Από τα νταούλια στις αγορές, η έκθεση και οι προβλέψεις του ΔΝΤ, το νέο αφήγημα της Κυβέρνησης, οι γερμανικές εκλογές και οι πρώτες αναταράξεις στη δημοφιλία του Μακρόν είναι τα βασικά θέματα του – καλοκαιρινού – δελτίου του ΔΙΚΤΥΟΥ.
Από τα νταούλια στις αγορές
Η έξοδος στις αγορές αποτελεί ένα σημαντικό γεγονός με πολιτική και οικονομική σημασία. Κυρίως, όμως, αποτελεί ένδειξη κρατικής κανονικότητας. Οι χώρες που βγαίνουν στις αγορές και ανανεώνουν το χρέος τους είναι κυρίαρχες και για αυτό το χρέος λέγεται sovereign debt. Χρέος κυρίαρχου κράτους. Υπό την έννοια αυτή η έξοδος έχει σημασία.
Όμως, οι προεκτάσεις του γεγονότος δεν πρέπει ούτε να υπερεκτιμούνται ούτε να προτρέχουν των εξελίξεων ελπίζοντας να τις διαμορφώσουν.
Το θετικό της εξόδου είναι πως συνέβη σε μια ευνοϊκή συγκυρία καθώς έκλεισε η δεύτερη αξιολόγηση και από τον Σεπτέμβριο και μετά, οι αγορές μπορεί να προεξοφλούν το τέλος του QE, εξέλιξη που ίσως επηρεάσει αρνητικά τα επιτόκια.
Εκείνο όμως, που θα καθιστούσε την έξοδο απολύτως επιτυχή θα ήταν ένα επιτόκιο κάτω από το 4%, αφού από το 2014 τα ευρωπαϊκά επιτόκια έχουν πέσει τουλάχιστον 100 μονάδες βάσης. Κατά συνέπεια η έκδοση θα ήταν πετυχημένη μόνο αν τα επιτόκια είχαν διαμορφωθεί κάτω από το 4%.
Η έξοδος όμως στις αγορές συνοδεύθηκε και από την έκθεση του ΔΝΤ και από δηλώσεις στελεχών του Ταμείου εν όψει της κρίσιμης τρίτης αξιολόγησης για την οποία έχουμε ήδη γράψει στο προηγούμενο Δελτίο μας.
Πώς γίνεται να συνδυαστεί η κυβερνητική θριαμβολογία με μία έκθεση που επιμένει ότι το χρέος ΔΕΝ είναι βιώσιμο;
Που θεωρεί ότι τα πρωτογενή πλεονάσματα που συμφώνησε η Κυβέρνηση, δεν πρόκειται να επιτευχθούν;
Που τα δημοσιονομικά μέτρα στα οποία συμφώνησε η Κυβέρνηση επίσης, για το κλείσιμο της δεύτερης αξιολόγησης ΔΕΝ κρίνονται επαρκή;
Που εκτιμά ότι οι τράπεζες μάλλον θα χρειαστούν και νέα κεφάλαια;
Είναι προφανές ότι με την έκθεση του το Ταμείο τήρησε αφενός την υπόσχεση του απέναντι στην ΕΕ να συμμετάσχει στο ελληνικό πρόγραμμα, αλλά και απέναντι στον ίδιο του τον εαυτό αφού διατηρεί στο ακέραιο τις θέσεις του. Στο πλαίσιο αυτό εντάσσεται και η ακόλουθη της έκθεσης συνέντευξη της κας Βελκουλέσκου που προανήγγειλε τις δυσκολίες της τρίτης αξιολόγησης. Η επικεφαλής της αποστολής του ΔΝΤ στην Ελλάδα παρουσιάζει αναλυτικά τις προτεραιότητες ενόψει της τρίτης αξιολόγησης του προγράμματος, ρίχνοντας το βάρος στους συμβασιούχους και στις ληξιπρόθεσμες οφειλές, στα μη εξυπηρετούμενα δάνεια, στην κεφαλαιοποίηση των τραπεζών και στα capital controls, καθώς και στη λειτουργία των καταστημάτων τις Κυριακές και στην απελευθέρωση κλειστών επαγγελμάτων.
Ως προς το ασφαλιστικό, επισημαίνει ότι «οι εισφορές που επιβάλλονται στις γενιές της εργασίας δεν επαρκούν για να πληρώνουν τις τρέχουσες συντάξεις», σημειώνοντας ότι το έλλειμμα του συνταξιοδοτικού συστήματος στην Ελλάδα είναι «σχεδόν τέσσερις φορές υψηλότερο από τον μέσο όρο της ζώνης του ευρώ».
Πώς μπορεί να μεταφραστεί σε επιτυχία μία τέτοια συγκυρία; Δεν μπορεί. Και για το λόγο αυτό η Κυβέρνηση ετοιμάζει το νέο της αφήγημα.
Η νέα κυβερνητική τακτική
Ο Πρωθυπουργός με τις δύο πρόσφατες συνεντεύξεις του στο Guardian και στον Alpha, εγκαινίασε τη νέα τακτική πολιτικών επιχειρημάτων της Κυβέρνησης.
Βασικό – και διόλου αμελητέο – στοιχείο στην αφετηρία τουλάχιστον της νέας αυτής προσπάθειας είναι η έγκαιρη ένδειξη – άγνωστο ως προς την ειλικρίνεια της – πρόθεσης αποδοχής λαθών. Είναι από τις λίγες φορές που η αποδοχή των λαθών γίνεται από εν ενεργεία Πρωθυπουργό σε τρέχοντα πολιτικό χρόνο και όχι κατόπιν της λήξης της θητείας του.
Ο Πρωθυπουργός γνωρίζει ότι παραμένει ο ίδιος η τελευταία ελπίδα του ΣΥΡΙΖΑ. Το πρόσωπο του έχει τρωθεί. Η ήττα φαντάζει αναπόφευκτή, αλλά αν υπάρχει μία σανίδα σωτηρίας είναι η προσπάθεια του ίδιου να φανεί διαφορετικός ως προς τα δευτερεύοντα πολιτικά χαρακτηρίστικά ενός Πρωθυπουργού. Δηλαδή, την πρόθεση – ή προσποίηση – ειλικρίνειας αναγνώρισης παρελθόντων λαθών, η αποδοχή της απειρίας ως ένδειξη λευκού πολιτικού ποινικού μητρώου και αν μη τι άλλο προσπάθειας διαπραγμάτευσης.
Αυτά όμως, δεν κερδίζουν εκλογές…κερδίζουν χρόνο.
Στο ίδιο πλαίσιο του νέου αφηγήματος εντάσσεται και η ρήξη με τη Δικαιοσύνη. Ο ΣΥΡΙΖΑ γνωρίζει κάτι που είναι γνωστό ευρύτερα, αλλά δεν το θυμόμαστε. Η κρίση απονομιμοποίησης των αντιπροσωπευτικών θεσμών στην Ελλάδα είναι σήμερα βαθύτατη. Είναι προφανές, ότι οι πολιτικές λιτότητας που εφαρμόζονται στη χώρα τα τελευταία 7 χρόνια, την επιδείνωσαν σοβαρά. Ωστόσο, πρέπει να επισημανθεί ότι η κρίση αυτή προϋπήρξε της οικονομικής κρίσης.
Κόμματα, κοινοβούλιο, αστυνομία, Εκκλησία, επιχειρήσεις, ΜΜΕ, συνδικαλίστικές οργανώσεις, Δικαιοσύνη, Τοπική Αυτοδιοίκηση, έχουν υποστεί συντριπτικό κάταγμα αξιοπιστίας τα χρόνια της κρίσης.
Ο ΣΥΡΙΖΑ γνωρίζει ότι το λαϊκό θυμικό εύκολα ψάχνει αποδιοπομπαίο τράγο. Προσφέρει, λοιπόν, στην αρένα πότε τα ΜΜΕ, πότε τη Δικαιοσύνη, πότε την ιδιωτική οικονομία, κλπ.
Ειδικά για τη Δικαιοσύνη η καταρράκωση της σε βάθος 15ετίας είναι εντυπωσιακή, καθώς σύμφωνα με την τακτική μέτρηση της Kapa Research για τους θεσμούς, το 2003 οι πολίτες την εμπιστεύονταν σε 56,5% που έπεσε σήμερα στο 31% !
Πάντα όμως, η λογική του ΣΥΡΙΖΑ ήταν συγκρουσιακή και συνήθως βραχυπρόθεσμή. Συχνά στην πορεία η τακτική αλλάζει και αυτό επηρεάζει την εικόνα της χώρας και τη λειτουργία των δομών της.
Τι είδους κλίμα πολιτικής σταθερότητας μπορεί να καλλιεργήσει η χώρα υπό τις παρούσες συνθήκες και ενώ εμφανίζεται έτοιμη να κτυπήσει ξανά την πόρτα των διεθνών αγορών;
Τι είδους εμπιστοσύνη μπορεί να εμπνεύσει προς το διεθνές επενδυτικό κοινό η Ελλάδα, όταν η κυβέρνηση εμφανίζεται σε ευθεία αντιπαράθεση με τη Δικαιοσύνη;
Το κομβικό σημείο της νέας τακτικής του ΣΥΡΙΖΑ επιδιώκει να συνδυάσει δύο αντικρουόμενα στοιχεία. Το ένα ότι δεν πάει για ρήξη και πως θα κάνει ότι είναι δυνατόν ώστε να παραμείνει στην εξουσία επιστρέφοντας στην ανάπτυξη. Και το άλλο ότι θα φτιάχνει εχθρούς κατά το δοκούν και κατά περίπτωση.
Αυτά τα δύο όμως δεν λειτουργούν προς όφελος της χώρα. Και αυτό γιατί η χώρα έχει μόνο μία επιλογή. Την επάνοδό σε μία στοιχειώδη κανονικότητα.
Το τρίτο μνημόνιο εκπνέει σε 12 μήνες. Εάν έως τότε η Ελλάδα δεν έχει κατορθώσει να ανακτήσει τη δυνατότητα δανεισμού της από τις αγορές, τα ενδεχόμενα που αντιμετωπίζει είναι είτε η προσφυγή σε ένα νέο μνημόνιο -που δεν είναι σαφές εάν υπάρχει η βούληση να της χορηγηθεί- είτε άτακτη χρεοκοπία.
Μόνη της ευκαιρία να διαφύγει αυτά τα ενδεχόμενα αυτά είναι να έχει κατορθώσει να εμπνεύσει εκ νέου ένα κλίμα εμπιστοσύνης και σταθερότητας προς το διεθνές επενδυτικό περιβάλλον, ώστε αφενός να έχει κάποιου είδους τύχη το πρόγραμμα ιδιωτικοποιήσεων και αφετέρου, να μπορέσει να εξασφαλίσει δανεισμό με βιώσιμο επιτόκιο από τις αγορές.
Η οικονομία δείχνει διάθεση να ξεπεράσει τις πολιτικές αστοχίες. Το κλείσιμο της δεύτερης αξιολόγησης μοιάζει να έχει απελευθερώσει δυνάμεις με το χρηματιστήριο σε υψηλά 28 μηνών, την απόδοση του δεκαετούς ομολόγου στο 5,26%, αρκετές πετυχημένες εταιρικές εκδόσεις ομολόγων.
Δύσκολα ο Σούλτς…
Αν δεν συμβεί ένα θαύμα μετά την περίοδο των διακοπών, το SPD θα χάσει.
Η τελευταία δημοσκόπηση του ARD / Deutschlandtrend έχει το CDU στο 39% έναντι του SPD στο 23%, κάτι που είναι λίγο πολύ σύμφωνο με άλλες πρόσφατες δημοσκοπήσεις.
Το FDP παίρνει 9%. Μαζί, το CDU / CSU και το FDP θα έχουν μια ποσοστιαία μονάδα μικρότερη από τη συνδυασμένη αντιπολίτευση, αλλά αυτό το χάσμα είναι προφανώς εντός του περιθωρίου σφάλματος των δημοσκοπήσεων.
Το καλύτερο αποτέλεσμα στο οποίο μπορεί να ελπίζει το SPD για τώρα είναι να αποτρέψει τη δημιουργία αυτού του κεντροδεξιού συνασπισμού.
Το CDU / CSU και το FDP θα είναι πάντοτε σε θέση να σχηματίσουν έναν συνασπισμό με τους Πράσινους ως τρίτο μέρος, αλλά η εκτίμηση μας είναι ότι το SPD θα προτιμήσει τελικώς να συμμετάσχει σε έναν ακόμα μεγάλο συνασπισμό.
Το φαινόμενο Μακρόν δεν διατηρείται επί μακρόν
Η δημοτικότητα του Emmanuel Macron πέφτει απότομα. Η δημοσκόπηση της Ifop για το περιοδικό Journal du Dimanche κατέγραψε πτώση δέκα μονάδων σε μόλις ένα μήνα. Μόνο ένας άλλος πρόεδρος, ο Jacques Chirac, έχασε τόσο από τον τρίτο μήνα της προεδρίας του.
Υπάρχει ακόμα ρεύμα υπέρ του (54%), αλλά η δημοτικότητά του είναι κάτω από εκείνη του Francois Hollande ή του Νικολά Σαρκοζί την ίδια χρονική στιγμή.
Η μείωση της δημοτικότητας εξηγείται από τη στάση απέναντι στον στρατό, τη μεταρρύθμιση στον τομέα της απασχόλησης και τη φορολογική μεταρρύθμιση.
Και το ερώτημα είναι αν οι μεταρρυθμίσεις βελτιώσουν ή όχι εν τέλει την οικονομία.
Το κύριο εμπόδιο είναι στην πραγματικότητα ένα παλιό πρόβλημα: πώς να συντάξει κανείς έναν προϋπολογισμό που μειώνει το δημόσιο έλλειμμα κάτω από το 3% και εξακολουθεί να προσφέρει τις υποσχόμενες μεταρρυθμίσεις.
Η σύγκρουση με τους στρατιωτικούς αφορούσε τα έξοδα, η δυσαρέσκεια των δημάρχων αφορά τα έσοδα. Και το θέμα της τελευταίας διαμάχης, η περικοπή των εξατομικευμένων οικογενειακών παροχών (APL), αφορά τις περικοπές δαπανών. Κανένα από αυτά τα μέτρα δεν έχει εξηγηθεί σωστά κατά τη διάρκεια της προεκλογικής εκστρατείας.
Η πιο πρόσφατη κατακραυγή αφορά μια αναγγελθείσα περικοπή των εξατομικευμένων οικογενειακών παροχών κατά € 5 το μήνα. Η αριστερά επιτέθηκε έντονα εναντίον αυτού του μέτρου, κατηγορώντας την κυβέρνηση ότι προσφέρει φοροαπαλλαγές στους πλούσιους, τιμωρώντας φτωχότερα νοικοκυριά. Το πρόβλημα με αυτό το μέτρο είναι ότι πρόκειται για μια οριζόντια περικοπή δαπανών που πλήττει και φτωχά νοικοκυριά, τονίζει το περιοδικό Marianne.
Από τα 6,5 εκ. νοικοκυριά που την έλαβαν, περίπου 800.000 είναι φοιτητές. Και το 48% του οφέλους πηγαίνει στα νοικοκυριά με το χαμηλότερο 10% όριο εισοδήματος.
Η πτώση της δημοτικότητας του Μακρόν είναι πιθανόν να συνεχιστεί και το φθινόπωρο ως εκ τούτου.