Περιστατικά όπως αυτό που συνέβη στην Υδρα με την επέμβαση των ίδιων των πολιτών για να προασπισθούν και να διασώσουν έναν «δικό» τους φοροφυγάδα, πέρα από τα αρνητικά μηνύματα που εκπέμπουν στην υπόλοιπη Ευρώπη, εμπεριέχουν τον κίνδυνο επιβεβαίωσης πολλών στερεοτύπων που κυριαρχούν σχεδόν σε όλον τον αναπτυγμένο κόσμο, για τον επαγγελματία φοροφυγάδα Ελληνα. Στην Ελλάδα, κατά αναλογία των οικονομικών αυτοεκπληρούμενων κακών προφητειών, παρακολουθούμε (ανήμποροι;) μία σειρά αυτοεκπληρούμενων στερεοτυπικών συμπεριφορών. Αυτό που φαίνεται και είναι στερεοτυπικό κάποιες τοπικές κοινωνίες με συμπαραστάτες πάντα κάποιους Δρίτσες και τοπικούς Δρούεζες αγωνίζονται να (και το) κάνουν πραγματική συμπεριφορά. Από την αδούλωτη και ατίθαση Κερατέα, στα ορυχεία της Κασσάνδρας, στις κατά τόπους χωματερές, στους αγωνιστές δημάρχους που αρνούνται να συναινέσουν στις συγχωνεύσεις και από εκεί στους αγωνιστές περιφερειάρχες (αλλά και υπουργούς, λέγε με Στυλιανίδη) που ζητούν οι μετανάστες να «πάνε αλλού», στους Υδραίους που προασπίζονται τους φοροφυγάδες τους, στους υπόλοιπους
που υπερασπίζονται την παράνομη αλιεία, την παράνομη δόμηση, την εκμετάλλευση της εργασίας χωρίς καμία ασφάλιση και άλλα πολλά παρόμοια, η ελληνική κοινωνία βρίθει από παραδείγματα μιας κοινωνίας που αρνείται να ενηλικιωθεί.
Και τι σημαίνει ενηλικίωση για μια κοινωνία; Σημαίνει μια κοινωνία που αφενός ξέρει να εξατομικεύει δικαιώματα και υποχρεώσεις και αφετέρου μια κοινωνία που βλέπει τον εαυτό της μέσα από τη δυναμική της προάσπισης της νομιμότητας. Αυτή η δυναμική φυσικά δεν σημαίνει την αποδοχή κάθε νομιμότητας, αλλά τη βούληση νόμιμης αμφισβήτησης κάθε ενέργειας που έρχεται σε σύγκρουση με το δημόσιο συμφέρον. Γιατί είναι προφανές πως υπάρχουν και νομιμότητες (όπως για παράδειγμα η χρηματοδότηση μέσω του προϋπολογισμού δεκάδων τοπικών «πολιτιστικών», ποδοσφαιρικών και συνδικαλιστικών σωματείων) που καμία αντίδραση δεν προκαλούν στις τοπικές κοινωνίες.
Ο άγγλος φιλόσοφος Τζον Λοκ από τον 17ο αιώνα έδειξε πως οι λαοί υποχρεούνται να αντιδρούν όταν οι εξουσίες ψηφίζουν και εφαρμόζουν άδικους νόμους. Από τότε, όμως, οι κοινωνίες έμαθαν να αποστρέφονται τόσο τον άδικο και ιδιοτελή νομοθέτη όσο και τον παρανομούντα συμπολίτη τους. Από τότε τα άτομα έμαθαν να οργίζονται όταν οι πολιτικοί τους παραβιάζουν τους νόμους, όταν κάνουν το ίδιο οι συντοπίτες και συμπολίτες τους, αλλά και να ντρέπονται όταν τα ίδια ενεργούν παρομοίως.
Αλήθεια, όμως, πώς συμβαίνει και στην Ελλάδα ενώ ευρύτερα κοινωνικά στρώματα υποφέρουν από τη φοροδιαφυγή των άλλων, από τις παραβιάσεις των κανόνων ησυχίας (κάθε καλοκαίρι οι ήχοι από τις καφετέριες και τα μηχανάκια σκεπάζουν κάθε ήχο της φύσης), από τα σκουπίδια των άλλων, από τους χουλιγκανισμούς τοπικών παραγόντων, να είναι ελάχιστοι αυτοί οι «γραφικοί» που αντιδρούν; Πώς γίνεται και οι περισσότεροι, αν δεν ενισχύουν την ανομία (όπως συνέβη στην Κερατέα και την Υδρα), να κάνουν τα στραβά μάτια; Πώς συμβαίνει και σε μια κοινωνία όπου όλοι ξημεροβραδιάζονται ομνύοντας στην κοινωνική αλληλεγγύη, να κυριαρχούν φαινόμενα όπως ο τοπικισμός και η εγωιστική κοινωνία;
Υπάρχει εξήγηση. Αυτή έγκειται στην απουσία στον ελληνικό κοινωνικό σχηματισμό ενός μεγάλου κρίκου που συνδέει τη λοκιανή φιλοσοφία με τις νεωτερικές κοινωνίες. Είναι ο κρίκος του ατομικισμού. Η απουσία αυτού του κρίκου γεννά ανομικές συμπεριφορές, ενώ τροφοδοτεί και παράγει τα αρχικώς αναφερθέντα στερεότυπα. Γιατί δεν υπάρχουν κοινωνίες εκεί όπου δεν υπάρχουν άτομα συνειδητοποιημένα όσον αφορά τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις τους.
Στις κοινωνίες όπου η πηγή της κοινωνικής αλληλεγγύης είναι το ανεξάρτητο και αυτόνομο άτομο, το οποίο όμως λόγω αυτής του της αυτοτέλειας θεωρείται και ατομικά υπεύθυνο για τις πράξεις του, σε αυτές τις κοινωνίες κανείς δεν μπορεί να κρυφτεί πίσω από τη βούληση της κοινωνίας και να βρει σε αυτήν συμπαραστάτες στις παρανομίες του. Στις κοινωνίες όπου ο ατομικισμός θεωρείται έκφραση του συνδυασμού αυτοτέλειας και υπευθυνότητας, θεμέλιο της κοινωνίας της αλληλεγγύης και όχι έγκλημα καθοσιώσεως, εκεί οι πολίτες δεν μετατρέπονται σε αγέλες εγωιστών, οι οποίοι μπορούν να παρανομούν καλυπτόμενοι από και πίσω από τους άλλους.
Το πρόβλημα της ελληνικής κοινωνίας δεν είναι πως ο καθένας κοιτάζει μόνο τον εαυτό του. Είναι το αντίθετο. Επειδή στις πράξεις που κάνουμε δεν βλέπουμε τον εαυτό μας αλλά την κοινότητα, νομιμοποιούμε έτσι την ανομία των άλλων, η οποία είναι η δική μας ανομία. Ετσι όμως και αυτοεκπληρώνονται τα στερεότυπα.
Ο Γιώργος Σιακαντάρης είναι διδάκτωρ Κοινωνιολογίας, επιστημονικός διευθυντής του ΙΣΤΑΜΕ
.
Το άρθρο αυτό δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα ΤΑ ΝΕΑ, στις 27/8/2012