Τον Ιούλιο του 2010, λίγες ημέρες μετά την ίδρυση της Δημοκρατικής Αριστεράς, ο γράφων ήταν ένας από τους/ις 224 «από το χώρο της διανόησης, των τεχνών, των γραμμάτων, του πανεπιστημίου», που υπέγραψαν κείμενο υποστήριξης του νέου εγχειρήματος, στο οποίο επισημαινόταν ότι “Μέσα στην πολύπλευρη κρίση οικονομική, κοινωνική αλλά και κρίση αξιών και ηθικής που βιώνει η χώρα μας, η «Δημοκρατική Αριστερά», ένα κόμμα σύγχρονο, ευρωπαϊκό, δημοκρατικό και ανανεωτικό, μπορεί να δώσει με τις ιδέες, τις προτάσεις και τους αγώνες της, μια νέα ελπίδα στους Έλληνες και στις Ελληνίδες”. Λίγες εβδομάδες μετά, μαζί με δεκάδες συναδέλφους από όλη την Ελλάδα, που είχαμε δώσει μαζί τη μάχη της ακαδημαϊκής αξιοπρέπειας, όταν με αφορμή το νομοσχέδιο Γιαννάκου, ο ΣΥΝ του Αλαβάνου ισοπέδωνε τα πανεπιστήμια, ενταχθήκαμε με ενθουσιασμό στον Τομέα Παιδείας του νέου κόμματος. Συναντηθήκαμε με τους/ις «εντός» αβίαστα και φυσιολογικά, γιατί τους είχαμε στηρίξει ανιδιοτελώς με όλες μας τις δυνάμεις στην επική ανατροπή της ΠΟΣΔΕΠ, τον Μάρτιο του 2009. Από τους κοινούς αγώνες της «Πρωτοβουλίας Πανεπιστημιακών», το 2006-2007, μέχρι τη συνάντηση αυτή, ζήσαμε μαζί μια πραγματικά ηγεμονική μεταρρυθμιστική συλλογικότητα. Μέσα στο κλίμα ενθουσιασμού και ευφορίας, μου ανατέθηκε να συντάξω το πρώτο σχέδιο θέσεων του Τομέα Παιδείας της ΔΗΜΑΡ για την πανεπιστημιακή μεταρρύθμιση. Το σχέδιο στηρίχτηκε στο «κεκτημένο» της κοινής πορείας των «εντός» και των «εκτός». Η αντίδραση των «εντός» ήταν από την πρώτη στιγμή σφοδρή, η έκπληξη και οι πρώτες ανησυχίες των «εκτός» μεγάλες. Το κείμενο αίφνης θεωρήθηκε «δεξιό», «έριχνε νερό στο μύλο των εχθρών του πανεπιστημίου που ήθελαν να το απαξιώσουν». Πολύ γρήγορα, ο Τομέας Παιδείας χωρίστηκε σε δύο στρατόπεδα. Παρ’ όλα αυτά, για μερικούς μήνες έγινε μια έντονη, αλλά πλούσια συζήτηση, καθώς στο ενδιάμεσο είχε παρουσιαστεί το νομοσχέδιο της Άννας Διαμαντοπούλου. Σταδιακά, όμως, η κομματική νομενκλατούρα πήρε τα ηνία του Τομέα Παιδείας, περιθωριοποιώντας στο συνέδριο του κόμματος τα μεταρρυθμιστικά στελέχη των «εντός». Έτσι κι αλλιώς, οι «εκτός» δεν διεκδικήσαμε κομματικούς θώκους. Για να βοηθήσουμε ήμαστε εκεί. Η οριστική ρήξη ήρθε τον Ιούλιο του 2011. Ενώ είχε ξεκινήσει ηλεκτρονική πανελλαδική ψηφοφορία για να πάρει ο Τομέας Παιδείας οριστική θέση απέναντι στο νομοσχέδιο που είχε κατατεθεί στη Βουλή, η υπεύθυνη του Τομέα Παιδείας, γνωστή ιστορικός, διέκοψε αυθαίρετα την ψηφοφορία. Κάποιοι/ες αποχωρήσαμε αμέσως, άλλοι/ες αργότερα, αρκετοί/ες αδρανοποιήθηκαν, λίγοι/ες έμειναν για να δώσουν τη μάχη «από μέσα». Οι βουλευτές της ΔΗΜΑΡ καταψήφισαν το νομοσχέδιο Διαμαντοπούλου τον Αύγουστο του 2011. Η (αν)επίσημη αιτιολογία: «δεν είχε αριστερό πρόσημο»… Ο κραταιός Τομέας Παιδείας, στην πραγματικότητα, διαλύθηκε. Η πανεπιστημιακή μεταρρύθμιση ήταν ο προνομιακός χώρος της ανανεωτικής αριστεράς. Στελέχη της διαμόρφωσαν τις ρηξικέλευθες συντεταγμένες της και, πιστέψτε με, είχαν αριστερό πρόσημο. Η ηγεσία της ΔΗΜΑΡ στάθηκε ανίκανη να κατανοήσει την επαναστατική φύση της μεταρρύθμισης, όντας αποκομμένη επί δεκαετίες τόσο από το ευρωπαϊκό γίγνεσθαι, όσο και από την ελληνική πραγματικότητα. Τελικά, έδωσε μάχες οπισθοφυλακών. «Την ημέρα που καταργήθηκε το άσυλο ένιωσα προσβεβλημένος ως πολίτης» θα αναφωνήσει σε προεκλογική ομιλία τον Απρίλιο του 2012 ο Φώτης Κουβέλης, αδυνατώντας να καταλάβει ούτε τι είναι άσυλο, ούτε ότι δεν καταργήθηκε. Για τον γράφοντα, η ιστορία αυτή υπήρξε τραυματική. Παρ’ όλα αυτά, στις 16 Ιουνίου 2012, μία ημέρα πριν από τις εκλογές, σε άρθρο στη «Μεταρρύθμιση», έγραφα: «Τις τελευταίες ημέρες ο Φώτης Κουβέλης πραγματοποίησε μια σειρά επαφών με θεσμικούς εκπροσώπους της ευρωπαϊκής οικογένειας. Ήταν ο μόνος αρχηγός πολιτικού κόμματος που κατανόησε έμπρακτα ποιοι είναι οι σύμμαχοι της χώρας. Και δείχνει ότι διδάχτηκε από τα σοβαρά λάθη του πρόσφατου παρελθόντος. Θεωρώ το γεγονός αυτό καταλυτικό. Παρά το ότι η αμφισημία των λόγων του αφήνει ανοιχτό το σενάριο κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ-ΔΗΜΑΡ, αποφάσισα να το ρισκάρω. Κάθε πολίτης όταν ψηφίζει, μέσα του δίνει τη δική του εντολή, ένα “mandate”, στο κόμμα που τελικά επιλέγει. Το δικό μου “mandate” είναι να συμβάλει η ΔΗΜΑΡ καθοριστικά στο σχηματισμό κυβέρνησης με έναν αποφασιστικό και σοβαρό πρωθυπουργό, με εξωκοινοβουλευτικούς κυρίως και σοβαρούς πολιτικούς ως υπουργούς, με τη στήριξη ΝΔ, ΠΑΣΟΚ και ΔΗΜΑΡ και μάλιστα από πρωταγωνιστική θέση. Αν παραβεί η ΔΗΜΑΡ το “δικό μου mandate” και σχηματίσει κυβέρνηση με το ΣΥΡΙΖΑ, θα έχω μετανιώσει πικρά για την ψήφο μου και θα γίνω για πρώτη φορά κοψοχέρης! Αυτό όμως δεν έχει καμιά σημασία. Σημασία έχει ότι η χώρα θα απομονωθεί από τους φυσικούς της συμμάχους και θα μπει σε ένα τούνελ με άγνωστη διέξοδο.» Μέχρι εχθές η ΔΗΜΑΡ τήρησε και τίμησε το “mandate” δεκάδων χιλιάδων ψηφοφόρων της. Δεν άντεξε όμως περισσότερο. Η ιστορία της πανεπιστημιακής μεταρρύθμισης είχε δείξει εξ απαλών ονύχων την δομική της αδυναμία να πρωταγωνιστήσει και να επιβάλλει ηγεμονικά τις μεταρρυθμίσεις που πραγματικά χρειάζεται η χώρα. Απέναντι στον ψευτομεταρρυθμισμό του κ. Σαμαρά και στον θορυβώδη πολιτικαντισμό του κ. Βενιζέλου, τελικά αντέταξε την υπεράσπιση της συντήρησης. Αρνήθηκε να καταλάβει τον μόνο προνομιακό πολιτικό χώρο, στον οποίο θα είχε νόημα ύπαρξης. Τον χώρο των ριζοσπαστικών μεταρρυθμίσεων που τόσο έχει ανάγκη η χώρα. Τώρα έκανε ένα ακόμη βήμα. Αποσύρθηκε από την πραγματικότητα. Δυστυχώς, με τον τρόπο αυτό αποσύρεται από την ιστορία. Το λέω εκ βαθέων. Η εξέλιξη αυτή είναι λυπηρή. Όμως, αν και χιλιοειπωμένο, η πολιτική απεχθάνεται το κενό. Ο πολιτικός χώρος των ριζοσπαστικών μεταρρυθμίσεων, αργά ή γρήγορα θα συγκροτηθεί. Και τότε θα ξανασυναντηθούμε με πολλούς/ες φίλους/ες του Τομέα Παιδείας της ΔΗΜΑΡ, και όχι μόνον.