Τη γιαγιά μου τη Μαριάννα, γεννημένη τον 19ο αιώνα, πάντα θα τη θυμάμαι, με την κορμοστασιά και τον αέρα πραγματικής αρχόντισσας. Ειδικά τις Κυριακές, όταν έβαζε τα καλά της για να πάει στην εκκλησιά, με το βασιλικό μάλιστα στον «κόρφο» για να αρωματίζεται, μάθαινε όλους γύρω της, τι σήμαινε γιορτή. Κι αν της ζητούσες κάτι, με την στάση της, «πάρτα όλα» σού ’λεγε. Κι όχι μόνον, αλλά «πάρε και την ψυχή μου». Τη θυμάμαι πολύ μικρός, κάθε πρωτοχρονιά, απ’ όταν μπορούσα να ψελλίσω τις πρώτες λέξεις, με το που έφεγγε, με έβγαζε στον «μπότζο» (το μπαλκόνι στα κερκυραϊκά) και αγναντεύαμε μαζί τα «βουνά» απέναντι στις «βίγκλες» και από αριστερά τη θάλασσα. Και εκεί μου μάθαινε ένα ποίημα, που είχε όλα τα στοιχεία της φύσης. Από την «αρχοντιά των βουνών», μέχρι τα «θαλασσοκύματα». Και μέσα από αυτά, όπως σήμερα καταλαβαίνω, υμνούσε τη ζωή ως δημιουργία. Κάθε πρωτοχρονιά το περίμενα! Και μου αρκούσε το μπράβο που μου έλεγε!
Η γιαγιά μου, έγινε αιωνόβια. Στ’ αλήθεια, κανείς δεν ήξερε ποια από τις τελευταίες δεκαετίες του 19ου αιώνα γεννήθηκε. Δεν γράφανε τα κορίτσια τότε, έλεγε, αφού δεν πήγαιναν στρατό. Μία όμως από τις τελευταίες της πράξεις, ήταν ο συμβολισμός όλης της ζωής της: Στο χωριό δεν είχαμε πολλές μουριές. Θυμάμαι λοιπόν, όταν ήμουν μικρός, πόσο μου έλειπαν τα μούρα. Όπου εύρισκα μουριά, μέχρι και με την σφεντόνα σημάδευα τον κορμό κάποιου κλαδιού στα ψηλά και με το τράνταγμα, έστρωναν τα μούρα!
Τι έκανε λοιπόν η γιαγιά μου, λίγο πριν πεθάνει; Φύτεψε σε μιαν άκρη του κήπου, μουριά! Απέναντι ακριβώς από τα «βουνά» και τη θάλασσα, που τραγουδούσαμε μαζί. Κι ας ήξερε ότι όχι μόνον δεν θα δοκίμαζε η ίδια μούρα, αλλά δεν θα προλάβαινε καν να δει το φυτό της να μεγαλώνει. Έλα όμως που αυτό ήταν το μόνο που δεν την απασχολούσε. Γιατί η γιαγιά μου, όπως και άπειρες γιαγιάδες όλης της γης, ήταν φορέας ενός μεγάλου πολιτισμού, που δημιουργείται και κληρονομείται από γενιά σε γενιά. Σύμφωνα με τον οποίο, από τη στιγμή που υπάρχουν οι επόμενες γενιές, δεν υπάρχει θάνατος. Γι’ αυτό δημιουργούμε για τις επόμενες γενιές. Δηλαδή, ερήμην του θανάτου.
Για τη γιαγιά μου δηλαδή, ο θάνατος αφορούσε μόνο την ίδια, ενώ η ζωή ανήκε σε όλους! Γι’ αυτό και φύτεψε, λίγο πριν πεθάνει, τη μουριά της περιγελώντας το θάνατο, μια και αφού θα τη χαίρονταν οι επόμενοι, θάνατος δεν υπήρχε!
Ώσπου το ήθος της γιαγιάς μου, το διαδέχτηκε στην κοινωνία μας η πιο ακραία ατιμία, με τη μορφή «…των πολιτικών εκπροσώπων της ΓΕΝΟΠ/ΔΕΗ, της ΟΜΕ/ΟΤΕ, της ΠΟΣΠΕΡΤ, της ΟΤΟΕ, των ΔΕΚΟ, των κλειστών επαγγελμάτων ….. ….και των λοιπών ιδρυματοποιημένων τρωκτικών του ελληνικού κρατισμού», όπως έγραψε ο Θόδωρος Ζαρέτος.
Οι οποίοι, καταστρέφοντας ένα ήθος αιώνων, σύμφωνα με το οποίο, κάθε γενιά δημιουργούσε και για την επόμενη, απαίτησαν και πέτυχαν «όλα τα κιλά, όλα τα λεφτά», ώστε να αναλώσουν τη χώρα στο παρόν, εις βάρος των επόμενων γενεών. Στέλνοντας μάλιστα στις επόμενες γενιές, όχι μόνο τα απόβλητά μας, αλλά και το λογαριασμό.
Και μετά από αυτό, ήταν επόμενο να φτάσουμε στο αδιανόητο: Το μάγμα ακροδεξιών με αριστερούς (κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ), ανέλαβε την πολιτική εκπροσώπηση των συντεχνιών του «θανάτου». Άρα, όφειλε να μας δώσει, δια του αρμοδίου επί της ατιμίας υφυπουργού και την ιδεολογία της ατιμίας. Σύμφωνα με την οποία, ακόμη και μια διετής μετάθεση στους επόμενους των δικών μας υποχρεώσεων, είναι ευπρόσδεκτη! Με την τερατώδη μάλιστα «ηθική» βάση: «Σε δύο χρόνια, ποιος ζει ποιος πεθαίνει»! Πού ήταν κρυμμένος τέτοιος κυνισμός; Τι ήταν αυτό που γέννησε τόση ανηθικότητα; Νικήθηκαν οι γιαγιάδες μας;