Η υπερψήφιση της πρότασης μομφής κατά του Στέφανου Κασσελάκη δεν ήταν έκπληξη. Ήταν η προμελετημένη ρεβάνς ενός σκληρού κομματικού μηχανισμού απέναντι στον εξ Αμερικής αλεξιπτωτιστή που τόλμησε να αμφισβητήσει την παντοκρατορία της εσωκομματικής φραξιονιστικής ιεραρχίας και να της βγάλει γλώσσα. Ο εκλεγμένος πριν από 11 μήνες, πρώην πλέον, πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ συνειδητοποίησε ότι η επιλογή του από τον Αλέξη Τσίπρα ως διαδόχου του έγινε υπό όρους και προϋποθέσεις και είχε ημερομηνία λήξης. Του το υπενθύμισαν, με τον πιο οδυνηρό και απαξιωτικό τρόπο, οι «87» με την πρόταση μομφής που κατέθεσαν και, κυρίως, ο εκτελεστής των «ειδικών» αποστολών Παύλος Πολάκης με την φράση «δεν κάνεις για πρόεδρος». Ωστόσο, το σχέδιο οριστικής αποπομπής του Κασσελάκη απέχει ακόμα από την ολοκλήρωσή του καθώς η «εξαφάνιση» ενός φιλόδοξου «εν δυνάμει πρωθυπουργού δύο θητειών» που έχει εξασφαλίσει και λαϊκό έρεισμα, δεν θα είναι εύκολη υπόθεση.
Ο Κασσελάκης, στον οποίο επιχειρούν τώρα όλοι να ρίξουν το ανάθεμα, δεν είναι ο κύριος υπεύθυνος για την κατάντια του ΣΥΡΙΖΑ. Η «Ριζοσπαστική Αριστερά» είχε από καιρό μετατραπεί από τον Αλέξη Τσίπρα σε ένα προσωπικό απολιτικό συνοθύλευμα που απλωνόταν σε όλο το κομματικό φάσμα και περιελάμβανε την Ακροδεξιά με την οποία συγκυβέρνησε αρμονικά, σημαίνοντα στελέχη της αντιπολιτευόμενης Δεξιάς, ένα σημαντικό μέρος «παντός καιρού» στελεχών του καταποντιζόμενου ΠΑΣΟΚ καθώς και ιστορικά στελέχη της Αριστεράς που δεν δίστασαν να ταυτιστούν με τους «αγανακτισμένους» αντιμνημονιακούς για να πραγματοποιήσουν τις κυβερνητικές τους φαντασιώσεις. Η δήλωση του Παύλου Πολάκη ότι θα διεκδικήσει την αρχηγία είναι η καλύτερη απόδειξη ότι ο ακραίος λαϊκισμός παραμένει η ψυχή του ΣΥΡΙΖΑ.
Ούτε και η καταιγιστική πορεία του ΣΥΡΙΖΑ προς τον κατακερματισμό και την απαξίωση ήταν έκπληξη. Το υψηλό ποσοστό που απέσπασε στις εκλογές του ‘19 ήταν αποτέλεσμα της ελπίδας για μια «δεύτερη φορά Αριστερά» που γρήγορα διαψεύστηκε αφού δεν μπόρεσε ουσιαστικά να ανταποκριθεί ακόμα και στα στοιχειώδη καθήκοντα της αξιωματικής αντιπολίτευσης. Όταν, στις εκλογές του ‘23, αποδείχτηκε ότι ο βασιλιάς Τσίπρας ήταν πολιτικά και ιδεολογικά γυμνός και ότι η επιστροφή στην εξουσία δεν ήταν παρά ένα όνειρο απατηλό, ο ΣΥΡΙΖΑ εξελίχθηκε σε πεδίο σύγκρουσης των διαφόρων εσωκομματικών ομάδων με αποκλειστικό στόχο την πολιτική τους επιβίωση στην επόμενη μέρα. Το σκληρό πρόσωπο αυτής της επόμενης μέρας αντίκρυσαν, πρώτα απ’ όλους, τα στελέχη που συγκρότησαν τη «Νέα Αριστερά» που αποχώρησαν επιχειρώντας να ανασυστήσουν τις αξίες της Αριστεράς τις οποίες είχαν λησμονήσει στους κυβερνητικούς τους θώκους.
«Στη πολιτική το μοναδικό πράγμα που δεν έχει επιστροφή είναι η γελοιοποίηση», συνήθιζε να λέει ο Λεωνίδας Κύρκος. Αυτό ακριβώς συνέβη στον ΣΥΡΙΖΑ με την εκλογή του Στέφανου Κασσελάκη στην ηγεσία του. Δεν γνωρίζει κανείς αν η αυτογελοιοποίηση αυτή συμπεριλαμβάνεται στο project «rebranding Tsipras» και ποια είναι τα προβλεπόμενα επόμενα βήματα. Εκείνο που έχει σημασία είναι η γελοιοποίηση αυτή να μην διαχυθεί στο πολιτικό σύστημα που μοιάζει ήδη αδύναμο να ανταποκριθεί στα οξυμένα κοινωνικά προβλήματα και στις μεγάλες σύγχρονες προκλήσεις. Για παράδειγμα, η συζήτηση που έχει ανοίξει, με συμμετοχή στελεχών και από το χώρο του ΠΑΣΟΚ, για δήθεν συμμαχία ή συγχώνευση κεντροαριστερών κομμάτων ως αντίπαλο δέος στην κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας, ναρκοθετεί εξ αρχής την ανάγκη ύπαρξης μιας σοβαρής και υπεύθυνης δημοκρατικής παράταξης ως εναλλακτικής πρότασης διακυβέρνησης.
Δημοσιεύεται και στα ΝΕΑ