Πιστή στην παράδοση των αμφιθυμιών, που ούτως ή άλλως τη χαρακτηρίζουν, η οικογένεια της Κεντροαριστεράς υποδέχθηκε την περίφημη πλέον «διακήρυξη των 58» με αλαλαγμούς ανακούφισης, ελεγχόμενο σκεπτικισμό, γκρίνιες, ακόμα και εμφύλιες αντιπαραθέσεις. Υπό αυτή την έννοια, ο πρώτος στόχος επετεύχθη: η πρωτοβουλία δεν πνίγηκε στη σιωπή, το μήνυμα εστάλη, η συζήτηση για την ανασυγκρότηση του χώρου που εκτείνεται από τη ΝΔ μέχρι τον ΣΥΡΙΖΑ άνοιξε πλέον με νέους όρους.
Το ίδιο το κείμενο, γραμμένο όχι από πανεπιστημιακούς, όπως κακώς άφησαν και οι ίδιοι οι συντάκτες του να πλανάται στον επικοινωνιακό ορίζοντα, αλλά από πρόσωπα με σημαντική κοινωνική και πολιτική παρουσία, περιέχει προγραμματικές νύξεις που αξίζει να συζητηθούν και να κρατηθούν. Δεν περιέχει κυβερνητική πρόταση -πώς θα μπορούσε, άλλωστε- ούτε επιχειρεί να αναλύσει τα κυβερνητικά πεπραγμένα, καθώς αποτελεί «έκκληση» προς τις οργανωμένες και ανένταχτες δυνάμεις της Κεντροαριστεράς να συνδιαμορφώσουν πολιτικές και όχι «μανιφέστο», όπως ορισμένοι θα επιθυμούσαν.
Η τύχη που θα επιφυλάξει η ζωή στην πρωτοβουλία των 58 εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό, φυσικά, από τη στάση των οργανωμένων δυνάμεων του χώρου, δηλαδή, από το ΠΑΣΟΚ και τη ΔΗΜΑΡ. Κυρίως, ωστόσο, θα εξαρτηθεί από τη στάση που θα κρατήσει όχι ο λαός των προεστών, αλλά το κοινωνικό ακροατήριο που συνθέτει την εκλογική και κοινωνική βάση της Κεντροαριστεράς.
Διαβάζοντας το κείμενο της διακήρυξης, το ακροατήριο αυτό μοιάζει να θεωρείται αναλλοίωτο, σαν να έρχεται αλώβητο από την εποχή του Σημίτη στην εποχή των Μνημονίων, μεταφέροντας το ίδιο κοινωνικό στάτους και παρόμοια πολιτικά χαρακτηριστικά. Δεν είναι έτσι. Ο μεσαίος χώρος, που ανέβηκε πρώτος στο τρένο της ανάπτυξης, απόλαυσε τις ανέσεις του και στήριξε εκλογικά το ΠΑΣΟΚ, χτυπήθηκε πρώτος από την καταιγίδα της κρίσης και μάχεται ακόμα απέναντι στα κύματα της ύφεσης.
Πολιτικά, πλέον, έχει τριχοτομηθεί: ένα τμήμα του μετανάστευσε στον ΣΥΡΙΖΑ, με την ελπίδα ότι θα πάρει πίσω τα χαμένα, ένα άλλο ακούμπησε στον Σαμαρά, φοβούμενο τα χειρότερα. Μένει ένα τρίτο, που αποζητά τον τρίτο πόλο, αλλά απορίας άξιον είναι πώς ακριβώς τον εννοεί. Τον θέλει, άραγε, πυλώνα της εξουσίας ή απέναντί της; Τον αντιλαμβάνεται ως δύναμη με αυτοτελή λόγο και στόχευση ή ως ομπρέλα που θα στεγάζει κόμματα, ακόμα κι αν αυτά έχουν αντικρουόμενες στρατηγικές;
Οπως λένε και οι δημοσκόποι, η πρόθεση ψήφου έπεται. Αυτό που προηγείται είναι η αυτοτοποθέτηση στην κλίμακα Δεξιάς – Αριστεράς. Αλήθεια, η νέα Κεντροαριστερά σε ποιον πόλο πέφτει πιο κοντά;