.
Η πρώτη οικονομική αψιμαχία, θα έλεγε κανείς, της νέας εξουσίας της Ρωσίας ήταν με τη γειτονική Πολωνία, η οικονομία της οποίας επί της τσαρικής εξουσίας ήταν πλήρως προσανατολισμένη προς τη ρωσική αγορά. Από το 1922 ήδη είχαν ξεκινήσει οι διαπραγματεύσεις της Ρωσίας με την πολωνική πλευρά, όταν η Βαρσοβία ζήτησε από τη Μόσχα να απαρνηθεί την μονοπωλιακή πολιτική στο εξωτερικό της εμπόριο, πράγμα για το οποίο οι συμμαχητές του Λένιν δεν ήθελαν ν? ακούσουν κουβέντα. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα η πολωνική πλευρά να βοηθάει επισήμως τις διάφορες παράνομες δοσοληψίες κατά μήκος των κοινών συνόρων των δύο χωρών. Δύο χρόνια αργότερα όμως η Πολωνία αναγκάστηκε να υπογράψει με την ΕΣΣΔ Συνθήκη μεταφορών, γεγονός που επέτρεψε στον ετήσιο όγκο εμπορικών συναλλαγών μεταξύ των δύο χωρών να εκτιναχθεί στο ποσό των 142 εκατομμυρίων ρουβλίων. Η Πολωνία, για δικούς τους ιστορικούς και γεωπολιτικούς λόγους, παράμενε εμπόδιο για το εμπόριο της νεαρής σοβιετικής δημοκρατίας, εμποδίζοντας τις εξαγωγές και τις τράνζιτ διελεύσεις σοβιετικών ζώντων ζώων. Τότε, η ρωσική πλευρά απείλησε πως θα σταματήσει τις αγορές από την Πολωνία, πράγμα που υποχρέωσε τη δεύτερη σε «συνθηκολόγηση». Η νέα σοβιετική εξουσία μάθαινε γρήγορα.
.
Λίγα χρόνια αργότερα, όταν η σταλινική εξουσία απλά δοκίμαζε τις αντιστάσεις των αντιπάλων της στο εσωτερικό της χώρας, αλλά και των ανταγωνιστών της στη διεθνή πολιτική σκηνή, ξέσπασε το περιβόητο σκάνδαλο του Σαχτίνσκι, όπου μεταξύ των άλλων «σαμποτέρ» της σοβιετικής οικονομίας συνελήφθηκαν και 6 γερμανοί υπήκοοι εργαζόμενοι για τη γερμανική εταιρεία AEG. Η γερμανική κυβέρνηση αλλά και η κοινή γνώμη της χώρας εκδήλωσαν την έντονη δυσαρέσκεια της διακόπτοντας τις διαπραγματεύσεις για τη σοβιετογερμανική συνεργασία. Οι σοβιετικοί γνώριζαν καλά ότι οι γερμανοί έχουν τρομερή ανάγκη τις παραγγελίες από τη χώρα τους κι έτσι απείλησαν με ακύρωσή τους. Οι γερμανοί όμως δεν έδειξαν καμιά διάθεση υποχώρησης, επιδεικνύοντας μια αξιομνημόνευτη σταθερότητα, παρά την αστάθεια της εσωτερικής πολιτικής κατάστασης. Η υποκρισία ήταν η μοναδική λύση και για τις δύο πλευρές. Οι γερμανοί μηχανικοί αθωώθηκαν, εκτός από έναν που καταδικάστηκε τυπικά σε μια μικρή πηγή, αλλά αφέθηκε ελεύθερος και επέστρεψε στην πατρίδα του.
.
.
Καθώς η δεκαετία του 1920 όδευε προς το τέλος της, η σταλινική ηγεσία προώθησε το σχέδιο της εκβιομηχάνισης της χώρας, πράγμα που ανέδειξε το πρόβλημα των συναλλαγματικών αποθεμάτων για την αγορά εξοπλισμού και τεχνολογίας. Ο μόνος τρόπος για την απόκτηση «σκληρού συναλλάγματος» ήταν φυσικά το εξωτερικό εμπόριο και ιδίως η αύξηση των εξαγωγών των παραδοσιακών ρωσικών προϊόντων όπως τα σιτηρά, το λινάρι, η ξυλεία, το πετρέλαιο κλπ. Δεν είναι τυχαία λοιπόν η επιθετική εξαγωγική πολιτική της ΕΣΣΔ την εποχή εκείνη, όπου ούτε λίγο ούτε πολύ η νεαρή χώρα των Σοβιέτ απειλούσε να κατακτήσει τις διεθνείς αγορές πουλώντας τα προϊόντα της ακόμη και κάτω από τις διεθνώς καθιερωμένες τιμές. Τότε ήταν που εμφανίστηκε στη Δύση η ιδέα της επιβολής ντάμπινγκ κατά των σοβιετικών. Η ίδια ανησυχία κατέβαλε και τους ιθύνοντες κύκλους πέραν του Ατλαντικού ωκεανού. Το λόμπι του άνθρακα και το λόμπι της ξυλείας στις ΗΠΑ συμφώνησαν ότι η αμερικανική ξυλεία ήταν πολύ πιο ακριβή από τη ρωσική, επειδή οι ΗΠΑ έχουν πάψει εδώ και δεκαετίες να χρησιμοποιούν την εργασία των σκλάβων, ενώ στην ΕΣΣΔ στην υλοτομία εργάζονται πολιτικοί κρατούμενοι προσφέροντας δωρεάν την εργασία τους. Στις 25 Ιουνίου 1930 οι ΗΠΑ απαγόρευσαν τις ρωσικές εισαγωγές ξυλείας. Δύο ημέρες αργότερα, ο επικεφαλής της οργάνωσης για το σοβιετοαμερικανικό εμπόριο, Πιότρ Μπογκντάνοφ, δήλωσε στους αμερικανούς πως η απαγόρευση των εισαγωγών ξυλείας, θα επηρεάσει αρνητικά τις αμερικανικές εξαγωγές προς την ΕΣΣΔ. Είναι η εποχή όπου οι ΗΠΑ έχουν καταλάβει ένα σημαντικό μερίδιο στην εσωτερική σοβιετική αγορά, γι? αυτό και η απαγόρευση εισαγωγών ξυλείας καταργήθηκε στις 2 Αυγούστου.
.
Ενδιαφέρον έχει όμως η περίπτωση του Καναδά, όπου αυτή η δοκιμασμένη μέθοδος απέτυχε παταγωδώς. Ας δούμε τι συνέβη. Το 1931 ο Καναδάς μόλις είχε αποκτήσει το δικαίωμα από τη Μεγάλη Βρετανία για ανεξάρτητη εξωτερική πολιτική. Εξήγγειλε τότε εμπάργκο κατά του σοβιετικού άνθρακα, ξυλείας, ασβέστη και ορισμένων άλλων προϊόντων. Η σοβιετική απάντηση δεν άργησε με τη μορφή της διακοπής των εμπορικών σχέσεων με τον Καναδά, πράγμα που δεν οδήγησε σε κανένα πρακτικό αποτέλεσμα, δεδομένου του μηδαμινού ποσοστού καναδικών εξαγωγών προς την ΕΣΣΔ. Ο εμπορικός πόλεμος μεταξύ των δύο χωρών διήρκησε μέχρι το 1936, χωρίς να αφήσει εμφανή ίχνη σε καμία από αυτές.
.
Τελείως διαφορετική ήταν η περίπτωση της οικονομικής διαμάχης με το Ηνωμένο Βασίλειο. Ουσιαστικά έχουμε μια επανάληψη της περίπτωσης του Σαχτίνσκι με τη διαφορά ότι το Λονδίνο είχε εντελώς άλλη προσέγγιση στη ρωσοβρετανική προσέγγιση απ? ότι το Βερολίνο για τη σοβιετογερμανική. Παραμένει ενδιαφέρον το στοιχείο ότι το σχετικό σκάνδαλο ξέσπασε κατά τη διάρκεια των διαπραγματεύσεων για την υπογραφή κοινής εμπορικής συμφωνίας. Στις 13 Μαρτίου 1933 συνελήφθηκαν στην ΕΣΣΔ έξι βρετανοί μηχανικοί στα πλαίσια της υπόθεσης των «σαμποτέρ στους σταθμούς ηλεκτροπαραγωγής». Πέντε μόλις μέρες αργότερα, στις 18 Μαρτίου, έγινε η δίκη όπου τέσσερις εξ αυτών αθωώθηκαν και δύο, οι Τόρντον και Μακντόναλντ καταδικάστηκαν σε τριετή και διετή φυλάκιση. Την επόμενη ημέρα, 19 Μαρτίου, η Μεγάλη Βρετανία ανακοίνωσε τη διακοπή των εμπορικών σχέσεων με τη Σοβιετική Ένωση, ενώ στις 22 του ίδιου μηνός το Λαϊκό Κομισαριάτο Εξωτερικού Εμπορίου ανακοίνωσε την ακύρωσε όλων των κρατικών παραγγελιών από την Αγγλία. Η Σοβιετική διπλωματία άφησε να εννοηθεί πως δε θα κάνει την παραμικρή υποχώρηση. Ήταν μάλιστα τέτοια η ένταση μεταξύ των δύο χωρών που κατά τη διάρκεια της διεθνούς οικονομικής διάσκεψης τον Ιούνιο του 1933, ο σοβιετικός υπουργός Εξωτερικών Μαξίμ Λιτβίνοφ δεν χαιρέτησε καν τον ομόλογο του Τζον Σάιμον που καθόταν δίπλα του. Όταν κάποια στιγμή ένας υπάλληλος του βρετανικού ΥΠΕΞ είπε στον Λιτβίνοφ ότι ο Σάιμον είναι έτοιμος να διαπραγματευθεί, ο Λιτβίνοφ απάντησε: «ο σερ Τζον κάθεται δίπλα μου. Αν όντως ο σερ Τζον θέλει να έρθει σ? επαφή μαζί μου, μπορεί να το κάνει πολύ εύκολα». Η Μεγάλη Βρετανία δεν είχε δυνατά χαρτιά στα χέρια της προκειμένου να αντιπαρατεθεί στην επίμονη σοβιετική στάση. Τελικά ο Σάιμον ανέλαβε την πρωτοβουλία και αποφασίστηκε η άρση του αμοιβαίου εμπάργκο και η απελευθέρωση των δύο βρετανών μηχανικών.
.
.
Ο Ψυχρός πόλεμος
.
Η μεταπολεμική πραγματικότητα του Ψυχρού πολέμου διαμόρφωσε νέα δεδομένα για τις οικονομικές και εμπορικές σχέσεις της ΕΣΣΔ με το δυτικό κόσμο. Ο Ψυχρός πόλεμος δεν αφορούσε μόνο την πολιτική και την υψηλή διπλωματία, μα και το μέτωπο της οικονομίας.
.
Σχετικά αμέσως μετά τον πόλεμο, το 1949 έχουμε την ίδρυση της «Συντονιστικής Επιτροπής εξαγωγικού ελέγχου» γνωστή ως COCOM, στην οποία συμμετείχαν όλες οι χώρες – μέλη του ΝΑΤΟ και η Ιαπωνία. Στόχος της «Επιτροπής» ήταν η επίβλεψη της απαγόρευσης εξαγωγών συγκεκριμένων προϊόντων και τεχνολογιών προς τις χώρες του επονομαζόμενου τότε «σοσιαλιστικού στρατοπέδου».
.
Η ΕΣΣΔ βέβαια, αποδείχτηκε πολύ σκληρός διαπραγματευτής και έμπορος καθ? όλη τη διάρκεια της ύπαρξής της. Ένα από τα βασικά εργαλεία εξωτερικής πολιτικής και διεύρυνσης της επιρροής της ήταν οι διεθνείς εμπορικές και οικονομικές σχέσεις της. Είναι γνωστή η πολιτική της απέναντι στις χώρες του Τρίτου κόσμου, όπου η σοβιετική διπλωματία δεν ήταν τίποτα άλλο από την «ανιδιοτελή βοήθεια» προς τους λαούς αυτών των περιοχών, με μοναδικό αντάλλαγμα την «πολιτική υποστήριξη» της ΕΣΣΔ.
.
Αξίζει να αναφέρουμε τη διαμάχη της ΕΣΣΔ του Νικήτα Χρουστσόφ με την αδελφή Κομμουνιστική Κίνα του Μάο τσε Τουνγκ, το 1960. Στις 18 Αυγούστου 1960 η ΕΣΣΔ ανακάλεσε όλους τους ειδικούς και επιστήμονες που είχε στείλει για βοήθεια στην Κίνα, έχοντας εκ των προτέρων ακυρώσει όλες τις εμπορικές συμφωνίες. Η Κίνα υπέστη μεγάλη ζημιά. Σημειώνουμε πως στη δεκαετία 1950 – 1960 με τη βοήθεια της ΕΣΣΔ είχαν κατασκευαστεί περισσότερα από 250 μεγάλα εργοστάσια, ενώ το εμπόριο με την ΕΣΣΔ κατείχε το 53% του συνολικού εξωτερικού της εμπορίου. Έξαλλος ο Μάο δήλωσε πως ο πόλεμος κατά του ρεβιζιονισμού αξίζει τον κόπο και τις θυσίες, γεγονός που οδήγησε τις εμπορικές σχέσεις μεταξύ των δύο χωρών σε πολικές θερμοκρασίες. Μια άλλη χαρακτηριστική περίπτωση ήταν εκείνη των χωρών του Τρίτου κόσμου, οι ηγέτες των οποίων αρνούνταν τη σοβιετική βοήθεια. Τέτοιες είναι οι περιπτώσεις της Αιγύπτου το 1972, της Σομαλίας το 1977 λόγω της σοβιετικής βοήθειας προς την Αιθιοπία.
.
Ωστόσο, τίποτα δε συγκρίνεται με τις κυρώσεις που επιβλήθηκαν στην ΕΣΣΔ με αφορμή την εισβολή της στο Αφγανιστάν το 1979. Πέραν των δυσβάσταχτων οικονομικών κυρώσεων που έφεραν σε απόγνωση την ήδη παραπαίουσα σοβιετική οικονομία, είχαμε και το εμπάργκο των Ολυμπιακών αγώνων της Μόσχας το 1980, όπου δεν συμμετείχαν οι μισές χώρες του κόσμου. Η απάντηση σε αυτό ήταν το μποϊκοτάζ των Ολυμπιακών αγώνων στο Λος Άντζελες, όπου δεν συμμετείχαν η ΕΣΣΔ, οι εθνικές ομάδες των χωρών του επονομαζόμενου σοσιαλιστικού στρατοπέδου, καθώς και μιας σειράς άλλων κρατών του Τρίτου κόσμου που βρίσκονταν υπό την επιρροή της σοβιετικής εξωτερικής πολιτικής. Ήταν η εποχή του μοιραίου χτυπήματος κατά της ΕΣΣΔ, όπου η τελευταία έχασε κάθε πρόσβαση στις ραγδαία αναπτυσσόμενες τεχνολογίες. Αυτό οδήγησε στην καταστροφή της σοβιετικής οικονομίας στα τέλη της δεκαετίας του 1980 και τη συνακόλουθη διάλυσή της.
.
Ιδιαίτερη μνεία θα πρέπει να κάνουμε στις κυρώσεις που επιβλήθηκαν στην ΕΣΣΔ λόγω της κατάρριψης του κορεατικού επιβατικού αεροσκάφους το 1983, όπου, μεταξύ άλλων, είχε σκοτωθεί και ένας αμερικανός γερουσιαστής, ο Λάρι Μακντόναλντ. Ωστόσο, το κλείσιμο των αεροδιαδρόμων πάνω από τις ΗΠΑ και την ΕΣΣΔ δεν κράτησε πολύ. Η πίεση των αμερικανικών, κυρίως, αερομεταφορέων ήταν τέτοια που λίγους μήνες αργότερα, καταργήθηκε.
.
.
Η διάλυση της ΕΣΣΔ
.
Αγκομαχώντας λίγο πριν τον πολιτικό και ιστορικό της θάνατο, η σοβιετική εξουσία στις 18 Απριλίου 1990 ξεκίνησε τον οικονομικό αποκλεισμό της Λιθουανίας, μετά τη διακήρυξη της ανεξαρτησίας της τελευταίας. Η απόφαση αυτή δεν άντεξε ούτε δύο εβδομάδες, ενώ ένα χρόνο αργότερα η ΕΣΣΔ κατέρρευσε.
.
Μετά τη διάλυση της ΕΣΣΔ και τη δημιουργία του λεγόμενου μετασοβιετικού χώρου, οι οικονομικές αντιπαραθέσεις συνεχίστηκαν με άλλη μορφή. Μια από τις πλέον σημαντικές κυρώσεις που επιβλήθηκαν στη μετασοβιετική Ρωσία ήταν και εκείνες που περιόριζαν την επιστημονική συνεργασία το 1998, όταν στη «μαύρη λίστα» των ΗΠΑ βρέθηκαν περίπου 10 ανώτατα εκπαιδευτικά ιδρύματα της Ρωσίας, ύποπτα για συνεργασία με το πυρηνικό πρόγραμμα του Ιράν. Οι κυρώσεις αυτές άρθηκαν σταδιακά από το 2005 μέχρι το 2010.
.
.
Ο σημερινός πόλεμος μεταξύ Ρωσίας από τη μία πλευρά και ΗΠΑ, ΕΕ και άλλων χωρών από την άλλη, ξεκίνησε πρόσφατα, είναι θυελλώδης σε επικοινωνιακό επίπεδο (ζούμε σχεδόν την αναβίωση του Ψυχρού πολέμου) και περιλαμβάνει όλο το φάσμα των κυρώσεων τόσο κατά της μίας όσο και κατά της άλλης πλευράς. Είναι ωστόσο νωρίς να προχωρήσουμε σε μια αποτίμησή του. Αυτό είναι προνόμιο του ιστορικού, ο οποίος έχει την πολυτέλεια της απόστασης στο χρόνο.