Ας πάρουμε μια «άδεια» από την επικαιρότητα. Ολοκληρώθηκε άλλωστε μια πρώτη φάση του Κυπριακού δράματος, έληξαν επιτυχώς και οι τωρινές (μέχρι τις επόμενες) διαπραγματεύσεις με την τρόικα. Βέβαια η ζωή συνεχίζεται…
.
Έρχεται και ξανάρχεται το μέγα ζήτημα, τι κάνουμε με τις στρατηγικές επιλογές της χώρας, δηλαδή τι γίνεται με την Ευρώπη; Εμείς, εδώ και καιρό υποστηρίζουμε πως δεν υπάρχει plan B σε στρατηγικές επιλογές όπως αυτή της ένταξης στην ευρωπαϊκή (εν δυνάμει) Κοινοπολιτεία και πάμε να κλείσουμε το θέμα. Με την Ευρώπη, βέβαια, με τις καλές και κακές εξελίξεις. Τα επιχειρήματά μας δεν είναι πάντα κατανοητά. Άλλωστε, από τον ΣΥΡΙΖΑ ως τον Γκρίλο (αλλά και ως τη Χρυσή Αυγή) έχει δημιουργηθεί μια νέα δύσκολη κατάσταση σε όλη την Ευρώπη. Πολλοί βάζουν το ερώτημα αλλιώς. Θα αντέξει η Ευρώπη; Θα αντέξει το νόμισμα; Και αν όχι;
.
Έως πριν από την κρίση, συνηθίζαμε να απαντάμε σε διλλήματα που από τη μια υπήρχε η χειροπιαστή Ευρώπη κι από την άλλη η «τυραννία της νοσταλγίας» ενός κόσμου που έφυγε οριστικά. Δηλαδή, τι ωραία που ζούσαμε πριν από την παγκοσμιοποίηση, στην ασφάλεια του έθνους-κράτους, το οποίο κουμαντάριζαν διάφορων ικανοτήτων εθνικές ελίτ…
.
Βέβαια, στην Ελλάδα δεν προλάβαμε και τόσο να χαρούμε το πνεύμα των ανοικτών οριζόντων, το ευρύτερο ευρωπαϊκό ορθολογικό οικοδόμημα. Οι πολιτικές ελίτ οικοδόμησαν γρήγορα το πελατειακό κράτος, ενσωματώνοντας και το όποιο πολιτικό κέρδος είχε προκύψει από την κατάρρευση της χούντας, αλλά και τις ευρωπαϊκές «εισροές». Ας μην ξεχνούμε ότι στο μεσουράνημα του εκσυγχρονισμού, είχαμε την περίοδο Χριστόδουλου και πολιτικούς ταγούς του τύπου του Άκη και τόσα άλλα.
.
Αλλά μακρηγόρησα. Το ζήτημα είναι η ευρωπαϊκή επιλογή και πως τη στηρίζουμε. Η ευρωπαϊκή επιλογή του σήμερα, είναι μια επιλογή ανάμεσα στο κακό και το χείριστο. Η Ευρώπη, για τα προσεχή χρόνια, δεν πρόκειται να έχει την οικονομική ισχύ του παρελθόντος στην οποία και συνηθίσαμε. Αλλά και εκτός ευρώ, τα πράγματα είναι χείριστα. Θα υπάρξει επομένως -ήδη υπάρχει- μια άλλη οικονομική διαχείριση. (Και νομίζω το άρθρο του Παναγή Παναγιωτόπουλου και πάλι με τον χαρακτηριστικό τίτλο «Νόμισμα και Κοινωνία» και τον διλημματικό υπότιτλο: «Ταξικό Ευρώ ή Αριστοκρατική δραχμή;» 22/4, στη «Μ», δίνει την εικόνα της σήμερον).
.
Δεν είναι, όπως ποτέ δεν ήταν παρά τα φαινόμενα, η οικονομία το πρώτιστο για την ευρωπαϊκή επιλογή. Για την δική μας χώρα αυτό είναι ομολογημένο από τον ίδιο τον αρχιτέκτονα της ευρωπαϊκής επιλογής. Από αυτή την άποψη, ο επιγραμματικός τίτλος που διάλεξε ο Γ. Φλωρίδης (σε πρόσφατο άρθρο του, 31/3) να πάρει θέση στο δίλλημα, είναι ουσιαστικός «Με την Ευρώπη ή με τα παρασιτικά συστήματα». Γιατί, κακά τα ψέματα, τα συστήματα που κυριάρχησαν στην περίοδο της ευρωπαϊκής ακμής ήταν, αλλά κυρίως έχουν πλέον γίνει, παρασιτικά. Εκφράζουν μια εποχή που παρήλθε και επομένως δεν είναι υπερασπίσιμα. Αλλά αυτό, εκτός από την κατεδάφιση αυτών των συστημάτων, θέτει και ένα άλλο διπλό θέμα: Ποια είναι η βάση της παραγωγικής ανασύνταξης σε εθνική και ευρωπαϊκή κλίμακα;
.
.
Όσο και να το ψάξει κανείς, η απάντηση είναι διττή. Ένα παραγωγικό σχέδιο ανασυγκρότησης, έχει την περιφερειακή (εδώ εθνική) και την ευρωπαϊκή του διάσταση. Και ένα πολιτικό σχέδιο, αντίστοιχα. Ο κόσμος στον οποίο ζούμε, αφορά μια μεγάλη εποχή που συνήθως ονομάζουμε νεοτερικότητα, στην οποία όλα συνοψίζονται στον πολιτικό αναβαθμό. Μόνο που απαιτεί αναφορά σε δύο σύνολα, αυτό του εθνικού, αλλά ταυτόχρονα και του ευρωπαϊκού. Αυτό σημαίνει πως χρειαζόμαστε εθνικό και ευρωπαϊκό πολιτικό σχέδιο, το οποίο πρέπει να γίνει αποδεκτό από τις κοινωνίες μας. Κι εδώ τα πράγματα είναι δύσκολα.
.
Πάλι άλλο ήθελα να πω. Βέβαια η Βοστόνη είναι στην Ανατολική Ακτή και είναι πιο εύκολο να ακουστεί η βουή των «συμβαινόντων γεγονότων» στην Ουάσιγκτον και στην Νέα Υόρκη. Αλλά συμβαίνουν αντίστοιχες βαρβαρότητες κυρίως στις μεσοδυτικές πολιτείες, που θα τις έτρωγε το σκοτάδι αν δεν υπήρχε το ευρύ πλαίσιο των ΗΠΑ. Μανωλάδες συμβαίνουν και στην Ελλάδα. Σκεφτείτε μόνο αν συνέβαιναν στην απομονωμένη Ελλάδα (κάτι σαν την Ελλάδα της μετεμφυλιακής εποχής και της Χούντας, για να μην πάμε μακριά). Ας σκεφτούμε μια Ελλάδα των ψεκασμένων, στην οποία θα κάνουν κουμάντο οι τοπικές μαφίες – και μάλιστα ανεξέλεγκτα.
.
Πρωτοπήγα στην Κύπρο, εκεί στο τέλος της δεκαετίας του ’70. Οι, έκτοτε, φίλοι που πρωτογνώρισα εκείνη την εποχή, μου ανέλυσαν τον καημό τους για την Ελλάδα. Ήθελαν να έχουν εθνικό ποιητή τον Διονύσιο Σολωμό κι όχι τον όποιο τυχαίο, συνήθως προγονόπληκτο, τοπικό στιχουργό… Ήταν ακόμα η εποχή που κινούμασταν στα όρια του έθνους –κράτους…
.
Φαντάζομαι, αν τους ρωτούσα σήμερα, θα μου απαντούσαν: «Καλοί είναι οι υψηλοί τόκοι των καταθέσεων, αλλά δεν προλάβαμε καλά-καλά να αισθανθούμε τους ανοικτούς ορίζοντες της μεγάλης ευρωπαϊκής κοινοπολιτείας. Κινδυνεύουμε να μας πάρει και πάλι φαλάγγι ο Αρχιεπίσκοπος …»