Τελείωσε πριν λίγες ώρες στη Ρώμη η τετραμερής συνάντηση κορυφής των χωρών του ευρωπαϊκού νότου, που συγκάλεσε ο Ιταλός πρωθυπουργός Μάριο Ντράγκι, στην οποία, εκτός από τον ίδιο, έλαβαν μέρος οι πρωθυπουργοί της Ισπανίας, της Πορτογαλίας και της Ελλάδας (ο Κυριάκος Μητσοτάκης διαδικτυακά λόγω κορονοϊού).
Οι τέσσερις ηγέτες συμφώνησαν ότι οι περιστάσεις απαιτούν κοινή αντιμετώπιση εκ μέρους όλων των χωρών της Ευρωπαϊκής Ένωσης. «Έχουμε πολλές κοινές προκλήσεις και πρέπει να βρούμε κοινές απαντήσεις μαζί με όλους τους άλλους Ευρωπαίους εταίρους» υπογράμμισε ο Μάριο Ντράγκι, προσθέτοντας ότι το πιο επείγον ζήτημα είναι το ενεργειακό, ότι άμεση υποστήριξη απαιτούν και τα νοικοκυριά και οι επιχειρήσεις, ενώ επισήμανε και ότι σε πολύ σημαντικό στόχο αναδεικνύεται η ευρωπαϊκή άμυνα «που πρέπει να αντιμετωπισθεί σε πολύ σύντομο χρόνο και σε πλήρη συμπληρωματικότητα με το ΝΑΤΟ».
Στο ίδιο μήκος κύματος και ο Έλληνας πρωθυπουργός που τόνισε την «Κοινή πεποίθηση πως η αντιμετώπιση μίας τέτοιας πρόκλησης απαιτεί και κοινή ευρωπαϊκή απάντηση». Δεν γίνεται, συνέχισε ο Κυρ. Μητσοτάκης, σε επίπεδο διπλωματίας να απαντάμε από κοινού, και σωστά, στη ρωσική επιθετικότητα, αλλά να μην συγκροτούμε ένα ενιαίο μέτωπο και στο επίπεδο της οικονομίας που πλήττεται από αυτήν· πρόκειται για έναν κίνδυνο που απειλεί την ανάκαμψη μετά την πανδημία.
Η συνάντηση της Ρώμης επιχειρεί την κεφαλαιοποίηση της βούλησης της πλειονότητας των κρατών μελών που, αν και λανθάνουσα, ήταν αισθητή στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο των Βερσαλλιών, απέναντι στη σκληρή στάση των frugal 4 και της όψιμης συμμάχου τους Γερμανίας. Ήταν φανερό ότι η «σιωπή» της δήλωσης των Βερσαλλιών για την ανάληψη συγκεκριμένης κοινής δράσης δεν αποτελούσε εγκατάλειψη της ιδέας, ούτε σήμαινε ότι ο Εμμανουέλ Μακρόν ανέκρουσε πρύμναν τόσο εύκολα και τόσο γρήγορα. Έκφραση μιας ανακωχής ήταν, πιθανότατα ολιγοήμερης, μέχρι το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο της 24-25 Μαρτίου στις Βρυξέλλες. Οι εξελίξεις, με πρώτη τη σημερινή συνάντηση της Ρώμης, αυτό δείχνουν.
Η προσέγγιση γίνεται βέβαια μεθοδικά. Πρώτα θα καταδειχθεί η αναγκαιότητα μιας κοινής ευρωπαϊκής δράσης, ακολούθως θα επιδιωχθεί να υπολογισθεί το κόστος της και στη συνέχεια θα αναζητηθούν οι τρόποι κάλυψής του. Στη Ρώμη έγινε το πρώτο από αυτά τα βήματα. Αυτό θα πρέπει να ακολουθηθεί από την εκδήλωση της – δεδομένης, όπως όλα δείχνουν - υποστήριξης αρκετών άλλων κρατών μελών. Όταν αυτό συμβεί, η μάλλον μεγάλη πλειοψηφία που θα διαμορφωθεί θα μπορεί να επιβάλει το πέρασμα στο επόμενο βήμα, δηλαδή την κοστολόγηση της κοινής δράσης. Το τρίτο βήμα θα είναι η αναζήτηση του τρόπου κάλυψης αυτού του κόστους. Τα σημερινά επιχειρήματα των «φειδωλών» ότι αυτό το κόστος πρέπει να καλυφθεί από υπάρχοντα χρηματοδοτικά μέσα της ΕΕ δεν αντέχουν σε σοβαρή κριτική. Χρήση των υπαρχόντων χρηματοδοτικών εργαλείων για σκοπούς άλλους από αυτούς για τους οποίους δημιουργήθηκαν θα σημάνει στασιμότητα στην ανάπτυξη, στασιμότητα στην ανάκαμψη από την πανδημία, στασιμότητα αν όχι και οπισθοδρόμηση στην πορεία προς την ευρωπαϊκή ολοκλήρωση. Αν οι «φειδωλοί» αυτό επιδιώκουν, οι υπόλοιποι δεν δείχνουν διάθεση να τους ακολουθήσουν. Ο πόλεμος στην Ουκρανία μεταξύ άλλων έδειξε, ακόμη και σε μερικούς μέχρι χθες «απείθαρχους», ότι ο δρόμος για περισσότερη Ευρώπη είναι μονόδρομος. Και ο μονόδρομος αυτός, σήμερα τουλάχιστον, δείχνει να περνάει μέσα από ένα ευρω-ομόλογο.