Μέσα στα πολλά που προκαλούν κατάπληξη τις τελευταίες ημέρες είναι ασφαλώς και η ευκολία με την οποία όλα τα μέσα ενημέρωσης προσαρμόστηκαν στους κυβερνητικούς νεολογισμούς. Ο,τι προκαλεί θυμηδία στην Ευρώπη, στην Ελλάδα αναφέρεται χωρίς την παραμικρή αίσθηση του γελοίου: η τρόικα είναι πλέον οι θεσμοί και το Μνημόνιο Συμφωνία. Είναι άραγε η υψηλή δημοτικότητα της κυβέρνησης που το επέβαλε; Η θέλησή μας να μείνουμε προσκολλημένοι στην εικονική πραγματικότητα που δημιούργησε προεκλογικά ο ΣΥΡΙΖΑ; Ο,τι κι αν ισχύει, το βέβαιο είναι ότι οι λέξεις όπως και τα πρόσωπα εκδικούνται. Κι όπως και αν ονομάσουμε την παράταση χρόνου που αποσπάσαμε, τον Απρίλιο προβλέπεται η ολοκλήρωση της αξιολόγησης του Μνημονίου με ό,τι αυτό συνεπάγεται για μέτρα που θα διασφαλίζουν τα «κατάλληλα» πρωτογενή πλεονάσματα.
Αλλιώς δεν παίρνουμε την τελευταία δόση των 7 δισ. που κατά τα άλλα δεν χρειαζόμαστε. Τον Ιούνιο άλλωστε έρχεται το τρίτο Μνημόνιο. Τους όρους θα τους μάθουμε τότε.
Με αυτή την έννοια η κυβέρνηση θα πρέπει να διαχειριστεί το πολιτικό κεφάλαιο που διαθέτει ικανοποιώντας αντικρουόμενους στόχους και διαφορετικά ακροατήρια. Από τη μια πλευρά είναι η Ευρωπαϊκή Ενωση αλλά και οι διεθνείς χρηματαγορές. Ακόμα και αν δεν υπήρχαν τα προαπαιτούμενα των δανειστών, για να μπορέσουμε κάποτε να απαλλαγούμε απο τα Μνημόνια θα πρέπει να μπορούμε να δανειζόμαστε από τις αγορές. Κι αυτό σημαίνει αυστηρή διαχείριση. Από την άλλη πλευρά βέβαια είναι οι πολίτες που περιμένουν την υλοποίηση των προεκλογικών υποσχέσεων και μαζί η αριστερή αντιπολίτευση -μέσα κι έξω από τον ΣΥΡΙΖΑ- που ήδη έχει αρχίσει να κάνει αισθητή την παρουσία της.
Ακροβατώντας μεταξύ των δύο, ο πραγματικός κίνδυνος για την κυβέρνηση είναι να συνεχίσουμε να πηγαίνουμε από το «Δόξα τω Θεώ» στο «βόηθα Παναγιά». Να συνεχίσουμε δηλαδή τις παλινωδίες, να εφαρμόζουμε τις μεταρρυθμίσεις με μισή καρδιά και να υιοθετήσουμε μια λογική ανταρτοπολέμου με την τρόικα. Μέχρι στιγμής οι θεατρικές παραστάσεις ανά την Ευρώπη μπορεί να κόστισαν στη χώρα πολύτιμο πολιτικό κεφάλαιο, ενδεχομένως και πρόσθετη αυστηρότητα από το Eurogroup, ικανοποίησαν ωστόσο μεγάλη μερίδα πολιτών που τις αντιμετώπισαν ως δείγμα σκληρής (!) διαπραγμάτευσης. Σε βάθος χρόνου όμως, ο μόνος τρόπος για να διατηρηθεί η κοινωνική συναίνεση είναι να πετύχουμε υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης που θα οδηγήσουν σε μείωση της ανεργίας και κάλυψη των ελλειμμάτων χωρίς πρόσθετα μέτρα. Μετά από μια τόσο μεγάλη ύφεση αυτό είναι εφικτό – οι οικονομίες έχει αποδειχθεί ότι ανακάμπτουν γρήγορα επιστρέφοντας στις πραγματικές παραγωγικές τους δυνατότητες. Το πραγματικό εμπόδιο θα είναι οι ιδεοληψίες της κυβέρνησης, η παράταση των σχέσεων αντιπαλότητας με την Ευρώπη ή μέτρα που θα ικανοποιούν συνδικαλιστικές συντεχνίες σε βάρος της κοινωνίας και της οικονομίας. Η ρεαλιστική στροφή, με άλλα λόγια, πρέπει να φτάσει έως το τέλος.