Tο έργο της χαρακτηρίστηκε ως «….απόπειρα ανασυγκρότησης της πολιτικής σκέψης πάνω σε μια καινούργια βάση», που «αψηφά τον χρόνο». (Κορνήλιος Καστοριάδης, «Οι μοίρες του ολοκληρωτισμού»).
Και ο Πέτρος Παπασαραντόπουλος με τις εκδόσεις «Επίκεντρο», ως αμετανόητος εραστής της μαχόμενης δημοκρατίας, εξέδωσε και βιβλίο με τον αντίστοιχο τίτλο: «Γιατί πρέπει να διαβάζουμε Χάνα Άρεντ».
Η πρόσφατη όμως επιχείρηση προσβολής της κοινοβουλευτικής νομιμότητας από την αξιωματική αντιπολίτευση με πράξεις αντικοινοβουλευτικού ακτιβισμού, μετέτρεψε την «προτροπή» για διάβασμα του έργου της, σε «επιταγή».
Διότι η Άρεντ είναι αυτή που με τόση έμφαση μας έκανε να κατανοήσουμε ότι οι θεσμοί μας που στηρίζονται στον νόμο, είναι οι σταθερές πάνω στις οποίες οι άνθρωποι «κτίζουν τον κόσμο τους».
Χωρίς τον οποίο «…δεν θα μπορούσε να υπάρξουν καν πολιτισμοί – αυτές οι κατασκευές οι φτιαγμένες από τους ανθρώπους, για να στεγάσουν τη διαδοχή των γενεών». (Σε Βάνα Νικολαϊδου – Κυριανίδου, «ΗΑΝΝΑΗ ΑRΕΝDΤ», εκδόσεις «Αλεξάνδρεια»).
Άλλωστε, όπως η μνήμη διασφαλίζει τη συνέχεια της ιστορικής ύπαρξης, έτσι και οι νόμοι θεμελιώνουν την ίδρυση και τη συνέχεια του ανθρώπινου τεχνουργήματος, που είναι ο κόσμος.
Γι’ αυτό ακριβώς δεν μπορούμε να αφεθούμε «..στους νόμους της φύσης ή της ιστορίας» αφού, στην περίπτωση αυτή « …το τελικό αποτέλεσμα είναι ότι όλος ο κρατικός μηχανισμός τείνει να γίνει εγκληματική οργάνωση, όπως γνωρίζουμε από την περίπτωση των ολοκληρωτικών καθεστώτων». («Κρίσεις της Δημοκρατίας», «Επίκεντρο»).
Και ναι μεν τα ολοκληρωτικά καθεστώτα ηττήθηκαν, όμως ο «πειρασμός των ολοκληρωτικών λύσεων» επανέρχεται συνεχώς.
Προϊόν αυτού του «πειρασμού», στην γελοία εκδοχή του, ήταν και η κατάληψη του βήματος της Βουλής εκ μέρους πρώην υπουργού του ΣΥΡΙΖΑ, ως απόπειρα ηθοποιού να υποδυθεί τον αυτόχθονα «Τεχέρο».
Η οποία εξέπεσε σε ελληνική παρωδία της ισπανικής παρωδίας. Αφού ο υποδυθείς τον αυτόχθονα «Τεχέρο» δεν σήκωσε καν το περίστροφο, με το οποίο φωτογραφίζεται αλλού να πυροβολεί και αρκέστηκε στην οπερετική γελοιότητα.
Και βεβαίως η γελοιότητα, ως μία από τις πτυχές της ανθρώπινης κατάστασης, είναι αδιάφορη όταν αφορά τον ιδιωτικό βίο. Όταν όμως χρησιμοποιείται ως εργαλείο για την ανατροπή των νομικών κανόνων λειτουργίας του κοινοβουλίου, μπορεί να οδηγήσει στην «κόλαση».
Δεν είναι τυχαίο ότι πίσω του στοιχήθηκαν όσοι παραμένουν καθηλωμένοι στον «πειρασμό του Λένιν». Δηλαδή στην περιφρόνηση προς κάθε δημοκρατικό θεσμό, την οποία εκδήλωσε με την πράξη του να καταργήσει βίαια τη Συντακτική Συνέλευση, τον μοναδικό θεσμό που προέκυψε από καθολική ψηφοφορία.
Μία πράξη που προκάλεσε την Ρ. Λούξεμπουργκ να καταγγείλει ότι το σοβιετικό καθεστώς θα κατέληγε στην «εξουσία μιας κλίκας».
Είναι η ίδια περιφρόνηση που εκδηλώνουν σήμερα οι κληρονόμοι του Λένιν απέναντι σε κάθε δημοκρατικό θεσμό, όπως είναι το κοινοβούλιο. Το οποίο απαξιώνουν σαν «τυπική δημοκρατία» μπροστά στην «πραγματική δημοκρατία» του λενινιστικού και σταλινικού ολοκληρωτισμού και εσχάτως κάθε τριτοκοσμικής τυραννίας τύπου Βενεζουέλας.
Όπως και η περιφρόνηση προς την δημοκρατική νομιμότητα που εκδηλώθηκε από την - κατά Λούξεμπουργκ - «κλίκα», με την απειλή διαγραφής βουλευτή, επειδή δήλωσε ότι σέβεται την πράξη της δικαιοσύνης να αρχειοθετήσει τις υποθέσεις των θυμάτων της πολιτικοδικαστικής συνωμοσίας NOVARTIS.
Εκτός όμως από τη μεγάλη συμβολή της Arendt στην κατανόηση των ολοκληρωτικών τεράτων, επί πλέον μας προειδοποίησε και για κάτι απολύτως τρομακτικό: ότι στο τέλος μοιάζει κανείς στον αντίπαλό του. Και έδωσε ως παράδειγμα το παράδοξο των επαναστάσεων. Όπου, τα καθεστώτα που προέκυψαν από αυτές, προκαθορίστηκαν από αυτά που ανατράπηκαν. Πράγμα που σημαίνει η δημοκρατία διατρέχει πάντοτε έναν κίνδυνο: οι υπερασπιστές της να μοιάσουν στους εχθρούς της, με αποτέλεσμα να μην υπάρχει άνθρωπος να την υπερασπιστεί.
Η μόνη λοιπόν προληπτική προστασία, είναι η επίγνωση αυτού του κινδύνου, την οποία προσφέρει το έργο της Άρεντ. Σαν το αποτελεσματικότερο «εμβόλιο» κατά του πειρασμού των ολοκληρωτικών λύσεων.
Το οποίο, όπως βεβαίωσε και ο Κορνήλιος Καστοριάδης, είναι και «δοκιμασμένο».
Και όχι σαν το άλλο το αδοκίμαστο εμβόλιο, με το οποίο υποχρεώθηκε να εμβολιαστεί ο υποδυόμενος τον αυτόχθονα «Τεχέρο» και από τότε, όσοι είχαν πειστεί από τον ίδιο ότι είναι αδοκίμαστο, ψάχνουν να δουν αν θα βγάλει ουρά…
Γι’ αυτό, «από το αυτί και στην Άρεντ»!
Πηγή: www.tanea.gr