Από τον Αριστοτέλη ως το Ταμείο Ανάκαμψης

Θεόδωρος Ζαρέτος 21 Ιουλ 2020

Η «ηθική υποχρέωση» να λες ψέματα στον εαυτό σου ονομάζεται ιδεολογία.

Προϋπόθεση της ύπαρξής της είναι ένα ιδεολογικό πρόσημο, που να της δίνει τη δυνατότητα να τρέφει τους υποστηρικτές της με την αντιπαράθεση στρατοπέδων σκέψης και να τρέφεται από αυτήν.

 

Αν και η βιωμένη εμπειρία ενός τουλάχιστον αιώνα δείχνει ότι οι δυτικές κοινωνίες οφείλουν την πρόοδό τους στη δυνατότητα να συναινούν μεταρρυθμιστικά αντί να διαφωνούν επαναστατικά, οι ιδεολογίες παραμένουν το μεγαλύτερο εμπόδιο στο να μπορέσουν να δημιουργήσουν πολίτες άξιους να αναστοχαστούν το παρελθόν για να καταφέρουν να ρίξουν ένα βλέμμα στο μέλλον (a glance into the future).

 

Ο κατά βάση μη ιδεολογικός πυρήνας των συναινετικών Δημοκρατιών στον οποίο οφείλει ο δυτικός κόσμος την πρόοδό του, είναι το τεράστιο πλήθος των μεσαίων στρωμάτων που αναπαράγει πολλαπλασιαστικά ο καπιταλισμός και προστατεύει η νομοκρατία.

 

Παρόλο που ο ρόλος των «μεσαίων» στην πρόοδο των κοινωνιών διαπιστώνεται για πρώτη φορά, δυόμιση χιλιάδες χρόνια πριν στα πολιτικά του Αριστοτέλη, οι κοινωνίες έχουν υποστεί τεράστιες καταστροφές κάθε φορά που στο τιμόνι τους βρέθηκε η ιδεολογία, είτε του «ενός τυράννου» είτε των «πολλών φτωχών», που στράφηκαν κατά των «μεσαίων».

 

Ο καταλυτικός ρόλος των «μεσαίων» στην πρόοδο των κοινωνιών συνίσταται, στην Αριστοτελική ματιά,  στην προβολή της ατομικής αξίας και στην ανάδειξη του Νόμου ως υπέρτατης αρχής προστασίας της.

 

Αν και ο δυτικός κόσμος βίωσε την πρωτόγνωρη μεταπολεμική του πρόοδο ως αποτέλεσμα της συναίνεσης μεταξύ των δύο φιλελεύθερων πολιτικών ρευμάτων, της σοσιαλδημοκρατίας και της χριστιανοδημοκρατίας με τις παρεμβατικές ιδιότητες του Κράτους και την δυναμική της ελεύθερης αγοράς, δεν φαίνεται να έχει αναγνωρίσει την καταλυτική συνεισφορά των «μεσαίων» σ? αυτήν την πρόοδο.

 

Από τα μέσα περίπου της δεκαετίας 80-90 έχει διαταραχθεί η σχέση των δύο φιλελεύθερων «οικογενειών», με τον ψηφιοποιημένο χρηματιστηριακό τομέα να αποδιοργανώνει τις ισορροπίες, υποχρεώνοντας τα δυτικά κράτη να λάβουν μέτρα αναδιοργάνωσής του.

Στην φάση αυτή φαίνεται ότι  η πανδημία προκαλώντας μεγάλη οικονομική ύφεση, ανεργία ανασφάλεια και αβεβαιότητα, δίνει χώρο σε δυνάμεις που έχουν προμετωπίδα την ιδεολογία, να επανέλθουν στο προσκήνιο αξιώνοντας ακόμα και ηγεμονικό ρόλο στη διαμόρφωση των αποφάσεων.

 

Αν δούμε κάτω από αυτό το πρίσμα τη συντεταγμένη ευρωπαϊκή επιχείρηση ανάκαμψης της οικονομίας και προστασίας της κοινωνικής συνοχής, εύκολα διαπιστώνουμε ότι αυτή θα δυσκολεύει τόσο, όσο περισσότερες ιδεολογικές περιχαρακώσεις θα αντικαθιστούν τον συναινετικό διάλογο,  κορυφαίο διακύβευμα του οποίου είναι (σε τελευταία ανάλυση) η ευημερία και η ασφάλεια των μεσαίων στρωμάτων.

 

Τόσο η «αριστερή» προστασία από τον καπιταλισμό όσο και η «δεξιά» προστασία από την κρατική παρέμβαση είναι πια μόνο ιδεολογίες συγκάλυψης της πραγματικότητας και οχήματα πολιτικής αναβίωσης ριζοσπαστικού συντηρητισμού.

Από τα «αριστερά» το ζήτημα μετατίθεται σε πρόβλημα «κακών Βορείων» και «καλών Νοτίων» και από τα δεξιά η υποστήριξη της φιλελεύθερης οικονομίας επιχειρείται με μία χονδροειδώς δογματική αντίληψη περί μιας Ευρώπης που αν δεν μπορεί να έχει μία νομισματική πολιτική, έναν ισολογισμό και ένα ομόλογο «έ τότε καλύτερα να διαλυθεί μια ώρα αρχύτερα»!

 

Και τα δύο αυτά ιδεολογικά ρεύματα επιχειρούν να προσεταιρισθούν εκλογικά τα μεσαία στρώματα, σπεκουλάροντας πάνω στον ρευστό φόβο που δημιουργούν οι επιπτώσεις των σημερινών συνθηκών ύφεσης.

 

Φαίνεται όλο και περισσότερο ότι η αδυναμία της φιλελεύθερης σκέψης να ηγεμονεύει στα ευρωπαϊκά μεσοστρώματα (και σε συνθήκες κρίσης) είναι αποτέλεσμα χρόνιου ελλείμματος εκπαίδευσης.

Μιας εκπαίδευσης που μέχρι σήμερα επιχειρεί με ιδεολογικά, δυστυχώς, κίνητρα να συνδέσει τη Δημοκρατία με τον Αριστοτελικό «Πολίτη που ανήκει στο Κράτος», ηθικολογώντας.

 

Ηθικολογώντας και αγνοώντας την πραγματικότητα:

Ότι ενώ κανείς δεν πέθανε για τη Δημοκρατία, αμέτρητοι πέθαναν για τα σύνορα, τη σοδειά, τα παιδιά και την πίστη τους, όλα δηλαδή όσα δομούν τη γοητεία του θεσμισμένου φαντασιακού του Ευρωπαικού πνεύματος.

 

Κι ας μην ξεχνάμε ότι αυτό εξακολουθεί και στον 21ο αιώνα να σμιλεύει και να σμιλεύεται από τα γενέθλια στοιχεία του:

Το «Τέλειο και το Ωραίο» (δηλαδή την Αλήθεια) της κλασσικής Ελλάδας, την χριστιανική κάθαρση των «κρυφών δωματίων της Ψυχής» του Ιερού Αυγουστίνου, τη ρωμαλέα Ρωμαϊκή κρατική και δικαιακή κοινωνική οργάνωση και τα πλούσια οράματα του «νέου αίματος» του Ευρωπαϊκού Βορρά.

 

Με αυτό το πνεύμα μπορούμε να προχωρήσουμε με συναίνεση και εμπιστοσύνη στην κοινή μας Ευρώπη.