Πολλοί εξ ημών που ασχολούμαστε, κατ’ επάγγελμα, με την δημόσια πολιτική (προσοχή: όχι με την επαγγελματική, πρακτική πολιτική αλλά, με την άλλη, την επιστημονική), κατά την προεκλογική περίοδο, σιωπούμε.
Σε μια χώρα που τόσο το πολιτικό της σύστημα όσο και πολλοί από τους ενεργούς πολίτες αρέσκονται σε αλληλοκατηγορίες περί«προγραμματικών» και «κοστολογημένων» μέτρων (εκ του ασφαλούς, βεβαίως, αφού γνωρίζουν ότι το Γενικό Λογιστήριο δεν αξιολογεί, εκ συστήματος και διαχρονικά, ούτε καν προτάσεις νόμων για τις οποίες έχει συνταγματική υποχρέωση,με το επιχείρημα ότι δεν μπορεί να υπολογίσει την επίπτωσή τους στον κρατικό προϋπολογισμό, επειδή είναι αόριστες) ο τεκμηριωμένος επιστημονικός λόγος περί προτάσεων και λύσεων πολιτικής σε δημόσια προβλήματα, καταλήγει να είναι περιθωριακός.
Εκείνο που προκαλεί, πάντως, τη συνείδηση και τη γνώση ενός ειδικού είναι ο λαϊκισμός που εναλλάσσεται με τη συσκότιση της πραγματικότητας και η, χαρακτηριστικά άνετη, εναλλαγή της με το φαντασιακό και ανέφικτο. Η δημόσια πολιτική βρίσκεται, όμως, στον αντίποδα της λαϊκιστικής πρακτικής πολιτικής, αφού υπεραμύνεται του ορθολογικού τρόπου λήψης απόφασης, ακολουθώντας συγκεκριμένες μεθόδους και τρόπους συναγωγής συμπερασμάτων.
Εξ αυτού και μόνον, τολμώ να διατυπώσω μερικές επισημάνσεις σε μια από τις πιο χαρακτηριστικές προεκλογικές υποσχέσεις, τηναύξηση στους μισθούς των δημοσίων υπαλλήλων.
Η εξαγγελία αυτή συγκαταλέγεται μεταξύ εκείνων που ακούγονται ευχάριστα στ’ αυτιά των ψηφοφόρωνδημοσίων υπαλλήλων και κανένα κόμμα δεν θα τολμούσε, προεκλογικά, να διατυπώσει αντίθετη πρόταση. Θα ήταν ολέθριο πολιτικό σφάλμα να διαταραχτεί η προσδοκία που καλλιεργείται σ’ αυτή τη μεγάλη δεξαμενή ψηφοφόρων. Πολλές λεπτομέρειες δεν αναφέρθηκαν, πέραν του ότι η αύξηση του κατώτατου μισθού στον ιδιωτικό τομέα υποχρεώνει σε ευθυγράμμιση του κατώτατου μισθού και στο Δημόσιο και ότι θα υπάρξουν προσαρμογές που μπορεί να φτάσουν και τα …100 ευρώ. Τίποτα άλλο. Κάτι αναφέρθηκε για την ενσωμάτωση των επιδομάτων στον βασικό μισθό και η εξαγγελία έκλεισε με μερικά εντυπωσιακά νούμερα, πχ «1 δις για αυξήσεις» προκειμένου να δελεαστούν όσοι την αντιμετώπισαν με σκεπτικισμό.
Δεν υπήρξε, όμως, ούτε καν η διερώτηση ως προς τα αίτια που προκάλεσαν την περικοπή των μισθών των δημοσίων υπαλλήλων κατά 17% (εκτίμηση του κοινωνικού Πολύκεντρου ΑΔΕΔΥ) στο πρόσφατο μνημονιακό παρελθόν. Εάν υπήρχε η πληροφορία περίτων αιτιών (πχ, επειδή υπήρξε κατακερματισμός μισθολογίων με αποτέλεσμα την ύπαρξη «ρετιρέ» και πληβείων ηεπειδή ήταν ανύπαρκτοι οι ελεγκτικοί μηχανισμοί της οργανωσιακής και της ατομικής απόδοσης, κοκ),τότε θα μπορούσε κανείς να εξετάσει συγκριτικά τις εξαγγελίες και την πραγματικότητα και να θέσει ορισμένα πολιτικά διλήμματα και προτεραιότητες που θα εμπλούτιζαν τη συζήτηση. Τέτοια ζητήματα είναι, επί παραδείγματι, τα ακόλουθα:
- Θα εξακολουθήσουμε να έχουμε ένα «ενιαίο» (διάβαζε, ισοπεδωτικό) μισθολόγιο που δεν συνδέει την αμοιβή με την απόδοση των υπηρεσιών και την παραγωγικότητα των υπαλλήλων;
- Ποιοι θα πάρουν αύξηση; Και οι υψηλόμισθοι (υπάλληλοι των 4.000 ευρώ) και οι χαμηλόμισθοί (υπάλληλοι των 1000 ευρώ); Και οι καλύτεροι και οι χειρότεροι;
- Θα υπάρξουν ελεγκτικοί μηχανισμοί με σκοπό την υποστήριξη εκείνων που προσθέτουν αξία στον μισθό τους και την απαξία εκείνων που αδιαφορούν και προκαλούν με την συμπεριφορά/ η και την απουσία τους; Πως θα ελεγχθούν οι πολιτικοί προϊστάμενοι των υπηρεσιών που, συχνά, κρύβονται πίσω από την διοικητική αβελτηρία;
- Γνωρίζουν εκείνοι που εξαγγέλλουν τις αυξήσεις όχι τους ονομαστικούς αλλά τους πραγματικούς μισθούς πολλών δημοσίων υπαλλήλων (ιδίως, δε, κάποιων χιλιάδων μετακλητών); Γνωρίζουν τον βαθμό της διαφθοράς και της συναλλαγής, ιδίως, δε, εκείνων που μέσω «περιστρεφόμενων θυρών» προσπορίζονται πολλαπλάσια έσοδα σε σχέση με τις επίσημες αμοιβές τους;
Και μέχρις εδώ είναι κατανοητή η σιωπή τόσο των λαοπλάνων ρητόρων όσο και των «προγραμμάτων» που διατυπώνονται κατά την προεκλογική περίοδο. Δείτε, όμως, την πιθανότερη εξέλιξη την επόμενη μέρα: Η νέα κυβέρνηση θα έχει δύο επιλογές. Η πρώτη είναι να θεωρήσει την παροχή αυτή προεκλογική και, απλώς, να την αφήσει να πέσει στον κάλαθο των ανεκπλήρωτων υποσχέσεων. Υπάρχει, πάντα, ένα «επιχείρημα» που πιάνει, εκείνο του υπαρκτού η του εικαζόμενου δημοσιονομικού χώρου. Αυτός αυξομειώνεται αναλόγως των πολιτικών και κομματικών προτεραιοτήτων. Εάν η εξαγγελία κριθεί ότι πρέπει να πάει στα αζήτητα, αυτό δεν θα αιτιολογηθεί με βάση την προεκλογική ψευδολογία ή επιπολαιότητα αλλά με βάση την έλλειψη δημοσιονομικού χώρου. Εναλλακτικά, εδώ, αντί της μεταρρύθμισης του μισθολογίου, η κυβέρνηση μπορεί να προχωρήσει στην χορήγηση ενός φιλοδωρήματος για όλους, της τάξεως των 50-100 ευρώ, μια επιλογή που (υποτίθεται) ότι δεν βλάπτει κανέναν (χωρίς, όμως, να λύνει το πρόβλημα ουσίας).
Η απόρριψη, όμως, μιας προεκλογικής υπόσχεσης δεν είναι ότι καλύτερο για μια νέα κυβέρνηση, οπότε είναι προτιμότερο να την τορπιλίσει για της πλαγίας. Σ’ αυτή την εναλλακτική, που είναι παραλλαγή της πρώτης, η κυβέρνηση θα αναθέσει σε κάποιους ειδικούς (κατά προτίμηση, της αρεσκείας της) την κατάρτιση ενός μισθολογίου, χωρίς, όμως, να τους δώσει τις συντεταγμένες της αρχιτεκτονικής του (πχ. την ύπαρξη ενός η περισσότερων διαφοροποιημένων μισθολογίων, την σύνδεση η μη των αμοιβών με την θέση, την ύπαρξη η μη ενός ποσοστού διακύμανσης εντός των μισθολογικών κλιμακίων, κ.λπ). Εάν η κυβέρνηση ήθελε ή ήξερε τις συντεταγμένες του νέου μισθολογίου, τότε θα έπρεπε (λογικά) να τις είχε ανακοινώσει μαζί με την γενική εξαγγελία περί αυξήσεων.Προφανώς, όμως, μια τέτοια εξαγγελία θα δυσαρεστούσε ή θα προβλημάτιζε κάποιους δυνητικούς ψηφοφόρους, γεγονός το οποίο, είναι αρκετό από μόνο του να αποτρέψει μια τέτοια ενέργεια.
Τούτων δοθέντων, οι ειδικοί θα αποτελέσουν, εκόντες-άκοντες, άλλοθι για την (ηθελημένη) αποτυχία της κυβέρνησης.Η έλλειψη ανοιχτών δεδομένων και στοιχείων καθώς και η (δεδομένη)έλλειψη διάθεσης συνεργασίας με τους υπηρεσιακούς φορείς θα τους οδηγήσει, πιθανότητα, σε μια έκθεση-σούπα (βλ. σ’ αυτή την κατηγορία τηνέκθεση Goldammerγια την Πολιτική Προστασία η την έκθεση Πισσαρίδη, από τις οποίες δεν εφαρμόστηκε σχεδόν τίποτα, παρά τα ηχηρά ονόματα των συντακτών τους).
Η δεύτερη εναλλακτική, με μικρή, όμως,πιθανότητα εφαρμογής είναι η κυβέρνηση να προχωρήσει σε μια μεταρρύθμιση του μισθολογίου το οποίο είναι ένα από τα πλέον ισοπεδωτικά και αντιπαραγωγικά μισθολόγια της Ευρώπης. Αυτό θα σημαίνει ότι θα έχει κατανοήσει την «μεγάλη εικόνα», δηλαδή, θα γνωρίζει ποιες μεταρρυθμίσεις πρέπει να προωθηθούν και να χρησιμοποιήσει το μισθολόγιο ως εργαλείο γι’ αυτό. Τότε θα κριθεί και ως προς την επάρκεια του σχεδίου της όσο και ως προς την ύπαρξη και την ποιότητα των μεταρρυθμιστών που θα αναλάβουν να το υλοποιήσουν.
Εν τέλει, η επιστημονική προσέγγιση της πολιτικής μπορεί να μην έχει πολλά κοινά με την τρέχουσα πολιτική, πλην όμως, μπορεί να είναι χρήσιμη σ’ εκείνους που θα αψηφίσουν το πολιτικό κόστος και θα προσχωρήσουν, αποφασιστικά μπροστά. Οι προτάσεις της δημόσιας πολιτικής δεν είναι ούτε δεξιές ούτε αριστερές ούτε, όμως, και πολιτικά αδιάφορες. Εντασσόμενες σ’ ένα πολιτικό αφήγημα μπορούν να νοηματοδοτήσουν μια μεταρρυθμιστική η συντηρητική ατζέντα.
Εάν αυτή είναι μια διαπίστωση γενικής ισχύος, στη χώρα μας με δεδομένη την καχυποψία, την υπανάπτυξη των διοικητικών επιστημών και το σχεδόν παθολογικό εγώ των πολιτικών, τα περιθώρια επικοινωνίας και συνεργασίας μεταξύ της επιστημονικής και της πρακτικής πολιτικής είναι μικρά.
Εναπόκειται και στους δύο (πολιτικούς και επιστήμονες) να τα διευρύνουν.