Από τη Συμπαράταξη στην… Παράταξη

Γιάννης Τούντας 16 Φεβ 2016

Με την κυβέρνηση ανίκανη να κυβερνήσει, με την οικονομία να καταρρέει, με την πλειονότητα του λαού να μη συνειδητοποιεί ότι χωρίς επώδυνα μέτρα δεν θα βγούμε ποτέ από την κρίση, προβάλλει η απειλή μιας νέας εθνικής τραγωδίας. Για να αποτρέψουμε την απειλή αυτή, χρειάζεται πολιτική σταθερότητα, εθνική συνεννόηση, επιτάχυνση των διαρθρωτικών αλλαγών, καθώς και ισχυροποίηση των φιλοευρωπαϊκών, μεταρρυθμιστικών προοδευτικών δυνάμεων, τις οποίες κυρίως εκφράζει σήμερα η Δημοκρατική Συμπαράταξη και δευτερευόντως το Ποτάμι.

Η εκλογή του Κυριάκου Μητσοτάκη στην ηγεσία της ΝΔ, σηματοδοτώντας προσπάθεια ανανέωσης και εκσυγχρονισμού της συντηρητικής παράταξης, επέσπευσε τις διεργασίες στην Κεντροαριστερά, για την πολιτική και οργανωτική ανασυγκρότησή της, και ενίσχυσε τις προοπτικές συνεργασίας και ενότητας με τις δυνάμεις του προοδευτικού Κέντρου.
Η πρώτη θετική αντίδραση υπήρξαν οι πρόσφατες προτάσεις της προέδρου του ΠαΣοΚ, που ανοίγουν τον δρόμο για τη μετατροπή της Δημοκρατικής Συμπαράταξης ΠαΣοΚ, ΔΗΜΑΡ, Κινήσεων Πολιτών για τη Σοσιαλδημοκρατία, από ανισοβαρή πολιτική συνεργασία σε ενιαίο πολιτικό οργανισμό, με τη συμμετοχή ευρύτερων δυνάμεων και ιστορικών στελεχών της Κεντροαριστεράς.
Στο επίκεντρο των προτάσεων αυτών παραμένει ο αρχικός σχεδιασμός για προγραμματική Συνδιάσκεψη τον Μάρτιο του 2016. Η διαμόρφωση ενός σύγχρονου μεταρρυθμιστικού προγράμματος είναι αναγκαία για λόγους πολιτικής συνοχής, αλλά και ως πλαίσιο διαλόγου και σύγκλισης με τις ευρύτερες δυνάμεις της Κεντροαριστεράς και του προοδευτικού Κέντρου. Ειδικά σε ό,τι αφορά το Ποτάμι, μόνο βάσει προγραμματικών θέσεων είναι εφικτό να επιχειρηθούν βήματα διαλόγου που θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε επί μέρους συνεργασίες αρχικά και σε γενικότερες συγκλίσεις στη συνέχεια. Ομως έχει προταθεί να αποφασίσει η Συνδιάσκεψη όχι μόνο για το πρόγραμμα και τη διακήρυξη αλλά και για την ονομασία και τα σύμβολα, καθώς και για τη δημιουργία τοπικών δικτύων, και στη συνέχεια να υπάρξει εκλογή ηγεσίας από τη βάση.
Οι προτάσεις της Φώφης Γεννηματά σωστά αποσκοπούν στη διευκόλυνση της συμμετοχής ευρύτερων δυνάμεων, δίνοντας τη δυνατότητα συνδιαμόρφωσης σε όλους τους συμμετέχοντες. Για την εξυπηρέτηση όμως του σκοπού αυτού, θα πρέπει στις αποφάσεις που θα ληφθούν να συμπεριληφθεί και ο τρόπος οργάνωσης και λειτουργίας, κυρίως σε ό,τι αφορά τη συνύπαρξη των επί μέρους κομμάτων και δυνάμεων, αλλά και τη θέσπιση συλλογικών δημοκρατικών διαδικασιών σε όλα τα επίπεδα. Θα πρέπει να αποφασιστούν επίσης η συγκρότηση κεντρικού πολιτικού οργάνου και ο χρόνος εκλογής της ηγεσίας. Μόνον όταν όλα αυτά τα κρίσιμα ζητήματα εξεταστούν και αποφασιστούν συλλογικά με τη μέγιστη δυνατή συναίνεση και χωρίς προειλημμένες επιλογές, θα αρθούν οι επιφυλάξεις και οι καχυποψίες, θα ακυρωθούν οι προσωπικές στρατηγικές που περιορίζουν ως σήμερα την εμβέλεια του εγχειρήματος.
Το αντιπροσωπευτικό σώμα που θα συγκληθεί, έχοντας να λάβει κρίσιμες αποφάσεις, θα πρέπει να σχεδιαστεί και να οργανωθεί με προσοχή και όχι βεβιασμένα, προκειμένου να αποτελέσει στέρεο βήμα μετεξέλιξης της Δημοκρατικής Συμπαράταξης σε πολιτικό οργανισμό της Δημοκρατικής Παράταξης. Σε επόμενη φάση, όταν ωριμάσουν μέσα από τη συνεργασία και τη συνεχή ώσμωση οι κατάλληλες προϋποθέσεις, θα μπορέσει να πραγματοποιηθεί το επόμενο βήμα για την ίδρυση ενός νέου φορέα της ελληνικής Σοσιαλδημοκρατίας. Πάνω απ’ όλα όμως, θα πρέπει το χρονοδιάγραμμα να διασφαλίζει τη μεγαλύτερη δυνατή συμμετοχή μη κομματικών δυνάμεων, ώστε να μπορέσει να αναπτυχθεί ισχυρή κοινωνική δυναμική, ικανή να οδηγήσει σε υπέρβαση του πολυκερματισμού και στη δημιουργία του «νέου» με όρους πολιτικών και όχι κομματικών συσχετισμών.
Στην προσπάθεια αυτή, οι Κινήσεις Πολιτών για τη Σοσιαλδημοκρατία διαδραματίζουν κρίσιμο ρόλο, ευαισθητοποιώντας και κινητοποιώντας κοινωνικές και πολιτικές δυνάμεις που δεν θέλουν να εγκλωβιστούν σε κομματικούς μηχανισμούς και σε παθογένειες του παρελθόντος.