Προχθές το Σάββατο, ο Πατερούλης κάλεσε όλη την οικογένεια και μας είπε:
Παιδιά μου… Για να σας ευχαριστήσω που είσαστε φρόνιμα και υπάκουα Αριστερόπουλα (όση ώρα εγώ γκρέμιζα το γιαπί που κτίσαμε με τους γείτονες), καθώς και σεβαστικά στους γονείς και τους προγόνους σας, αποφάσισα να σας πάω να παίξετε «Κεντρική Επιτροπή». Θέλετε ;
Ναι, ναι, φωνάξαμε όλα μαζί και χτυπούσαμε παλαμάκια!
Θα σας ζητήσω όμως να είστε κόσμιοι εκεί που θα πάμε και να μην παίξετε μπουγέλο με βρομόνερα όπως κάνετε καθημερινά, γιατί εκεί είναι καθώς πρέπει χώρος και θα μας διώξουν, σύμφωνοι;
Καλέ Πατερούλη, άσε μας να παίξουμε και λίγο μπουγέλο, είπε ο μικρούλης Άρης. Στην Αλάνα του, ο θείος Αλέξης, πώς αφήνει τα ξαδέλφια μας και παίζουν;
Τότε, συγκινημένος ο Πατερούλης, μας κοίταξε όλο στοργή και είπε:
Σας το κρατούσα μυστικό, αλλα δεν κρατιέμαι, θα σας το πω. Σκέφτηκα να πάμε σε λίγο καιρό στο κτήμα του θείου Αλέξη, να μείνουμε ξανά όλοι μαζί όπως τα παλιά καλά κολχόζ και να παίζουμε με τις μέλισσες του Γιατρού. Όμως θα κάνετε λίγη υπομονή μέχρι να βάλω κάτι κόκκινες γραμμές ακόμα, τι λέτε;
Ναι, ναι, φωνάξαμε σχεδόν όλα μαζί και χτυπούσαμε παλαμάκια!
Πιο πολύ χαρούμενοι ήταν ο θείος Θόδωρας, ο θείος Αντώνης με τα άσπρα τα μαλάκια του τ’ ανακατεμένα, ο θείος Δημητράκης και η μικρή μας η Σοφούλα, που χοροπηδούσαν απ’ τη χαρά τους ευτυχισμένοι!
Κι έτσι ξεκινήσαμε να πάμε στην Αθήνα. Στο δρόμο που πηγαίναμε, κάποιος έριξε μια ιδέα. Παιδιά, να κάνουμε μια πλάκα στον Πατερούλη να γελάσουμε;
Τι πλάκα, τι, τι, τι, τι, ε; ρώτησε ο Αρτέμης, που στο μεταξύ ήταν τιμωρία γιατί χάλασε τρεις εκτυπωτές και δεν είχαμε να κάνουμε τις σχολικές μας φωτοτυπίες.
Όχι, όχι, φώναζαν τα άλλα παιδάκια. Μην το πούμε του Αρτέμη, γιατί είναι μαρτυριάρης και θα τα πει του Πατερούλη και θα χαλάσει η πλάκα, είπε η Ερινούλα, που φορούσε ακόμα τη στολή της χίπισσας από τις αποκριές.
Πείτε μου το στο αυτί κι εγώ θα το ψιθυρίσω στους άλλους.
Ναι, ναι, φωνάξαμε μερικοί και χτυπούσαμε χαρούμενοι παλαμάκια.
Και τι θα κάνουμε; Ρώτησε γεμάτος περιέργεια ο Μάκης.
Να γράψουμε ένα γράμμα που θα λέμε (και καλά) ότι δεν τον αγαπάμε τον Πατερούλη και πως κακιώσαμε που γκρέμισε το γιαπί που έκτισε με τον κυρ Αντώνη και τον κυρ Βαγγέλη τον γυμνασιάρχη. Μετά, λίγο πριν φύγουμε από την παιδική χαρά, θα του πούμε ότι ήταν πλάκα και ότι είμαστε αγαπημένοι και ευτυχισμένοι κοντά του. Γέλια που θα κάνει ο Πατερούλης μόλις δει ότι του την σκάσαμε, ε; Είπε ο Γκιόκας.
Η παιδική χαρά ήταν πολύ ωραία και οι δάσκαλοι που θα μας πρόσεχαν να μην βγάλουμε κανένα μάτι πάνω στα παιχνίδια, επίσης. Ο Πατερούλης με τον αδελφό του, τον θείο Πίπη, μας βάλανε σε μία σειρά και είπαν: Σάκη, πάρε ένα μήλο. Μαρία, να ένα άλλο. Θέλω κι εγώ μήλο θείε, είπε ο Χαρούλης και το παιχνίδι άρχισε. Πρώτος μίλησε ο Πατέρας: Παιδιά μου… Λέω να αρχίσουμε να μεταρρυθμίζουμε τον χώρο που θα παίξουμε, από έξω όμως, είπε όλο χαρά.
Λοιπόν, αρχίζουμε: Ένας-ένας και μία-μία θα κάθεστε σε μία καρέκλα και δεν θα σηκωθείτε από εκεί, σύμφωνοι; Ναι, ναι, φωνάξαμε όλα μαζί και χτυπούσαμε παλαμάκια, ενώ ο Άρης χαιρόταν διπλά κρατώντας το κόκκινο μαντήλι που του είχε κάνει δώρο ο θείος Θόδωρος, που το είχε βρει σε μια πιτσαρία που δούλεψε εκεί πολύ-πολύ παλιά, για έναν ολόκληρο μήνα!
Μετά ήταν η σειρά του θείου Πίπη να μιλήσει. Ξαφνικά όμως, ο θείος Πίπης άρχισε να κλαίει και να τραβάει τα μαλλιά του, φωνάζοντας δυνατά: Πώς το έκανα αυτό αδελφέ μου και σε στεναχώρησα τόσο; Είμαι ένας κακούργος, ένας τιποτένιος, ένας αχάριστος… Τι θα πω τώρα στους ένδοξους προγόνους μας, όταν κάνω τραπεζάκι και τους καλέσω; Συχώρα με παρθένα μου, γλυκιά μου παναγιά, φώναζε έχοντας πέσει στα πόδια του Πατερούλη, που κουνούσε το κεφάλι κάνοντας τον σταυρό του.
Ηρέμησε Πίπη μου, δεν φταίμε εμείς. Η φαντασία, η αφασία και η νοσταλγία μας τα φταίει, προσπάθησε να τον παρηγορήσει ο θείος Αντώνης, με τα λευκά σγουρά μαλλιά, τ’ ανακατεμένα.
Τότε πλησίασε ο άλλος θείος Αντώνης, που δουλεύει στις αναπαλαιώσεις υποδομών και πήρε τον λόγο. Εμένα που με βλέπετε, ξέρετε τι μου έκαναν οι αλλόθρησκοι; Δεν μου έδιναν μπογιές και λούστρα για να δω τι χρώμα θα ξανά ’βαφα τα παλιά έπιπλα κι έτσι τα άφησα σχεδόν άβαφα. Υπήρχαν και κάτι παλιοί σομιέδες που αργά και με ασφάλεια, σε 50-60 χρόνια, θα τους πέταγα και θα παίρναμε καινούργιους, αλλά ούτε αυτό με άφησαν να κάνω, οι παλιάνθρωποι. Μωρέ καλά έκανες και τους το γκρέμισες το γιαπί, κουμπάρε!
Ξαφνικά όμως, πετάχτηκε η Ζωζώ, που νευριασμένη είπε: Πατερούλη μου γλυκέ, και αδελφάκια μου. Είμαι πολύ στεναχωρημένη γιατί προχθές με παίρναν στο κινητό κάτι παλιόπαιδα και με ρωτούσαν γιατί ο Πατερούλης άρχισε να γκρεμίζει το γιαπί απέναντι απ’ το σπίτι μας, αλλα εγώ δεν ήξερα τι να τους απαντήσω και αυτοί μου κλείναν το τηλέφωνο στα μούτρα, νομίζοντας ότι τους κοροϊδεύω και τώρα δεν μου μιλάνε, άντε πια!
Μετά σηκώθηκε ο Μάκης μας, που όλο σκέρτσο και νάζι μας είπε ένα ποίημα:
Έχω μια αυλή.
Κούκλα αληθινή.
Την λένε Αμαλία.
Την αγαπώ πολύ!
Ετσι λοιπόν παιδιά, με γέλια, μπηχτές, λόγους κι αγκαλιές, πέρασε η μέρα χαρούμενα στην παιδική χαρά που μας πήγε ο Πατερούλης μας να παίξουμε Κεντρική Επιτροπή! Και αφού ήρθε το βράδυ και από το πολύ παιχνίδι πεινάσαμε, όλοι μαζί ευτυχισμένοι πήγαμε, όπως κάθε φορά μετά το παιχνίδι, πού αλλού; Στα σουβλάκια!
Στο γυρισμό, μέσα στο πούλμαν, όλοι μαζί ελεύθεροι πια, τραγουδούσαμε κάτι παλιά τραγουδάκια που εδώ και τρία χρόνια θέλαμε, αλλά ντρεπόμασταν να τα τραγουδήσουμε, μη μας κακοχαρακτηρίσουν οι κομπλεξικοί νέοι μας γείτονες.
Μπάτσοι, γουρούνια, δολοφόνοι.
Το αυτί του Αριστερού, ποτέ του δεν ιδρώνει!
Καληνύχτα κι από μένα και όνειρα γλυκά στον ύπνο του δικαίου…