Από την ημι-κανονικότητα στο εθνικό σκίρτημα

Γιάννης Βούλγαρης 24 Νοε 2019

Τα τριάντα χρόνια από την πτώση του Τείχους του Βερολίνου το 1989  έδωσαν την αφορμή για έναν πλούσιο διεθνή διάλογο Στο επίκεντρο ήταν η διάψευση των προβλέψεων ότι οι πρώην κομμουνιστικές χώρες θα είχαν μια ομαλή σχετικά πορεία που θα κατέληγε στη σταθερή εγκατάσταση της φιλελεύθερης δημοκρατίας και της καπιταλιστικής οικονομίας. Η σημερινή τροπή προς καθεστώτα «ανελεύθερης δημοκρατίας» έχει ψαλιδίσει τις προηγούμενες ελπίδες. Από όσα σχετικά διάβασα, σταμάτησα σε μια λεπτομέρεια. Η λέξη-κλειδί το 1989 στις χώρες αυτές ήταν «κανονικότητα». Εξέφραζε την αντίληψη ότι «επέστρεφαν» σε μια κανονικότητα που προφανώς «πρόσκαιρα» είχαν απολέσει – χαρακτηριστικά μάλιστα ο μεγάλος Γιούρκεν Χάμπερμας τις αποκάλεσε «επαναστάσεις ανάκτησης». Ας είναι σαφές. Δεν υπονοώ κάποιον ιστορικό παραλληλισμό με την Ελλάδα. Καμμία σχέση. Με παρακίνησε όμως αυτή η συμβιωτική σχέση «κανονικότητας» και «αλλαγής» που εκδηλώνεται στις μεταιχμιακές φάσεις – και βεβαίως το ανοιχτό της ιστορικής εξέλιξης καθώς η κατάληξή της διαπιστώνεται εκ των υστέρων.

Σε ένα τέτοιο μεταίχμιο ζει σήμερα η ελληνική κοινωνία, που ευτυχώς πόρρω απέχει από τη δραματικότητα του 1989 των ανατολικών χωρών, αλλά οπωσδήποτε αποτελεί τον επίλογο τής πιο επώδυνης δεκαετίας της μεταπολιτευτικής μας ιστορίας. Το τραύμα της κρίσης συνυπάρχει ακόμα με την ελπίδα της ίασης. Η επιθυμία κανονικότητας χαρακτηρίζει την ψυχολογία του μεγαλύτερου μέρους της κοινωνίας, πάνω από τις επιμέρους κομματικές προτιμήσεις, και κοινά οριζόντια αιτούμενα υποσκάπτουν τα τείχη του δεκάχρονου κάθετου διχασμού. Κατά τούτο, η «κανονικότητα», είτε ως επιθυμία είτε ως βίωμα ομαλοποίησης της καθημερινής μας ζωής, γίνεται εργαλείο αλλαγής, δημιουργεί τις προϋποθέσεις για τις μεταρρυθμιστικές τομές που είναι αναγκαίες. Και επιπλέον ανταμείβει ηθικά, έστω αναδρομικά και άρρητα, τις επιλογές και τις συμπεριφορές εκείνες που στη διάρκεια της κρίσης δεν παρασύρθηκαν από το άφθονο ψέμα και τον εκβαρβαρισμό. Από την άλλη, η αλλαγή είναι επίσης παρούσα, πιέζει για να θυμίσει την επιτακτικότητά της. Καταρχάς, η αλλαγή που προηγήθηκε και οδήγησε στην νέα κανονικότητα. Δηλαδή, η διάψευση της λαϊκιστικής αντιμνημονιακής υπόσχεσης, η απογοήτευση από την διακυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ, η αρνητική για μας σύγκριση με τη συμπεριφορά των άλλων χωρών που μπήκαν σε μνημόνια. Κυρίως όμως πιέζει η αναγκαιότητα των αλλαγών που χρειαζόμαστε για το μέλλον και που προειδοποιεί ότι άλλο κανονικότητα άλλο εφησυχασμός.

Με αυτή τη μεταιχμιακή ημι-κανονικότητα ζούμε σήμερα. Με την αισιοδοξία ότι τα πιο δύσκολα περάσανε, αλλά και τη συνείδηση ότι ακόμα δεν βγήκαμε στην απέναντι όχθη. Ο κρατικιστικός – συντεχνιακός οικονομικοκοινωνικός συνασπισμός που παγιώθηκε στην ύστερη μεταπολίτευση με βάση τους εσωστρεφείς κλάδου χαμηλής παραγωγικότητας, τον τουρισμό και τη μεσολάβηση του κράτους, αποδομήθηκε με την κρίση και τη χρεοκοπία. Ακόμα όμως δεν διαφαίνεται η διάδοχη κατάσταση ενός νέου μοντέλου, δεν έχουν δημιουργηθεί ισχυρές κοινωνικές συμμαχίες για μια αναπτυξιακή στρατηγική. Οι τράπεζες υπολειτουργούν, οι εξαγωγές αυξάνονται μεν αλλά το βάρος τους είναι ακόμα μικρό, ενώ αργή είναι και η τεχνολογική ανανέωση της παραγωγικής βάσης. Η χώρα έχει κάθε λόγο να αισθάνεται απροετοίμαστη να αντιμετωπίσει τους ραγδαίους μετασχηματισμούς που ήδη επιφέρει η νέα τεχνολογική επανάσταση. Πόσω μάλλον που το εκπαιδευτικό σύστημα και ειδικά η τριτοβάθμια εκπαίδευση γνώρισαν δραματική οπισθοδρόμηση. Στους θεσμούς έχει αρχίσει να επικρατεί μια νέα ατμόσφαιρα. Χαρακτηριστικά, ο δικαστικός κόσμος αντιδρά πλέον στην κρίση αξιοπιστίας που τον οδήγησε η καταστροφική περίοδος Παπαγγελόπουλου – Θάνου, αλλά χρειάζεται μεγάλη προσπάθεια ώστε η ελληνική Δικαιοσύνη να φτάσει τα επίπεδα αποτελεσματικότητας που είναι αναγκαία για την ταχεία ανασυγκρότηση της χώρας. Αλλά και τα γεωπολιτικά προβλήματα απαιτούν να ξεπεράσουμε τις αδράνειες να αναζητήσουμε νέες προσεγγίσεις καθώς το διεθνές πλαίσιο έχει γίνει ασταθές. Η Ευρώπη και η «Δύση» παραμένουν ασφαλώς οι άγκυρές μας, αλλά η Αμερική έχει γίνει απρόβλεπτη, η Ρωσία έχει επανακάμψει στην Ανατολική Μεσόγειο και η Κίνα έχει έρθει στον Πειραιά. Χρειαζόμαστε να ενώσουμε τις συνιστώσες με μια νέα πολυδιάστατη εξωτερική πολιτική που θα δημιουργήσει ένα ισχυρό πλέγμα συμμαχιών. Εντός αυτού θα ενταχθεί η περίπλοκη σχέση με τη Τουρκία την οποία δεν μπορεί να βλέπουμε μόνο με όρους «αποτροπής» αλλά και συνεργασίας, αν μη τι άλλο εξαιτίας το μεταναστευτικού ζητήματος.

Είναι προφανές ότι η αντιμετώπιση όλων αυτών των διλημμάτων χρειάζονται μια άλλη πολιτική ατμόσφαιρα από εκείνη του διχασμού και της εχθροπάθειας που κυριάρχησε την εποχή της χρεοκοπίας. Η κοινή γνώμη έχει αρχίσει να το καταλαβαίνει και να το επιθυμεί. Οι ηγεσίες και οι ελίτ των διαφόρων ζωτικών τομέων της κοινωνικής ζωής δείχνουν να ανασυντάσσονται. Το κύριο όμως ανάχωμα στην εθνική ανασύνταξη είναι το ύφος και η ποιότητα του κομματικού ανταγωνισμού. Μένει καθηλωμένος στο προηγούμενο στάδιο ή πηγαίνει ανάποδα, αναστέλλει τη βελτίωση και υποβαθμίζει τον προγραμματικό λόγο. Η κατάσταση αυτή οφείλεται και αντικατοπτρίζει το πρόβλημα του ΣΥΡΙΖΑ στον οποίο εξελίσσονται δύο παράλληλες οπισθοδρομήσεις. Στη μία πρωτοστατούν στελέχη και ομάδες που αγωνιούν να διασώσουν τη «ριζοσπαστική» κουλτούρα του 3%. Η δεύτερη γίνεται με πρωτοβουλία του ίδιου του Τσίπρα ο οποίος επιχειρεί να ανασύρει κα να επιβάλει έναν αναχρονιστικό αντιδεξισμό σαν κυρίαρχη ιδεολογική ταυτότητα του χώρου. Για το σκοπό αυτό επικαλείται μια εικόνα της «Δεξιάς» και της Ελλάδας που δεν έχουν σχέση με την πραγματικότητα, ενώ αναπαράγει διαρκώς τον διχασμό. Έτσι, το πρόβλημα του σημερινού ΣΥΡΙΖΑ δεν είναι οι θιασώτες του 3% αλλά τα όρια του ίδιου του Τσίπρα. Από τη μια είναι απόλυτος κυρίαρχος στο κόμμα, από την άλλη όμως δεν φαίνεται προς το παρόν τουλάχιστον, να πηγαίνει πέρα από τη μίμηση ξεπερασμένων  σλόγκαν της δεκαετίας του ’80 αν όχι του ‘50.

Το στοίχημα είναι λοιπόν αν οι πολιτικές, κοινωνικές και πνευματικές δυνάμεις που συμβαδίζουν με τις ανάγκες της εθνικής ανασυγκρότησης θα μπορέσουν να ορίσουν το πεδίο της αντιπαράθεσης ώστε να υποχρεώσουν τις αντίπαλες δυνάμεις της καθήλωσης να ξαναδούν τις επιλογές τους. Ουσιαστικά πρόκειται για ένα πρόβλημα ηγεμονίας που κρίνεται και πάλι στον χώρο του κέντρου, αντί στα άκρα όπως συνέβη στα πρώτα χρόνια της χρεοκοπίας. Επανερχόμαστε έτσι στο ζήτημα της κανονικότητας και της αλλαγής. Γιατί η ηγεμονία θα κριθεί από το αν θα δημιουργηθεί ένα νέο «ζωτικό κέντρο». Δεν εννοώ ούτε κόμμα, ούτε τη «μεσαία τάξη». Εννοώ ένα πλειοψηφικό κοινωνικό ρεύμα που η επιθυμία του για μια νέα κανονικότητα θα συνυπάρχει σταθερά με τη συνείδηση ότι χρειάζονται δομικές αλλαγές. Σε αυτό το σημείο λοιπόν η Πολιτική δεν αρκεί να εκφράσει το ήδη υπάρχον, αλλά να καθοδηγήσει τον μετασχηματισμό του. Χρειάζεται να ξεπεράσει τον ορίζοντα της καθημερινότητας, των «συγκεκριμένων μέτρων» και των «συγκεκριμένων πολιτικών», για να ενταχθεί  σε ένα δεσμευτικό πλέγμα αξιών και ερμηνειών των μετασχηματισμών που συνταράσσουν τη ζωή των ανθρώπων.

Σε φάσεις μεταιχμιακές όπως η σημερινή, η Πολιτική γίνεται αποτελεσματική όταν προβάλλει στο μυαλό και στο συναίσθημα των πολιτών μια μελλοντική θετική «εικόνα της Πατρίδας» συνδεδεμένη με τις αξίες μιας «δίκαιης κοινωνίας».