Οι δημοσκοπήσεις λίγο πριν από την έναρξη της επίσημης προεκλογικής περιόδου αποτύπωσαν την περισυλλογή των πολιτών, που καλούνται πλέον να συμβιβάσουν την οργή για το παρελθόν με τις προσδοκίες για το μέλλον. Η παρατηρούμενη σύμπλευση των άκρων του πολιτικού φάσματος σε επιλογές που άμεσα (ΚΚΕ, Καμμένος, Χρυσή Αυγή) ή έμμεσα (ΣΥΡΙΖΑ, ΛΑΟΣ) καταλήγουν στην αποκοπή από την Ευρώπη και στη δραχμή επαναλαμβάνει γνωστά φαινόμενα που εκδηλώνονται σε περιόδους εθνικής κρίσης, παρακμής της δημοκρατίας και διάχυσης της ανομίας. Οι συμπλεύσεις δεν αφορούν μόνο τις ηγεσίες. Η ευκολία με την οποία «φουσκώνει» δημοσκοπικά πότε το ένα και πότε το άλλο άκρο δείχνει ότι ένα μέρος, μικρό προς το παρόν, της κοινωνίας προσλαμβάνει τον λόγο των δύο χώρων ως συγγενικό. Οχι τυχαία το 49% όσων δηλώνουν ότι θα ψηφίσουν ΣΥΡΙΖΑ «προτιμά» τον κ. Καμμένο (VPRC – «Επίκαιρα»). Το παιχνίδι αυτής της ετερόκλητης συμπόρευσης είναι και δεν μπορεί παρά να είναι καταστροφικού χαρακτήρα. Καταστρέφουν τις πιθανότητες υπέρβασης της ελληνικής κρίσης εντός της Ευρώπης και της ευρωζώνης, χωρίς να προτείνουν ούτε να μπορούν να προτείνουν μια διαφορετική προοπτική. Ωθούν την Ελλάδα να επιλέξει η ίδια την αποχώρηση από την Ευρώπη και την ευρωζώνη μέσα σε καταστάσεις άτακτης χρεοκοπίας. Για όσους ποντάρουν στην κατάρρευση της χώρας είτε ως «επαναστατική κατάσταση», είτε από ίδιο συμφέρον, είτε από απόγνωση, η προοπτική αυτή είναι επιθυμητή. Για όσους όμως πιστεύουν ότι η Ελλάδα μπορεί να υπερβεί την κρίση πληρώνοντας ακριβά αλλά όχι πανάκριβα (πόσω μάλλον που έχει διανύσει ήδη μεγάλο μέρος της κοιλάδας των δακρύων), η προοπτική αυτή σημαίνει παγίδευση της χώρας σε μια μακροχρόνια κρίση «μετασοβιετικού τύπου».
Μέσα στην κινούμενη άμμο της κοινής γνώμης τα δύο (ώς τώρα) κόμματα εξουσίας προσπαθούν να επανασυσπειρώσουν το σκορπισμένο εκλογικό τους σώμα ακολουθώντας κατ’ αρχάς την πεπατημένη: βρίζε με, να σε βρίζω, ώστε να πολώσουμε μεταξύ μας το πολιτικό σκηνικό. Η επιλογή τους είναι κατανοητή, πόσω μάλλον που το πολιτικό κλίμα μεταξύ της Αθήνας και της υπόλοιπης Ελλάδας είναι αρκετά διαφορετικό. Κατανοητή, αλλά προβληματική. Κινδυνεύει να στραφεί εναντίον και των δύο, ενώ επιπλέον υπονομεύει την πειστικότητα της πιθανότατης από ό,τι φαίνεται μετεκλογικής τους συνεργασίας. Η ΝΔ κατεξοχήν ποντάρει στην «πόλωση», ελπίζοντας να φτάσει έτσι στην πολυπόθητη αυτοδυναμία. Επαναλαμβάνει το ίδιο λάθος που έκανε με το Μνημόνιο. Τράβηξε την αντίθεσή της στα άκρα και όταν υποχρεώθηκε, όπως ήταν αναμενόμενο ότι θα υποχρεωνόταν, να κάνει τη στροφή, ένα κομμάτι έφυγε. Το ίδιο θα συμβεί, αν η σημερινή φανατική εμμονή στην αυτοδυναμία οδηγήσει μετεκλογικά τη ΝΔ σε πελαγοδρομήσεις και αυτοδιαψεύσεις. Πόσω μάλλον που, ενώ στο πρώτο Μνημόνιο τα μεγάλα μίντια ενθάρρυναν τη γραμμή της, τώρα φαίνεται να βλέπουν διαφορετικά τις μετεκλογικές εξελίξεις.
Η σωτηρία της χώρας εξαρτάται από το κατά πόσο θα μπορέσει να ανασυσταθεί και να πάρει την πολιτική πρωτοβουλία ο κεντρικός πλειοψηφικός κορμός της ελληνικής κοινωνίας, ανακόπτοντας τη διαχεόμενη κουλτούρα της ανομίας και του συντεχνιακού κανιβαλισμού τής μιας κοινωνικής ομάδας εναντίον της άλλης. Πολιτικά αυτό σημαίνει ότι τα δύο μεγάλα κόμματα, που κατεξοχήν αντιπροσώπευσαν έως τώρα αυτόν τον κορμό, θα βρουν έναν παραγωγικότερο τρόπο ανταγωνισμού που θα συνδυάζει τη σύγκρουση με τη συμφωνία ότι θα συνεχίσει η πορεία της ΔΗΜΑΡ προς μια κυβερνώσα Αριστερά και ότι θα ανακοπεί η φυγή δυνάμεων προς την Ακροδεξιά.
Θα μπορούσαν στο πλαίσιο αυτό τα δύο μεγάλα κόμματα να διαμορφώσουν μια τακτική που να μετατρέψει την πιθανή μετεκλογική τους συνεργασία σε προεκλογικό ατού; Θεωρητικά ναι. Υπό τρεις προϋποθέσεις. Οτι θα μπορούσαν κατ’ αρχάς να μεταδώσουν από κοινού στο εκλογικό σώμα τη συνείδηση της έκτακτης κατάστασης που περνά η Ελλάδα και η Ευρώπη (εφάμιλλη της κρίσης του 1929). Η αναζωπύρωση της κρίσης της Νότιας Ευρώπης με επίκεντρο την Ισπανία βοηθά, στο μέτρο που δείχνει ότι η κρίση του ευρώ είναι ακόμα παρούσα και ότι οι πιέσεις των δοκιμαζόμενων χωρών και των διεθνών αγορών θα επιταχύνουν τις θεσμικές αλλαγές και τις πολιτικές ανάπτυξης σε ευρωπαϊκό επίπεδο. Η Ελλάδα χρειάζεται να κερδίσει χρόνο αποφεύγοντας να αυτοκτονήσει στο μεταξύ.
Δεύτερη προϋπόθεση, να αντέξουν μια ουσιαστική αυτοκριτική του «μεταπολιτευτικού μοντέλου» και της διαχείρισης της πρόσφατης κρίσης. Το κυνήγι μαγισσών για την «απόδοση ευθυνών» είναι άλλη μια δημαγωγία όσων προσπαθούν να αποφύγουν την ουσιαστική αυτοκριτική. Η δομική προδιάθεση στη χρεοκοπία ήταν εγγενής στο «μεταπολιτευτικό δημοκρατικό μοντέλο» και ενεργοποιήθηκε πρωτίστως από την πελατειακή χρήση του κράτους εκ μέρους των δύο κομμάτων εξουσίας και δευτερευόντως από την πλειοδοσία της Αριστεράς, που μεταλλάχτηκε βαθμιαία από την Αριστερά των θυσιών της πρώτης Μεταπολίτευσης στην Αριστερά των επιδομάτων και της δημοσιοϋπαλληλίας. Ο τελικός εκτροχιασμός επήλθε λόγω της τραγικής διαχείρισης της κρίσης μετά το 2008. Και εδώ οι ευθύνες είναι σαφείς. Η κυβέρνηση Καραμανλή πέταξε την πετσέτα στην πιο κρίσιμη στιγμή, ενώ προηγουμένως είχε ρίξει ουκ ολίγη βενζίνη στη φωτιά αυξάνοντας προεκλογικά τα ελλείμματα. Η κυβέρνηση Παπανδρέου, δημαγωγώντας και η ίδια, δεν άλλαξε εγκαίρως το παιχνίδι, ενώ στάθηκε ανίκανη να συλλάβει ένα εθνικό σχέδιο αντιμετώπισης της κρίσης, το οποίο θα ενσωμάτωνε, θα διόρθωνε και θα υπερέβαινε το Μνημόνιο. Την ίδια ώρα οι αντιπολιτεύσεις (υποβοηθούμενες από τα μεγάλα μίντια) αποπροσανατόλισαν τον λαό και την κοινωνία. Η ΝΔ του κ. Σαμαρά ποντάρισε στην αντιμνημονιακή δημαγωγία ευαγγελιζόμενη μια επαναδιαπραγμάτευση όπου, όταν ήρθε η ώρα της, έμεινε θεατής. Το ΚΚΕ και ο ΣΥΡΙΖΑ προέταξαν ένα «όχι σε όλα», ακόμη και όταν επρόκειτο για τη διόρθωση προφανών παθογενειών, ενώ ενθάρρυναν τον κοινωνικό κανιβαλισμό κάθε ισχυρής συντεχνίας, με αποτέλεσμα να πληρώνουν κάθε φορά οι πιο αδύναμοι. Εχω την εντύπωση ότι οι πολίτες, ακόμη και όταν «ζητούν αίμα», ξέρουν κατά βάθος τι έφταιξε και ότι σε αυτό το δράμα υπάρχουν ανισομερείς ευθύνες, αλλά όχι αθώοι του αίματος.
Η τρίτη προϋπόθεση είναι να αναδείξουν ότι το μέλλον της χώρας εξαρτάται όχι μόνο από την αναδιάρθρωση της παραγωγικής βάσης και τον ανασχεδιασμό του κράτους πρόνοιας, αλλά και από την ανοικοδόμηση (κυριολεκτικά) του κράτους. Πράγματι, στην αφετηρία της κρίσης βρίσκεται ο τρόπος σύμπλεξης κράτους – κοινωνίας στη μεταπολιτευτική Ελλάδα με τη μεσολάβηση των κομμάτων. Η μεταπολιτευτική Ελλάδα, θέλοντας να ξεπεράσει τα τραύματα της μετεμφυλιακής περιόδου, «έβαλε στο κράτος και την άλλη Ελλάδα, την Ελλάδα των ηττημένων». Το ΠΑΣΟΚ εκτέλεσε το έργο μάλλον κατά γράμμα, όπως έπραξε και η ΝΔ στην πενταετή διακυβέρνησή της. Ο τρόπος που έγινε η αλλαγή επιδείνωσε την κομματικοποίηση του κράτους. Οι κρατικοί θεσμοί έμειναν ατροφικοί, τα κόμματα τους αναπλήρωσαν αρχικά μετατρεπόμενα τα ίδια σε κέντρα κρατικής-πελατειακής ισχύος, για να παρακμάσουν στη συνέχεια. Τότε οι πολιτικοσυντεχνιακές κλίκες και τα κυκλώματα άρχισαν να ιδιωτικοποιούν από μέσα το κράτος, με τη συνενοχή όλων των πολιτικών παρατάξεων. Ο,τι παρακολουθούμε σήμερα δεν είναι παρά η τεκμηρίωση της μεγαλύτερης αστοχίας της μεταπολιτευτικής περιόδου: της αδυναμίας οικοδόμησης ενός μοντέρνου κράτους στο οποίο να επικρατούν οι δικαιικές ρυθμίσεις και όχι τα πάσης φύσεως κυκλώματα.
Η ανοικοδόμηση του κράτους και η αναμόρφωση του κομματικού συστήματος είναι όψεις του ίδιου νομίσματος. Στην προεκλογική περίοδο πρέπει να υποχρεωθούν τα κόμματα να απαντήσουν αυτοκριτικά αλλά και προγραμματικά σε αυτά τα θεμελιακά πλέον προβλήματα. Ολα τα (σοβαρά) κόμματα, αρχίζοντας βεβαίως από τα δύο μεγάλα.
Ο Γιάννης Βούλγαρης είναι καθηγητής στο Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Ιστορίας του Παντείου Πανεπιστημίου