Δεν ήταν εύκολη χρονιά το 2021 για την Ελλάδα και παγκόσμια. Ήταν μια δύσκολη χρονιά για όλους. Για τη χώρα μας ακόμα πιο δύσκολη, αφού θα το επαναλαμβάνω κουραστικά: Όλα προέκυψαν τη στιγμή που μετά μια πολύ δύσκολη δεκαετία και το ξέσπασμα ενός επιθετικού λαϊκίστικου ρεύματος, ξεκινούσε μια νέα πολιτική φάση με υψηλές προσδοκίες, επιθυμία για κανονικότητα, ανάπτυξη, υπέρβαση όλων των συσσωρευμένων παθογενειών της ελληνικής κοινωνίας, μεταρρυθμίσεις, βήματα προς τα εμπρός.
Και ήταν τότε, μετά από μια ολιγόμηνη παρένθεση μετά τον Ιούνιο του 2019 που βρέθηκε εν μέσω πολλαπλών κρίσεων που έθεσαν σε δοκιμασία τη ζωή μας, την Οικονομία, την πορεία της χώρας και της κοινωνίας.
Το 2021 εκφράστηκαν όλες μαζί και με ιδιαίτερη ένταση. Κρίση λόγω της πανδημίας, οικονομική κρίση με ένα ρεύμα ακρίβειας που πιέζει ήδη σημαντικά εισοδήματα και ένα πληθωρισμό να καλπάζει, επιβεβαίωση με τον πιο δραματικό τρόπο (καλοκαιρινές πυρκαγιές) του περάσματος από τις συζητήσεις για επερχόμενη κλιματική αλλαγή σε έκφραση της κλιματικής κρίσης πια και βέβαια τη σταθερή κρίση στις Ελληνοτουρκικές σχέσεις με την τουρκική επιθετικότητα να διατηρεί σταθερά την ανησυχία και την αναγκαιότητα ετοιμότητας με ότι αυτό σημαίνει.
Μπαίνοντας στο 2022, οι ίδιοι παράγοντες καθιστούν τη νέα χρονιά υψηλών αβεβαιοτήτων. Ήδη δεκάδες χιλιάδες κρούσματα της Όμικρον τροφοδοτούν μια ατμόσφαιρα φόβου και ανασφάλειας, ενώ δημιουργούνται νέα ερωτήματα που ακόμα και οι επιστήμονες δεν έχουν εύκολες απαντήσεις για τη συνέχεια.
Η κατάσταση μοιάζει με ταινία που δεν τελειώνει ποτέ, εντείνοντας φαινόμενα κοινωνικής, ψυχολογικής κόπωσης. Ωστόσο, στην αβεβαιότητα της πανδημίας προστίθενται κι άλλες. Πριν απ΄ όλα η αβεβαιότητα της οικονομικής κρίσης. Θα δικαιωθούν άραγε όσοι βλέπουν πιθανή επιστροφή σε ένα νέο κύκλο πολιτικών δημοσιονομικής πειθαρχίας και λιτότητας ή όσοι βλέπουν μια πρόσκαιρη διαταραχή λόγω κορονοϊού και δε θεωρούν ότι θα πρέπει να εγκαταλειφθούν οι πολιτικές των χαμηλών επιτοκίων και της δημοσιονομικής χαλάρωσης;
Πώς θα αντιδράσει η Ευρωπαϊκή Ένωση με διαμορφωμένη την ισχυρή τριάδα Σουλτς- Μακρόν και Ντράγκι; Τι μπορεί να εμφανιστεί στο πεδίο των Ελληνοτουρκικών σχέσεων με την οικονομία της γείτονος να περνάει βαθιά κρίση και εκτεταμένα κοινωνικά στρώματα να υποφέρουν από έλλειψη κοινωνικών αγαθών; Πόσο αυτά μπορούν να τροφοδοτήσουν επιθετικές ενέργειες στο Αιγαίο;
Μπορεί ασφαλώς κατά όσους θεωρούν ότι όλα λύνονται με ένα νόμο, ένα άρθρο να ασκούν σκληρή, ισοπεδωτική κριτική στην κυβέρνηση εμφανίζοντας τον Πρωθυπουργό «ανίκανο, δογματικό και αθεράπευτα κυνικό» (Α. Τσίπρας), να καταγγέλλουν εύκολα, χωρίς να προτείνουν και τίποτα.
Ωστόσο, αυτό δε φαίνεται να έχει επηρεάσει – προς το παρόν τουλάχιστον- τον βαθμό εμπιστοσύνης της κοινωνίας προς όσους επιμένουν καταστροφολογικά. Ο ΣΥΡΙΖΑ βέβαια ζητάει εκλογές εδώ και τώρα. Δεν έχει λογική όμως αυτό το αίτημα. Βρίσκεται πίσω από 11% έως 14% σε σχέση με τη Ν.Δ στην απλή πρόθεση ψήφου, κάτι που απλά σημαίνει πως αν γίνονταν εκλογές τώρα, θα έχανε με διαφορά από 13%-15%.
Δεν έχει όμως λογική και το σκεπτικό του αιτήματος. Όσες φθορές και αν υφίσταται η κυβέρνηση, όσο ενστάσεις και αν συναντούν επιλογές της στη διαχείριση της πανδημίας και σε άλλους τομείς, τα συγκριτικά στοιχεία είναι αποκαλυπτικά: Ο Κυριάκος Μητσοτάκης και η κυβέρνηση της Ν.Δ, σύμφωνα με σειρά ερευνών, θεωρούνται ως κατά πολύ πιο κατάλληλοι να διαχειριστούν την πανδημία, την οικονομική κρίση, την Ανάπτυξη, το μεταναστευτικό, τα θέματα εξωτερικής πολιτικής κ.ά σε σχέση με μια πιθανή κυβέρνηση Α. Τσίπρα- ΣΥΡΙΖΑ.
Δεν έχει λογική λοιπόν αυτό το αίτημα, επιβεβαιώνει το στρατηγικό κενό του κόμματος της αξιωματικής αντιπολίτευσης και την αδυναμία του να μετεξελιχθεί σε ένα σύγχρονο, πειστικό κεντροαριστερό κόμμα. Μάλλον, δείχνει φόβο απέναντι στον νέο παίκτη που λέγεται Νίκος Ανδρουλάκης και τη δυναμική δημοκοπική άνοδο του ΚΙΝΑΛ. Κακά τα ψέματα. Για κάθε μία ψήφο που χάνει η Ν.Δ προς το ΚΙΝΑΛ από τον επαναπατρισμό πασοκογενών, μεταρρυθμιστικών δυνάμεων που ψήφισαν Κυρ. Μητσοτάκη το 2019, φαίνεται να χάνει δύο με δυόμισι ο ΣΥΡΙΖΑ προς το ΚΙΝΑΛ.
Έχει κάθε λόγο επομένως να φοβάται, ειδικά προσωπικά ο Α. Τσίπρας που αν υποστεί δύο διαδοχικές ήττες και μάλιστα με επίδοση πολύ μικρότερη του 2019, θα συναντήσει πιθανότατα σημαντικές αμφισβητήσεις πια για την ηγεσία του. Δεν υπάρχουν και πολλοί ηγέτες παγκόσμια που υφίστανται τέσσερις ήττες και παραμένουν στη θέση τους. Ασφαλώς πολλά εξαρτώνται από το αν θα δείξει την ικανότητα το ΚΙΝΑΛ να αποδείξει ότι δεν είναι ένα ακόμα δημοκοπικό πυροτέχνημα και αυτό θα εξαρτηθεί από πολλά στο αμέσως επόμενο τετράμηνο-εξάμηνο. Έχει πάντως αέρα στα πανιά του αυτή την ώρα και αυτό φοβίζει.
Όσο και αν η κυβερνητική πολιτική συγκεντρώνει γκρίνια και συχνά δυσφορία, λίγοι μα πολύ λίγοι μπορούν να πιστέψουν τις καταγγελίες περί μιας κυβέρνησης «που έχει καταστρέψει τη χώρα». Το ίδιο λίγοι φαίνονται διατεθειμένοι να ρισκάρουν και πάλι εμπιστευόμενοι τον Α.Τσίπρα και τον ΣΥΡΙΖΑ. Ωστόσο αυτό δε σημαίνει υποβάθμιση των δυσκολιών που θα εμφανιστούν, ακόμα και απρόοπτων παραγόντων.
Είναι φανερό στις έρευνες, ότι όσο ικανοποίηση προκαλούν τα θεαματικά βήματα στον τομέα ψηφιοποίησης του Κράτους ή τα πολύ σημαντικά βήματα στην εξωτερική πολιτική και τις στρατηγικές συμμαχίες που καθιστούν την Ελλάδα ισχυρό παίκτη διεθνώς μετά από χρόνια, τόσο αμφισβητείται η μεταρρυθμιστική αποφασιστικότητα για γενναίες μεταρρυθμίσεις, όπως στη Δικαιοσύνη και άλλους τομείς.
Όσο και αν υπάρχει η πεποίθηση ότι η κυβέρνηση πήρε γενικά πρωτοβουλίες για την αντιμετώπιση της πανδημίας και διέθεσε πόρους άνω των 40 δισ. ευρώ στηρίζοντας υγειονομικά την κοινωνία, οικονομικά επιχειρήσεις και εργαζομένους, τόσο οι καθυστερήσεις, τα ήξεις αφήξεις και τα θολά μηνύματα από την πολυλογία και την πολυπραγμοσύνη κάποιων υπουργών έχουν θέσει σε αμφισβήτηση τη διαχειριστική δυνατότητα από ποιο εκτεταμένα τμήματα του πληθυσμού απ΄ότι παλιότερα.
Αυτή τελικά είναι και η πρόκληση για την κυβέρνηση: Να ισορροπήσει πάνω στο τεντωμένο σχοινί της πανδημίας, της ενεργειακής και κλιματικής κρίσης, αλλά και η συνεχιζόμενη κρίση στις Ελληνοτουρκικές σχέσεις που δημιουργούν ένα εκρηκτικό κοκτέιλ σε μια χώρα που ήταν απροετοίμαστη και χωρίς απαραίτητες υποδομές και μηχανισμούς, παρά τα εύκολα λόγια των δυνάμεων της αντιπολίτευσης, τουλάχιστον αυτών που είχαν κυβερνήσει.
Όλοι ξέρουμε ότι το περίφημο ΕΣΥ ήταν προβληματικό, γεμάτο παθογένειες και δυσλειτουργίες για χρόνια και για πολύ πριν την πανδημία, ενώ ο Μηχανισμός Πολιτικής Προστασίας αντιστοιχούσε σε άλλες εποχές και ταυτόχρονα η χώρα είχε μείνει χωρίς ανανέωση εξοπλισμού για πάνω από δέκα χρόνια.
Ωστόσο, το λαϊκό υποσυνείδητο λειτουργεί ως ένα σημείο και από εκεί και πέρα αρχίζουν οι απαιτήσεις από μια κυβέρνηση πολύ υψηλών προσδοκιών που έχει συμπληρώσει δυόμισι χρόνια από τη θητεία της. Αυτό θα είναι το πρόβλημα για την κυβέρνηση που θα πρέπει στη χρονιά που μπαίνει να δείξει ότι επιστρέφει στις καλύτερες στιγμές της στη διαχείριση της πανδημίας, να δει την απορρόφηση των πόρων του Ταμείου Ανάπτυξης και τη δρομολόγηση ευρύτατων ιδιωτικών επενδύσεων, ενώ προωθεί μεταρρυθμίσεις στην Παιδεία, την εργασία, το ΕΣΥ με το μυαλό στην καθημερινότητα του πολίτη και σ΄αυτό όπου συμπυκνώνεται τελικά όλη η ουσία και κρίνονται εκλογές, δηλαδή «στην τσέπη».
Όλα δείχνουν ότι έχει ανάγκη να θυμίσει, να ζωντανέψει το μεταρρυθμιστικό αφήγημα που την ανέβασε στην εξουσία. Πριν απ΄ όλα να δείξει ότι «πιάνει τον ταύρο από τα κέρατα», δείχνοντας ότι μπορεί να εγγυηθεί την επιβίωση των επιχειρήσεων και το «ταμείο» του μέσου ελληνικού νοικοκυριού, αν και δεν μπορεί να καθορίσει το διεθνές παιχνίδι καθορισμού των τιμών ενέργειας, ενώ η χώρα σαν κληρονομιά και της πανδημίας έχει δημόσιο χρέος 206% του ΑΕΠ (99% στην Ευρωζώνη) και η Ελλάδα είναι φτωχότερη κατά 25% σε σχέση με το 2007 την ίδια περίοδο που η Ευρώπη είναι κατά 11% πλουσιότερη.
Από μια δύσκολη χρονιά σε μια χρονιά υψηλών αβεβαιοτήτων και μάλιστα μια χρονιά που οι εξελίξεις σ΄ αυτήν θα καθορίσουν και τους νέους πολιτικούς συσχετισμούς, είτε οι εκλογές γίνουν μέσα στο 2022, είτε αρχές 2023.
Πηγή: www.kathimerini.gr