Από την «Βαρντάσκα Μπανόβινα» στην «Δημοκρατία της Μακεδονίας»

Νικηφόρος Αντωνόπουλος 24 Ιαν 2018

Βλέποντας τα επεισόδια που διαδραματίζονται στο θέμα της ονομασίας των Σκοπίων, θα μπορούσε κανείς να πει, άνετα, σαν να επρόκειτο για κινηματογραφική ταινία: «Εδώ ήρθαμε»! Δεν πρόκειται όμως για ταινία, αλλά για ένα πολιτικό σίριαλ που κρατάει κοντά 27 χρόνια. Και το μόνο καινούργιο είναι η απόφαση της κυβέρνησης Τσίπρα να ανοίξει το θέμα χωρίς ουδείς – πλην ίσως του … Αρχιεπισκόπου!.. – να γνωρίζει τι σκέφτεται, τι έχει προτείνει στην κυβέρνηση των Σκοπίων ή έστω, τι σκοπεύει να συζητήσει, από ποια σελίδα το έχει ανοίξει ή σκοπεύει να το ανοίξει, τι καινούργιο φέρνει στη συζήτηση ή τι από τα παλιά θα αφήσει πίσω… 

Και στο μεταξύ, εν μέσω δεκάδων νέων μέτρων που έρχονται προς ψήφιση ως προαπαιτούμενα για το πολυπόθητο κλείσιμο της αξιολόγησης, διεξάγεται ανηλεής πόλεμος μεταξύ των πολιτικών κομμάτων γενικώς για το «σκοπιανό», στη Θεσσαλονίκη ξαναζωντάνεψαν σκηνές από το ’92, με μόνο νέο στοιχείο του σκηνικού την επίσημη πλέον παρουσία της «Χρυσής Αυγής» με κατάμαυρη στολή και  ρόπαλα τυλιγμένα σε ελληνικές σημαίες, και στο διαδίκτυο να μαίνεται η συνήθης σφαγή μεταξύ «μακεδονομάχων» και … «ριψάσπιδων», κατά το νέο αστέρι της εθνικιστικής δεξιάς, στρατηγό ε.α. Φράγκο, ή κάπως έτσι… 

Σ’ αυτό ακριβώς το σημείο, θεώρησα ότι θα ήταν χρήσιμη μια αναδρομή στο ιστορικό του «Μακεδονικού», έτσι, σαν μια «σύνδεση με τα προηγούμενα», που λένε και στα σίριαλ! 

          (Το κείμενο που ακολουθεί είναι από το κεφάλαιο «Το πρόβλημα με τα Σκόπια» του βιβλίου μου «Επάγγελμα Δημοσιογράφος», που αποτέλεσε και τη βάση των μαθημάτων που κάνω στη Σχολή του        Ομίλου Αντέννα, από το 2005).

Το πρόβλημα με τα Σκόπια

Το πρόβλημα με το όνομα των Σκοπίων υπάρχει από το 1946 με τη δημιουργία από τον Στρατάρχη Τίτο, ηγέτη της τότε ενιαίας Ομόσπονδης Σοσιαλιστικής Δημοκρατίας της Γιουγκοσλαβίας η οποία περιλάμβανε τις ομόσπονδες δημοκρατίες της Σερβίας, του Μαυροβούνιου, της Βοσνίας – Ερζεγοβίνης, της Κροατίας, της Σλοβενίας και της «Μακεδονίας», όπως ονομάστηκε τότε το νότιο άκρο της Σερβίας που συνόρευε με την Ελλάδα και βεβαίως με την ελληνική διοικητική περιφέρεια της Μακεδονίας.

Ο Τίτο είχε μετονομάσει αρχικά το νότιο τμήμα της Σερβίας, την έως τότε «Περιφέρεια του Βαρδάρη», σε «Λαϊκή Δημοκρατία της Μακεδονίας», στη συνέχεια σε «Σοσιαλιστική Δημοκρατία της Μακεδονίας» για να την καταστήσει τελικά μία από τις έξι «Ομόσπονδες Δημοκρατίες» του νέου κράτους που δημιούργησε κερδίζοντας τον πόλεμο με τη ναζιστική Γερμανία.

Ο στόχος του Τίτο ήταν σαφής – και άλλωστε τον είχε κάνει γνωστό ήδη από το 1944, όταν εξήγγειλε ότι ήθελε «να επανενώσει όλα τα τμήματα της Μακεδονίας που διασπάστηκαν (!) το 1912 και 1913 από τους βαλκάνιους ιμπεριαλιστές»: Με τη δημιουργία του «κράτους της Μακεδονίας», όχι μόνο έθετε σε αμφισβήτηση τα σύνορα που δημιουργήθηκαν με τη λήξη των Βαλκανικών πολέμων, αλλά και δημιουργούσε τις προϋποθέσεις για μελλοντικές εδαφικές διεκδικήσεις σε βάρος κυρίως της Ελλάδας, μιας και διακαής πόθος ήταν η έξοδος στο Αιγαίο.

Σ’ αυτές τις βλέψεις του Τίτο, που ενστερνίζονταν και άλλοι, όπως ο ηγέτης της Σοβιετικής Ενωσης Στάλιν, αλλά και υποστήριξε σε μία φάση και το ΚΚΕ – για να αποκηρύξει αργότερα τη θέση του για «ανεξάρτητη Μακεδονία» – αναφέρεται τηλεγράφημα, από 26 Δεκεμβρίου 1944, του τότε υπουργού Εξωτερικών των Ηνωμένων Πολιτειών Έντουαρντ Στετίνιους, προς Αμερικανούς πρεσβευτές, στο οποίο τονίζονται και τα εξής:

«Η κυβέρνηση (των Ηνωμένων Πολιτειών) θεωρεί ότι αναφορές του τύπου μακεδονικό «Εθνος», μακεδονική «Μητέρα Πατρίδα», ή μακεδονική «εθνική συνείδηση» αποτελούν αδικαιολόγητη δημαγωγία που δεν αντικατοπτρίζει καμία πολιτική πραγματικότητα και βλέπει (η αμερικανική κυβέρνηση) σ’ αυτές την αναγέννηση ενός πιθανού μανδύα που θα υποκρύπτει επιθετικές βλέψεις εναντίον της Ελλάδος (…) Η κυβέρνηση θα θεωρήσει υπεύθυνη οποιαδήποτε κυβέρνηση ή ομάδα κυβερνήσεων που κηρύσσει ή ενθαρρύνει απειλητικές ή επιθετικές πράξεις «μακεδονικών δυνάμεων» κατά της Ελλάδος». 

Πολύ γρήγορα βέβαια ο στρατάρχης Τίτο, πιεζόμενος και από τα προβλήματα που συναντούσε στην εδραίωση και επιβίωση του νέου πολυεθνικού κράτους που δημιούργησε, εγκατέλειψε τα περί «μακεδονικού έθνους» και όταν μάλιστα ήρθε σε ρήξη με τον Στάλιν χρειάστηκε να στραφεί στην Ελλάδα – παρά το γεγονός ότι ανήκε σε αντίπαλο συνασπισμό – επιδιώκοντας όχι μόνο φιλικές σχέσεις αλλά και υπογράφοντας μαζί της «Σύμφωνο Φιλίας και Συνεργασίας»!

Πέραν των σκοπιμοτήτων που οδήγησαν στην ονομασία του νότιου τμήματος της Σερβίας, ιστορικά ουδέποτε έως τότε είχε γίνει λόγος για ύπαρξη «μακεδονικού έθνους» που να δικαιολογούσε την δημιουργία από το πουθενά μιας ομόσπονδης δημοκρατίας με το όνομα της «Μακεδονίας».

Πράγματι, αν ανατρέξει κανείς στους δύο Βαλκανικούς Πολέμους του 1912 – 1913, οπότε και διαμορφώθηκε το βαλκανικό τοπίο μετά την κατάρρευση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, θα βρει να αγωνίζονται στον γεωγραφικό χώρο της Μακεδονίας για την απελευθέρωση και προσάρτηση εδαφών Ελληνες, Σέρβους, Βουλγάρους, Μαυροβούνιους, ως σύμμαχοι εναντίον των Τούρκων, αλλά και ενίοτε σε μεταξύ τους εμπλοκές (κυρίως με τους Βουλγάρους), πουθενά όμως δεν θα συναντήσει «μακεδόνες».

Σε ένα μεγάλο Λεύκωμα που κυκλοφόρησε το National Geographic το 2009, αφιερωμένο στην περίοδο εκείνη που οδήγησε στον διπλασιασμό του ελληνικού εθνικού κορμού, καταγράφονται μοναδικές μαρτυρίες ανταποκριτών που έζησαν τα ιστορικά γεγονότα εκείνης της εποχής και πουθενά δεν υπάρχει η παραμικρή αναφορά σε «μακεδονική εθνότητα».

Αντίθετα, σε ανταπόκρισή του τον Δεκέμβριο του 1918, ο καθηγητής Ιστορίας  Έντουιν Γκρόβνορ, με θέμα τις Φυλές των Βαλκανίων, γράφει χαρακτηριστικά:

– «Από παλιά τα Βαλκάνια αποτέλεσαν ένα τεράστιο χωνευτήρι, που φιλοξένησε μια πανσπερμία φυλών, λαών, γλωσσών και θρησκειών και   εξέθρεψε κάθε είδους φιλοδοξίες και πάθη, πολύ συχνά αντικρουόμενα  μεταξύ τους και γι’ αυτό καταστροφικά. Η Βαλκανική κατοικείται από Τούρκους, Αλβανούς, Έλληνες, Βούλγαρους, Σέρβους και Μαυροβούνιους, Κροάτες, Σλοβένους και Βόσνιους…».

Η Μακεδονία υπάρχει και αναφέρεται σε όλες τις ανταποκρίσεις ως γεωγραφικός χώρος στον οποίο κατοικούν κυρίως Έλληνες, Σλάβοι και Βούλγαροι. Γράφει συγκεκριμένα για την περιοχή ο Λουίτζι Βιλάρι σε ανταπόκρισή του το 1912:

– «Η περιοχή αυτή (δηλ. η Μακεδονία) δεν αποτελεί ούτε   φυλετική, ούτε γλωσσική, ούτε πολιτική οντότητα. Γεωγραφικά, βέβαια, είναι ενιαία…».

Η περιοχή των Σκοπίων φέρεται να κατοικείται από σλαβικές φυλές. Τον 9ο μ. χ. αιώνα κατακτήθηκε από τους Βουλγάρους και στη συνέχεια από τους Βυζαντινούς, τους Σέρβους και πάλι τους Βουλγάρους, για να κατακτηθεί το 1389 από τους Οθωμανούς.

Πριν ανακαλυφθεί το «Μακεδονία» επί Τίτο, το 1946, η περιοχή αναφερόταν (επί Βυζαντίου) ως Μοναστήρι. Στη διάρκεια της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας ανήκε στο Μιλιέτ του Μοναστήρ, από το 1929 αποκαλείται «Νότια Σερβία» και από το 1931, στα πλαίσια του Βασιλείου της Γιουγκοσλαβίας – όπως μετονομάστηκε τότε το Ηνωμένο Βασίλειο των Σέρβων, Κροατών και Σλοβένων – αποτελεί μία από τις εννέα διοικητικές περιφέρειες του κράτους, με την ονομασία «Βαρντάσκα Μπανόβινα», δηλαδή διοικητική περιφέρεια του Βαρδάρη, από το όνομα του ποταμού Βαρδάρη (Αξιός στην Ελλάδα) και περιλάμβανε και περιοχές που υπάγονται σήμερα στο Κοσσυφοπέδιο και τη Σερβία.

Η ύπαρξη της «Ομόσπονδης Δημοκρατίας της Μακεδονίας», ως μία εκ των έξι ομόσπονδων δημοκρατιών και των δύο αυτόνομων περιοχών (Κοσσυφοπεδίου και Βοϊβοντίνας) που συγκροτούσαν την ενιαία Γιουγκοσλαβία, δεν εγείρει επίσημα ενστάσεις από την πλευρά της Ελλάδας. Σε επιστημονικό επίπεδο υπάρχουν συζητήσεις και διαφωνίες σχετικά με την ύπαρξη ή μη «μακεδονικής γλώσσας», όπως βαφτίστηκε το 1946 το σλαβομακεδονικό γλωσσικό ιδίωμα για να γίνει η 6η επίσημη γλώσσα της Γιουγκοσλαβίας, επίσημη όμως ελληνική διαμαρτυρία δεν υπάρχει, καθώς θεωρείται ότι η «Ομόσπονδη Δημοκρατία της Μακεδονίας» αποτελεί επαρχία της Γιουγκοσλαβίας, όπως η Μακεδονία αποτελεί επαρχία της Ελλάδας.

Ωστόσο, το πρόβλημα αποκτά τις σημερινές του διαστάσεις τον Ιανουάριο του 1991, όταν με τη διάλυση της Γιουγκοσλαβίας και μετά από δημοψήφισμα ο τότε πρόεδρος της ως τότε «Ομόσπονδης Δημοκρατίας» Κίρο Γκλιγκόροφ, κήρυξε την πλήρη ανεξαρτησία της χώρας με το όνομα «Δημοκρατία της Μακεδονίας». Αυτό πυροδότησε έκρηξη αντιδράσεων στην Ελλάδα, η οποία και αρνήθηκε να αναγνωρίσει αυτό το κράτος με ονομασία που αποτελούσε τη βάση για να εγερθούν δικαιώματα στο σύνολο της γεωγραφικής Μακεδονίας από την πλευρά του νέου κράτους.

Αυτό άλλωστε έγινε απολύτως σαφές τον Απρίλιο του 1991, όταν ψηφίστηκε το πρώτο Σύνταγμα και στο προοίμιό του διατυπωνόταν με τρόπο μη επιδεχόμενο αμφισβήτηση ως προς τις προθέσεις της ηγεσίας του, ότι «η Δημοκρατία (των Σκοπίων) μεριμνά για την κατάσταση και τα δικαιώματα του σλαβομακεδονικού λαού στις γειτονικές χώρες»!

Παράλληλα, το νέο κράτος τύπωνε νέο νόμισμα στο οποίο απεικονιζόταν  ο … Λευκός Πύργος της Θεσσαλονίκης (!) και σχεδιαζόταν νέα σημαία, της οποίας το σύμβολο δεν ήταν άλλο από τον … Ηλιο της Βεργίνας!

Αυτά και μόνο, πέραν των κατά καιρούς δηλώσεων και διακηρύξεων των κάθε λογής ιθυνόντων των Σκοπίων, αλλά και των όσων αναγράφονται σε σχολικά βιβλία της χώρας αυτής, καταδεικνύουν τις προθέσεις των σκοπιανών ηγετών να εμφανιστούν ως οι μοναδικοί εκφραστές του ‘μακεδονικού λαού’ στα Βαλκάνια, τα δικαιώματα του οποίου είναι έτοιμοι να προασπίσουν!

Τον Απρίλιο του 1992 και ενώ τα Σκόπια υπέβαλλαν αίτηση για ένταξη στον ΟΗΕ με την ονομασία «Δημοκρατία της Μακεδονίας», πραγματοποιείται σύσκεψη των Ελλήνων πολιτικών αρχηγών υπό την προεδρία του τότε Προέδρου της Δημοκρατίας Κωνσταντίνου Καραμανλή, στην οποία αποφασίζεται ότι η Ελλάδα δεν πρόκειται να κάνει δεκτή οποιαδήποτε ονομασία που θα αναφέρεται στον όρο ‘Μακεδονία’ ή σε παράγωγό του.

Παράλληλα, τον Ιούνιο του ίδιου χρόνου το πρόβλημα συζητείται στη Σύνοδο Κορυφής της τότε ΕΟΚ, στη Λισαβόνα, όπου και διατυπώνεται η αλληλεγγύη των Ευρωπαίων ηγετών προς την Ελλάδα, η οποία ζητάει:

  • Να αλλάξει η συνταγματική ονομασία του κράτους «Δημοκρατία της Μακεδονίας» με άλλη ονομασία που δεν θα περιλαμβάνει τον όρο ‘Μακεδονία’ ή παράγωγό του
  • Να απαλειφθούν από το Σύνταγμα οι αναφορές σε αλλαγή συνόρων και προστασίας δήθεν μειονοτήτων σε γειτονικές χώρες
  • Να αλλάξουν τα σύμβολα που περιέχονται στη σημαία και τα χαρτονομίσματα του νέου κράτους
  • Να σταματήσει κάθε αλυτρωτική προπαγάνδα από οποιονδήποτε φορέα, επίσημο ή ανεπίσημο κι αν προέρχεται.

Τον Απρίλιο του 1993 τα Σκόπια αναγνωρίστηκαν στον ΟΗΕ με απόφαση του Συμβουλίου Ασφαλείας με την προσωρινή ονομασία «πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας» (διεθνώς: “Former Yugoslavia Republic of Macedonia” – FYROM) και χωρίς ανάρτηση σημαίας.

Ένα χρόνο αργότερα η Ελλάδα επέβαλλε οικονομικό εμπάργκο στα Σκόπια και έκλεισε γι’ αυτά το λιμάνι της Θεσσαλονίκης προκειμένου να πιέσει ώστε να γίνουν δεκτές οι αξιώσεις της.

Το Σεπτέμβριο του 1995 ανακοινώνεται η επίτευξη συμφωνίας μεταξύ Ελλάδας και πΓΔΜ για έναρξη διαλόγου των δύο πλευρών υπό την αιγίδα του εκπροσώπου του ΟΗΕ Σάιρους Βανς και λίγες ημέρες αργότερα υπογράφεται στη Νέα Υόρκη από τον τότε Ελληνα υπουργό Εξωτερικών Κάρολο Παπούλια και τον τότε σκοπιανό υπουργό Εξωτερικών Τσερβενκόφσκι η λεγόμενη Ενδιάμεση Συμφωνία, η οποία προβλέπει:

  • Σεβασμό των υπαρχόντων συνόρων
  • Αλλαγή του συμβόλου με τον Ήλιο της Βεργίνας και σχεδιασμό νέας σημαίας του κράτους
  • Να σταματήσει η έκδοση και να αλλάξουν τα χαρτονομίσματα με το Λευκό Πύργο της Θεσσαλονίκης
  •  Να διακηρύξει η πΓΔΜ ότι τα επίμαχα άρθρα στο προοίμιο του συντάγματός της δεν ερμηνεύονται ως διεκδίκηση ελληνικού εδάφους ούτε και νοούνται ως ανάμιξη στις εσωτερικές υποθέσεις της Ελλάδας
  • Να αρθεί το ελληνικό εμπάργκο
  • Να αναγνωρίσει η Ελλάδα τα Σκόπια με την προσωρινή ονομασία της ‘πρώην Γιουγκοσλαβικής Δημοκρατίας της Μακεδονίας’,
  • Να αρχίσουν διαπραγματεύσεις  μεταξύ των δύο πλευρών υπό την εποπτεία του ΟΗΕ για να βρεθεί κοινά αποδεκτή ονομασία του κράτους
  • Επιπλέον, η Ελλάδα διατηρεί το δικαίωμα να αντιταχθεί στην ένταξη των Σκοπίων σε διεθνείς Οργανισμούς με άλλη ονομασία από την προσωρινή.

Το Νοέμβριο του 1995 η πολιτική ηγεσία των Σκοπίων άλλαξε τα χαρτονομίσματα και τη σημαία με αποτέλεσμα να αρθεί το ελληνικό εμπάργκο, το οποίο προκάλεσε μεγάλη ζημιά στην οικονομία των Σκοπίων, η οποία και εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από την Ελλάδα.

Παραμένει όμως ακόμη σε εκκρεμότητα το πρόβλημα της ονομασίας, καθώς από τη μία πλευρά, η Ελλάδα απέκρουε προτάσεις του μεσολαβητή που προέβλεπαν ‘σύνθετη ονομασία’ – περιείχαν δηλαδή παράγωγο του όρου ‘Μακεδονία’ – από δε την άλλη, οι Σκοπιανοί ερμηνεύοντας αυθαίρετα την Ενδιάμεση Συμφωνία ισχυρίζονταν ότι οι διαπραγματεύσεις αφορούν την εξεύρεση ονόματος με το οποίο θα αποκαλεί το κράτος τους μόνο η Ελλάδα στις διμερείς τους σχέσεις.

Ο ισχυρισμός αυτός τον οποίο οι Σκοπιανοί έως πρόσφατα εξακολουθούσαν να προβάλουν, ισχυροποιήθηκε και λόγω του γεγονότος ότι πάνω από εκατό χώρες, μεταξύ των οποίων η Ρωσία και οι ΗΠΑ, έχουν αναγνωρίσει διμερώς την πΓΔΜ με τη συνταγματική της ονομασία.

Μάλιστα, κλιμακώνοντας την αδιάλλακτη στάση της,  η κυβέρνηση των Σκοπίων κατέθεσε τον Νοέμβριο του 2008 προσφυγή κατά τη Ελλάδος στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης, κατηγορώντας την ότι παραβίασε την Ενδιάμεση Συμφωνία και ειδικότερα το άρθρο 11, παρ. 1, το οποίο ορίζει ότι η Ελλάδα δεν θα φέρει αντίρρηση για την ένταξη της πΓΔΜ σε Οργανισμούς όπου η χώρα μας είναι ήδη μέλος.

Η απόφαση του Διεθνούς Δικαστηρίου, που εκδόθηκε στις 5 Δεκεμβρίου 2011, δικαίωσε τα Σκόπια δεχόμενη ότι πράγματι η Ελλάδα εμπόδισε την ένταξη αυτού του κράτους στο ΝΑΤΟ. Ωστόσο το ΔΔΧ δεν υπεισήλθε στο θέμα της ονομασίας για το οποίο και συνεχίζονται οι διαπραγματεύσεις, ενώ από την πλευρά τόσο του ΝΑΤΟ όσο και της Ευρωπαϊκής Ενωσης τονιζόταν με δηλώσεις των εκπροσώπων τους ότι προϋπόθεση για την ένταξη των Σκοπίων παραμένει η εξεύρεση κοινά αποδεκτής λύσης στο θέμα της ονομασίας.

Για την Ελλάδα η οριστική διευθέτηση του ζητήματος και η εξεύρεση αμοιβαία αποδεκτής λύσης παραμένει σταθερός στόχος. Προς αυτή την κατεύθυνση και ως ένδειξη εποικοδομητικού πνεύματος και καλής πίστης, μετακινήθηκε ήδη από το 2008 από την αρχική της θέση, με την αποδοχή της ιδέας σύνθετης ονομασίας, η οποία θα συμπεριλαμβάνει τον όρο Μακεδονία, υπό την προϋπόθεση ότι θα υπάρχει γεωγραφικός προσδιορισμός.

Συγκεκριμένα, η θέση της Ελλάδας συνοψίζεται στα εξής:

  1. 1. Υιοθέτηση οριστικής ονομασίας με γεωγραφικό προσδιορισμό του όρου «Μακεδονία», έναντι πάντων και για κάθε χρήση, ώστε να αποφεύγεται σύγχυση με την Ελληνική Μακεδονία και να δοθεί τέλος στην αλυτρωτική πολιτική και στις εδαφικές βλέψεις της ΠΓΔΜ
  1. 2. Έμπρακτη εγκατάλειψη από πλευράς ΠΓΔΜ της κλοπής της ιστορικής και εθνικής κληρονομιάς της Ελλάδας
  1. 3. Επικύρωση της τελικής λύσης από το Συμβούλιο Ασφαλείας ΟΗΕ, ώστε να εξασφαλιστεί ο σεβασμός και η εφαρμογή της.

………………………………….. 

          Εδώ, όμως, σ’ αυτό ακριβώς το σημείο είναι που «έχουμε έρθει», που «το έχουμε δει»!

Η συνέχεια, προσεχώς…