Το δημοψήφισμα αποτέλεσε μια ισχυρή στιγμή αντίστασης και μια εκδήλωση αξιοπρέπειας όχι μόνο απέναντι στην αποικιακού τύπου συμπεριφορά των Ευρωπαίων ηγετών που χειρίζονται τις διαπραγματεύσεις, αλλά και προς εκείνο το μέρος της ελληνικής κοινωνίας που έχει εσωτερικεύσει τη νοοτροπία του υποδεέστερου (subalterity) και μιλά με τη φωνή του Κυρίου. Τα ποσοστά και η κατανομή του «Όχι» και του «Ναι» στις πλούσιες και τις φτωχές περιοχές έφεραν με μεγάλη σαφήνεια μπροστά μας την κοινωνία των δύο τρίτων. Ήταν μια συγκλονιστική στιγμή, δεδομένου του ασφυκτικού πλαισίου με το κλείσιμο των τραπεζών και την άμετρη καταστροφολογία, απέναντι στην οποία οι Έλληνες αντέδρασαν με αξιοσημείωτη ηρεμία. Η απόφαση ήταν περισσότερο κοινωνική και λιγότερο ιδεολογική, πράγμα που επίσης φάνηκε από τα τραυλίσματα και τις υπαναχωρήσεις των μεσοαστών αριστερών της μεταπολίτευσης, αλλά και από την πύκνωση του «Όχι» σε γεωγραφικές περιοχές και ηλικίες που ψήφιζαν από παράδοση συντηρητικά. Κυρίως ήταν η λαϊκότητα που ήρθε στο προσκήνιο, αυτό το τέρας που εξορκίζεται στο όνομα του λαϊκισμού, εδώ και χρόνια, αλλά δεν λέει να πεθάνει.
Ακριβώς όμως αυτή τη στιγμή, τη στιγμή της αντίστασης, χρειάζεται να πάμε ένα βήμα πιο πέρα: από την αντίσταση στην ανθεκτικότητα. Η αντίσταση, ως ηθικοπολιτική στάση αλλά και λαϊκό σύνθημα, ως κουλτούρα και πολιτική πράξη, είναι κάτι που προέρχεται ιστορικά από την εποχή του μεγάλου αντιφασιστικού πολέμου. Προηγουμένως μπορεί οι κοινωνίες πράγματι να αντιστέκονταν στις αλλαγές που επέβαλε ο καπιταλισμός, αλλά δεν είχαν θεωρητικοποιήσει τη στάση τους αυτή ως αντίσταση. Στη γλώσσα των κοινωνικών κινημάτων ήταν η έννοια της «επανάστασης» που μετρούσε, του «αγώνα», της «πάλης των τάξεων». Η έννοια της αντίστασης επικράτησε ως μια ιδεολογία που επιδίωκε να ενώσει την κοινωνία απέναντι στον φασισμό, ο οποίος εξέφραζε μια γενικευμένη απειλή κατά τον Β΄ Παγκόσμιο πόλεμο.
Η έννοια της αντίστασης έγραψε τη δική της ιστορία στην Ελλάδα. Κατά τη διάρκεια της Κατοχής, απέναντι στις αντιδημοκρατικές εκτροπές, στη δικτατορία του 1967. Το να αντιστέκεσαι απέκτησε μια αύρα, εξιδανικεύτηκε ως στάση ζωής, όπως στους στίχους του Μιχάλη Κατσαρού: Αντισταθείτε.1 Αυτή η αύρα συνόδευσε τη δημιουργία της σημερινής κυβερνώσας Αριστεράς. Όχι μόνο τη συνόδευσε, αλλά την έθρεψε κιόλας, ήταν η μεγάλη πηγή που την άρδευσε, κυρίως όταν άρχισε να φυσάει η λαίλαπα των αλλαγών του νεοφιλελευθερισμού. Η αντίσταση ως εκδίπλωση της κριτικής και των αγώνων απόκρουσης αυτών των αλλαγών, πριν αλλά κυρίως κατά τη διάρκεια της κρίσης, έφερε την Αριστερά στην εξουσία.
Γιατί λοιπόν αυτή την έννοια, αντί να τη διαφυλάξουμε, να την αντικαταστήσουμε; Και γιατί να την αντικαταστήσουμε με την έννοια της ανθεκτικότητας; Και γιατί τίθεται το συγκεκριμένο ζήτημα τώρα, μετά τον θρίαμβο του πνεύματος της αντίστασης;
Η αντίσταση προϋποθέτει δύο δυνάμεις: αυτή που επιτίθεται και αυτή που αντιστέκεται. Ο κόσμος μας όμως δεν είναι δυαδικός: εμείς και οι εχθροί. Είναι πολύπλοκος και πολυσχιδής. Πρέπει να επιβιώσει κανείς από πιέσεις και καταστροφές που προέρχονται από πολλές πλευρές. Στη συγκεκριμένη περίπτωση, δεν είναι μόνο η πολιτική της λιτότητας απέναντι στην οποία πρέπει να αντισταθεί κανείς. Η πίεση προς τη λιτότητα προέρχεται μεν από τη δημοσιονομική πειθαρχία στην οποία εξαναγκάζει η σημερινή ηγεσία της Ε.Ε., αλλά επιβάλλεται επίσης έμμεσα και εξίσου αποτελεσματικά από τον ανταγωνισμό της περιφέρειας. Σε αυτόν τον ανταγωνισμό τα πιο αδύναμα μέρη του δυτικού κόσμου υποκύπτουν και δεν μπορούν να υπερασπίσουν τα στάνταρ της προηγούμενης ζωής τους. Οι απειλές αυτές δεν προέρχονται μόνο από την Κίνα, την Ινδία και τις άλλες χώρες φτηνής παραγωγής. Η πρώην Ανατολική Ευρώπη που τώρα βρίσκεται εντός Ε.Ε. είναι ένας αναπάντεχος σύμμαχος της γερμανικής ηγεσίας, ένας ανταγωνιστής της Ελλάδας, με τις ανύπαρκτες συντάξεις και τους χαμηλότατους μισθούς, με την απουσία δημοκρατικών παραδόσεων. Πώς να αρθρώσεις την αντίσταση εναντίον αυτών των άλλων φτωχών; Στις χώρες αυτές η μετακομμουνιστική πολιτική τάξη, χωρίς δημοκρατικές παραδόσεις, αυτοπεποίθηση και δική της παράδοση, αγκάλιασε με φανατισμό νεοφώτιστου τις νεοφιλελεύθερες συνταγές που καλά καλά δεν είχαν εφαρμοστεί ούτε στις ίδιες τις χώρες από όπου προέρχονταν. Οι συχνές πυκνές συγκρίσεις με τους μισθούς και τις συντάξεις της Βουλγαρίας και της Ρουμανίας από τους ανθρώπους της τρόικας δείχνουν τις διαθέσεις του ευρωπαϊκού διευθυντηρίου. Τους χρησιμοποιούν ως εφεδρεία. Η Ελλάδα οφείλει να επιστρέψει στον γεωγραφικό της χώρο. Αν προσθέσεις σ’ αυτό τη γερμανική κυριαρχία στις χώρες αυτές, καταλαβαίνεις το καινούριο γεωπολιτικό πλαίσιο που διαμορφώνεται κάτω από την επίφαση και τους θεσμούς της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Καμιά άλλη ευρωπαϊκή χώρα δεν μπορεί να αντισταθμίσει τη γερμανική επιρροή στο ανατολικό κομμάτι της Ευρώπης, από τη Βαλτική έως το Αιγαίο.
Η αντίσταση προϋποθέτει λίγο-πολύ γνωστούς κινδύνους. Τον εχθρό τον ξέρεις. Αλλά σήμερα πολλές φορές εκείνο που έχεις να αντιμετωπίσεις είναι αναπάντεχο. Η ενδεχομενικότητα σε έναν σύνθετο κόσμο δημιουργεί νέα προβλήματα, αλλά και ευκαιρίες. Πώς να μιλήσεις για αντίσταση στο πιεστικό ζήτημα των προσφύγων και των μεταναστών, μέσα στο δεδομένο πλαίσιο που ορίζεται από τους πολέμους στην περιφέρεια της Μεσογείου και τους ευρωπαϊκούς κανονισμούς που δεν επιτρέπουν την κινητικότητά τους στην υπόλοιπη Ευρώπη; Πώς να μιλήσεις για αντίσταση στην περίπτωση του Ισλαμικού Κράτους που περικυκλώνει τη Μεσόγειο; Πώς να μιλήσεις για αντίσταση στο παζλ της Ουκρανίας; Πώς να μιλήσεις για αντίσταση μπροστά σε κινδύνους άγνωστους όπως μια πιθανή κατάρρευση της αγοράς αξιών στην Κίνα;
Για όλους αυτούς τους λόγους, αλλά και για άλλους πολλούς, το ζήτημα τώρα δεν είναι πλέον η αντίσταση αλλά η ανθεκτικότητα. Η ικανότητα της αντοχής. Η ικανότητα να απορροφήσεις έναν κίνδυνο, ενδεχομένως να υποχωρήσεις, αλλά στη συνέχεια να συνέλθεις και να επανέλθεις στη φυσιολογική κατάσταση. Και οι κοινωνίες σήμερα έχουν ανάγκη από αυτή την ανθεκτικότητα. Γιατί η ανθεκτικότητα σημαίνει επιβίωση, σημαίνει μακροχρόνια στρατηγική, πολυσύνθετη, ανάπτυξη ειδικών ικανοτήτων.
Πιστεύω ότι αυτό δεν είναι απλώς ένα θεωρητικό σχήμα, δανεισμένο από τη βιολογία και την οικολογία, δηλαδή την ανθεκτικότητα των οργανισμών και των οικολογικών συστημάτων να αντέξουν τις πιέσεις, να επιβιώσουν και να επανέλθουν (resilience). Η εποχή που ζούμε είναι μια εποχή που έχει τα χαρακτηριστικά του περιβάλλοντος εν κινδύνω, ή καλύτερα του περιβάλλοντος εν κινδύνοις.
Είχα υποστηρίξει, από την αρχή της κρίσης και με διάφορες ευκαιρίες, ότι όσα μας συμβαίνουν σήμερα δεν πρέπει να τα δούμε μέσα στο δίπολο λιτότητας-μη λιτότητας, Γερμανίας-Ελλάδας, ευρωπαϊκού Βορρά-Νότου ή άλλων διπολικών συστημάτων.
Συμβαίνει μια μεγάλη αλλαγή στον κόσμο. Αλλαγή παραγωγικών μοντέλων, γεωγραφικών οικονομικών ζωνών, αναδιάταξης κέντρων και περιφερειών. Σε αυτή τη μεγάλη αλλαγή η Ευρώπη μεταβάλλεται, δεν συνεχίζει να είναι αυτό που ήταν, αναδιατάσσει τις περιφέρειές της, τις οικονομικές της κυριαρχίες. Σε ένα παρόμοιο σκηνικό, που είναι σκηνικό πολέμου, θα πρέπει να προβληθούν τα ελληνικά πράγματα για να είναι κατανοητά. Η κρίση και η πολιτική της κρίσης αλλάζει την οικονομία και την κοινωνία της Ελλάδας. Μέσα σε αυτή την προοπτική η αντίσταση έχει μεν ηθικό νόημα, ως προς τις συμπεριφορές, αλλά στην προβολή της στη μεγάλη εικόνα είναι η ανθεκτικότητα που μετράει. Ανθεκτικότητα βιοτική ώστε να μη διαρραγεί ο κοινωνικός ιστός, ανθεκτικότητα ηθική ώστε να μην εξαχρειωθεί το αίσθημα του κόσμου, ανθεκτικότητα πολιτική ώστε να συνεχίζει να υπάρχει μια δύναμη που μπορεί να προσβλέπει στην επούλωση των πληγών και στην αειφορία, στην εικόνα ενός μέλλοντος το οποίο είναι αναγκαίο για την επιβίωση του παρόντος.
Η Ελλάδα μετά από ένα δημοψήφισμα που κέρδισε και διατράνωσε την αντίστασή της, βρίσκεται απέναντι σε δυνάμεις υπέρτερες, αλλά θα έλεγα και μοχθηρές. Το ελληνικό παράδειγμα, το οποίο βρίσκει ανταπόκριση και συμπάθεια σε ένα μεγάλο μέρος της ευρωπαϊκής κοινής γνώμης, πρέπει να καταστραφεί. Να εξοβελιστεί ή να συκοφαντηθεί διά της υποταγής. Τα πράγματα έχουν δρομολογηθεί προς την περίφημη έξοδο, η οποία θα πάρει τιμωρητικό χαρακτήρα.
Υποταγή ή έξοδος λοιπόν; Υποταγή ή αντίσταση; Στο δίλημμα αυτό θα απαντούσα ότι πρέπει να καθοδηγηθούμε από εκείνο που εξασφαλίζει την ανθεκτικότητα. Την ανθεκτικότητα της χώρας, αλλά και την ανθεκτικότητα της κυβέρνησης της Αριστεράς. Και θέλω εδώ να εξηγηθώ, γιατί δεν είναι εύκολο να διατυπώνεις σαφείς απαντήσεις σε δύσκολους και ρευστούς καιρούς.
Τόσο η έξοδος όσο και η αποδοχή ενός νέου μνημονίου χρειάζονται διαχείριση. Και θα μπορούσε να υπάρξει καλή και κακή διαχείριση. Η πολιτική των μνημονίων έως τώρα οδήγησε σε καταστροφές τη χώρα, τη γονάτισε επειδή, εκτός των άλλων, την εφαρμογή τους την ανέλαβαν κυβερνήσεις ψοφοδεείς, ιδιοτελείς και διεφθαρμένες. Η σημερινή κυβέρνηση έως τώρα απέδειξε ότι διαθέτει τα κύτταρα της αντίστασης, πάλεψε σκληρά έως την τελευταία στιγμή, δεν είναι ανάγκη να πέσει και επί των επάλξεων. Με την ίδια ικανότητα και προπαντός θέληση μπορεί να δράσει για να εξασφαλίσει την ανθεκτικότητα. Μέσα σε έναν μεταβαλλόμενο κόσμο, αν έχει θέληση θα βρει ευκαιρίες για να ανατρέψει δυσμενείς συνθήκες, να κερδίσει έδαφος, να αλλάξει τις ισορροπίες. Αλλά πρέπει να είναι μέσα, όχι έξω. Να είναι μέσα καιροφυλακτώντας για το ενδεχόμενο, προετοιμαζόμενη με ένα σαρωτικό κύμα μεταρρυθμίσεων, να αλλάξει τα πάντα και να κερδίσει το χαμένο έδαφος στο εσωτερικό, να μεταβάλει ριζικά το πολιτικό τοπίο και τους εσωτερικούς συσχετισμούς δυνάμεων.
Ας θυμηθούμε την ιστορία του Κυρίου και του Υπηρέτη στον Χέγκελ. Στη συμβολική αυτή παραβολή, ο ένας, προκειμένου να μην πέσει ηρωικώς, δέχεται να αναγνωρίσει τον άλλο και να εργαστεί γι’ αυτόν. Στο τέλος όμως αυτός είναι που κερδίζει, γιατί ο Κύριος αναλώνεται για να συντηρήσει την κυριαρχία του. Αυτό συνέβη αναρίθμητες φορές, και η ανατροπή της ισχύος ανάμεσα στη Δύση και τις πρώην αποικίες της, τον αναδυόμενο κόσμο, είναι μια επαλήθευση της προβλεπτικότητας αυτού του μύθου.
«Και το δημοψήφισμα;» θα πείτε, «τι θα πούμε στον κόσμο αυτόν που είπε Όχι;» Μα το δημοψήφισμα αυτό δημιούργησε μια υποκειμενικότητα πολύ ισχυρή, τον πυρήνα θέλησης που ισχυροποιεί την ανθεκτικότητα, και έχει καταστήσει τον πρωθυπουργό αναμφισβήτητο κυρίαρχο του πολιτικού πεδίου. Επομένως το «Όχι» θα εκφραστεί με την εκκαθάριση του εσωτερικού πεδίου, εκείνων των προνομίων και των νοοτροπιών του ενός τρίτου της κοινωνίας, ή ακόμη εκείνου του δεκάτου που κατά τη διάρκεια της κρίσης κέρδισε άλλο ένα δέκα τοις εκατό της εθνικής πίτας. Ισχυροποίηση των εσωτερικών ερεισμάτων δεν σημαίνει δημιουργία ενός νέου σκληροπυρηνικού καθεστώτος τσαβικού ή μαδερικού τύπου, αλλά σαρωτικές μεταρρυθμίσεις σε όλα τα πεδία, από τη Δικαιοσύνη έως την Παιδεία, τη Δημόσια Διοίκηση, την Υγεία, παντού. Σημαίνει αναμόρφωση του πεδίου της ενημέρωσης, σημαίνει ένα αποτελεσματικό φορολογικό σύστημα και φορολόγηση της ολιγαρχίας. Σαρωτικές αλλαγές που θα ανατρέψουν ισορροπίες που δημιουργήθηκαν εδώ και πολλές δεκαετίες, κατεστημένα που δεν μπορούν να θιχτούν διαφορετικά πάρα μόνο κάτω από καθεστώς έκτατης ανάγκης, όπως είναι αυτό που επιβάλλεται τώρα από το εξωτερικό. Χρειάζεται ένα γιακωβίνικο πνεύμα που θα σαρώσει τις εσωτερικές Βανδέες. Ανθεκτικότητα σημαίνει ανορθόδοξος πόλεμος, όχι πόλεμος χαρακωμάτων. Είναι τόσο πολλά που πρέπει να γίνουν σε αυτή την κοινωνία, ώστε οι δυσκολίες που αντιμετωπίζει η κυβέρνηση στο εξωτερικό πρέπει να χρησιμοποιηθούν ως μοχλός αλλαγών στο εσωτερικό. Ανθεκτικότητα είναι ο αίλουρος που παραμονεύει την ευκαιρία μέσα από την πυκνή φυλλωσιά του δέντρου, όχι ο σκύλος που φυλάει τα σύνορα στο γυμνό και χωρίς προφυλάξεις πεδίο.