Η ελληνογερμανική συνεργασία για την Τοπική Αυτοδιοίκηση κορυφώνεται με την τρίτη ετήσια ελληνογερμανική συνέλευση που θα λάβει χώρα για δεύτερη φορά στη Θεσσαλονίκη, έπειτα από πρωτοβουλία του Δήμου Θεσσαλονίκης. Είναι ευκαιρία λοιπόν να αναδείξουμε τους μύθους όσο και την πραγματικότητα αυτής της συνεργασίας.
Το πρώτο σημείο που ήθελα να καταγράψω είναι ότι η ελληνογερμανική συνεργασία είναι προϊόν συμφωνίας των κυβερνήσεων των δύο χωρών για προσφορά τεχνογνωσίας από γερμανικούς σε ελληνικούς δήμους. Η προσφορά αυτή, όμως, προσδιορίζεται με βάση τις προτεραιότητες των ελληνικών δήμων όπως αυτοί τις αξιολογούν. Οι ελληνικοί δήμοι, δηλαδή, επιλέγουν την ατζέντα της συνεργασίας. Μάλιστα, όπου ζητούμε μεταφορά τεχνογνωσίας δεν μας σερβίρεται μία και μόνο άποψη, αυτή που προωθεί κάποια υποτιθέμενα γερμανικά οικονομικά συμφέροντα. Στο θέμα της καθαριότητας, για παράδειγμα, όπου είχαμε επαφές ως Δήμος Θεσσαλονίκης, η υπηρεσία καθαριότητας του Βερολίνου συνεργάζεται με ιδιωτικές εταιρείες στη συλλογή και στην επεξεργασία των απορριμμάτων, ενώ αυτή του Αμβούργου δεν θεωρεί τη συνεργασία αυτή αναγκαία, γι’ αυτό και την έχει αποφύγει.
Δεύτερον, οι συμμετέχοντες δήμοι έχουν τη δυνατότητα να συνεργαστούν με το πλήρες φάσμα της γερμανικής πολιτικής σκηνής. Εδώ ήθελα να υπογραμμίσω την παρουσία των ερευνητικών κέντρων όλων των σημαντικών γερμανικών κομμάτων στην Ελλάδα, όπως αυτό του Konrad Adenauer των Χριστιανοδημοκρατών, του Friedrich Ebert των Σοσιαλδημοκρατών, του Heinrich Boll των Πρασίνων και του Κέντρου Rosa Luxembourg του κόμματος Λίνκε, τα περισσότερα εκ των οποίων θα συμμετάσχουν και στη συνέλευση. Η συνεργασία λοιπόν χαρακτηρίζεται από ιδεολογικό πλουραλισμό και δεν αποσκοπεί στο να προωθήσει μια συγκεκριμένη ιδεολογική ατζέντα όσον αφορά το μέλλον της Τοπικής Αυτοδιοίκησης στην Ελλάδα.
Αυτά σε ό,τι έχει να κάνει με τα γενικά χαρακτηριστικά της ελληνογερμανικής συνεργασίας. Ειδικότερα τώρα στο τι στοχεύουμε να αποκομίσουμε ως Δήμος Θεσσαλονίκης, θέλω να αναδείξω τρία στοιχεία.
Πρώτον, η ελληνογερμανική συνεργασία μάς παρέχει πρόσβαση σε πολύτιμη τεχνογνωσία, σε τομείς που κρίνουμε ότι είναι τομείς αιχμής για τη Θεσσαλονίκη, όπως π.χ. η καθαριότητα, η επαγγελματική κατάρτιση, η προώθηση του τουρισμού και οι αστικές αναπλάσεις.
Δεύτερον, η ελληνογερμανική συνεργασία μάς δίνει τη δυνατότητα να προωθήσουμε την υπόθεση της μεταρρύθμισης της Τοπικής Αυτοδιοίκησης στη χώρα μας, που συνεχίζει να είναι μια από τις πιο συγκεντρωτικές στην Ευρωπαϊκή Ενωση. Η Γερμανία, αντίθετα, είναι από τις χώρες της Ευρώπης με την πιο ισχυρή αυτοδιοίκηση. Πρέπει λοιπόν να κάνουμε αυτή τη σύγκριση και να συμμετάσχουμε ενεργά στη συζήτηση για το ποια Τοπική Αυτοδιοίκηση θέλουμε εδώ στην Ελλάδα. Επιπλέον, λόγω της αναμενόμενης αναμόρφωσης του Καλλικράτη, είναι απολύτως χρήσιμο να ξέρουμε τι γίνεται στον έξω κόσμο.
Η τρίτη σημαντική παράμετρος είναι ότι η ελληνογερμανική συνεργασία είναι η μόνη ίσως πλευρά των ελληνογερμανικών σχέσεων που, από το ξέσπασμα της κρίσης μέχρι σήμερα, έχει τύχει θετικής προβολής από τα γερμανικά αλλά και τα διεθνή μέσα μαζικής ενημέρωσης. Στον βαθμό που οι δήμοι μας, λοιπόν, πρωτοστατούντος του Δήμου Θεσσαλονίκης, μπορούν να βελτιώσουν την εικόνα της χώρας μας στα μάτια του γερμανού πολίτη και στις τοπικές του ηγεσίες, σε αυτόν τον βαθμό η Τοπική Αυτοδιοίκηση επιτελεί έργο εθνικής σημασίας. Είναι ανεπίτρεπτο να αφήσουμε την τύχη της σημαντικότερης σήμερα διμερούς σχέσης της χώρας μας είτε στην κίτρινη «Bild» είτε στις αβασάνιστες προκαταλήψεις του μέσου γερμανού πολίτη που έντεχνα καλλιεργεί ο γερμανικός κίτρινος Τύπος. Ούτε όμως μπορούμε να αφήσουμε την τύχη αυτής της σχέσης στα χέρια του δικού μας κίτρινου Τύπου και στα χέρια αυτών που συγκρίνουν τη σημερινή διμερή σχέση με τη ναζιστική Κατοχή.
Οφείλουμε, αντίθετα, μέσα από την ελληνογερμανική συνεργασία, να αποδυναμώσουμε τα γερμανικά στερεότυπα για τη χώρα μας, αλλά και να αναδείξουμε ότι αυτά τα στερεότυπα καθηλώνουν τη Γερμανία σε μια διαχείριση της κρίσης στην Ελλάδα που είναι αδιέξοδη, τόσο για εμάς όσο και για τους ίδιους τους Γερμανούς.
Ο Γιάννης Μπουτάρης είναι δήμαρχος Θεσσαλονίκης