Απλός οδηγός μεταρρυθμίσεων

Γεώργιος Γεωργακόπουλος 04 Μαρ 2015

Τα τελευταία χρόνια ο όρος διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις έχει κατακλίσει το δημόσιο λόγο. Όλοι ομιλούν περί των παθογενειών της χώρας, ότι αυτές πρέπει να αντιμετωπιστούν, ότι πρέπει επιτέλους να υλοποιήσουμε τις μεταρρυθμίσεις που απαιτούνται.  Πως όμως μπορούμε να διακρίνουμε πότε μία μεταρρύθμιση είναι πραγματική μεταρρύθμιση; Αλλάζει δηλαδή δομικά ένα σύστημα. Πως μπορούμε να δούμε εάν τα κόμματα όταν ομιλούν περί μεταρρυθμίσεων το εννοούν πραγματικά;

Ο απλός αυτός οδηγός μπορεί να μας βοηθήσει.

Για να υλοποιήσουμε μια μεταρρύθμιση χρειαζόμαστε τέσσερα ‘’απλά’’ πράγματα.

α) Να έχουμε μελετήσει επαρκώς την πραγματικότητα που θέλουμε να αλλάξουμε:  Εάν για παράδειγμα έχουμε ένα σπίτι το οποίο έχει τα χίλια μύρια προβλήματα (στάζει η στέγη, έχουν χαλάσει τα υδραυλικά, δεν λειτουργούν οι ηλεκτρολογικές εγκαταστάσεις κ.ο.κ.) και οι ιθύνοντες ομιλούν περί μεταμοντέρνας αρχιτεκτονικής ή θεωρούν ότι μια καλή λύση θα ήταν να βάψουμε το υπνοδωμάτιο, τότε είναι εύκολο να καταλάβουμε ότι δεν θέλουν να αντιμετωπίσουν το πρόβλημα.

β) Να διαθέτουμε ένα ικανοποιητικό σχέδιο δράσης: κάτι που σημαίνει ότι έχουμε καταγράψει τις ενέργειες που πρέπει να γίνουν, τις έχουμε ιεραρχήσει (ποιες θα γίνουν πρώτα και ποιες μετά), έχουμε διασφαλίσει τους πόρους και έχουμε καταγράψει το χρονοδιάγραμμα. Εάν ακούτε δηλώσεις όπως ‘’αμέσως μετά τις εκλογές θα σχεδιάσουμε τις παρεμβάσεις μας για να αλλάξουμε ριζικά τη πραγματικότητα’’ εσείς θα αντιλαμβάνεστε ότι η σημαντική λέξη της πρότασης είναι το θα το οποίο σημαίνει δεν.

γ) Να έχουμε διασφαλίσει τους μηχανισμούς που θα την υλοποιήσουν: Ας ξαναπάρω ένα παράδειγμα. Εάν θέλουμε να κτίσουμε ένα σπίτι το πρώτο πράγμα που κάνουμε είναι να βρούμε ένα έμπειρο αρχιτέκτονα και ένα έμπειρο μηχανικό, εννοείτε ότι ποτέ δεν θα απευθυνθούμε στο μπακάλη της γειτονιάς μας για να μας το φτιάξει. Ταυτόχρονα όμως ελέγχουμε εάν αυτοί διαθέτουν το έμπειρο τεχνικό προσωπικό το οποίο θα κάνει τις εργασίες. Κατά συνέπεια είναι σημαντικό να έχουμε κάποιον που θα λάβει την απόφαση για να φτιαχτεί το σπίτι (το μεταρρυθμιστή Υπουργό), τη δουλειά όμως θα την κάνουν οι υπόλοιποι (δηλαδή η διοίκηση).

δ) Να έχουμε διαβουλευτεί με αυτούς που αφορά η μεταρρύθμιση και να έχουμε ενημερώσει σχετικά με το τι απαιτείται να γίνει και πως: εδώ το σημαντικό είναι το πώς. Εάν δεν γίνεται καμία αναφορά στο πως αλλά όλα ξεκινούν και τελειώνουν σε βαρύγδουπες δηλώσεις περί ‘’νταβατζήδων’’, ή ‘’θα τσακίσουμε τους ολιγάρχες’’, ή ‘’θα πατάξουμε τη διαφθορά και τη διαπλοκή’’ κ.ο.κ., τότε να είστε σίγουροι ότι τίποτα δεν πρόκειται να γίνει.

Τέλος όταν ακούμε το γνωστό επιχείρημα ότι οι μεταρρυθμίσεις απαιτούν χρόνο και ότι το ζητούμενο είναι να δούμε τι μπορούμε να κάνουμε εδώ και τώρα, για να μην την πατήσουμε, σκεφτόμαστε κατευθείαν δύο πράγματα: α) ότι αυτό το ακούμε εδώ και δεκαετίες, β) ότι η μέθοδος του μπαλώματος (αποσπασματικές παρεμβάσεις) όχι μόνο δεν μπορούν να αλλάξουν τα δομικά χαρακτηριστικά ενός συστήματος, αλλά αντιθέτως προσθέτουν παραδοξότητα αντί να αφαιρούν.

Ποια είναι η πιο σημαντική μεταρρύθμιση από όλες;

Η μεταρρύθμιση του εργαλείου που θα κάνει τις μεταρρυθμίσεις, δηλαδή της διοίκησης.

Εάν δεν μεταρρυθμιστεί το ίδιο το κράτος είναι αδύνατον να γίνει οποιαδήποτε άλλη μεταρρύθμιση. Τα εργαλεία που διαθέτει μία χώρα για να δουλέψει είναι τα Υπουργεία της, τα νομικά πρόσωπα του κράτους, οι περιφέρειες, οι δήμοι. Δεν υπάρχουν άλλοι μηχανισμοί. Εάν αυτοί οι μηχανισμοί δεν λειτουργούν τότε είναι αδύνατον να κάνουν τη παραμικρή αλλαγή. Δεν μπορείς λοιπόν να μεταρρυθμίσεις κανένα τομέα εάν πρώτα δεν μεταρρυθμίσεις το εργαλείο που θα κάνει τις μεταρρυθμίσεις.

Μεταρρυθμίζω το κράτος σημαίνει ότι φτιάχνω ένα κράτος ικανό να σχεδιάζει να υλοποιεί και να αξιολογεί πολιτικές. Σημαίνει επίσης ότι δεν είναι ευάλωτο σε κομματικές παρεμβάσεις. Αυτό, για να γίνει πραγματικότητα, απαιτεί μια σειρά ενεργειών σε βάθος χρόνου τις οποίες δεν θα αναπτύξω εδώ. Ο γενικός κανόνας πάντως είναι ‘’ας το κάνουμε όπως το κάνουν και οι άλλοι’’. Ποιοι είναι οι άλλοι; Μα προφανώς οι  κουτόφραγκοι. Όταν γίνονται συντονισμένες ενέργειες προς αυτή τη κατεύθυνση σημαίνει ότι πάμε καλά. Όλα τα υπόλοιπα είναι λεπτομέρειες.

Πρέπει δε να έχουμε συνεχώς στο μυαλό μας δύο πράγματα:

α) ότι ο βίαιος και ανορθολογικός παρεμβατισμός των κομμάτων στη διοίκηση κάνει κακό όχι μόνο στη διοίκηση αλλά και στην οικονομία της χώρας. Η ανάκαμψη της οικονομίας αλλά και  η ποιότητα του κράτους δικαίου και της ίδιας της δημοκρατίας εξαρτώνται σε μεγάλο βαθμό από την ποιότητα της δημόσιας διοίκησης.

β) ότι αυτό το γνωρίζουν και οι κουτόφραγκοι. Γνωρίζουν πολύ καλά ότι η αναποτελεσματικότητα της διοίκησης σχετίζεται με το σύστημα διακυβέρνησης. Κατά συνέπεια είναι άσκοπο να προσπαθούμε να τους πείσουμε ότι θα κάνουμε τις μεταρρυθμίσεις μέσω βαρύγδουπων δηλώσεων ή της δημιουργικής ασάφειας. Ο καλλίτερος τρόπος για να πεισθούν είναι μέσω του πράττειν και όχι μέσω του λέγειν.

Τώρα όταν ακούτε για τη μεταρρύθμιση της διοίκησης και βλέπετε ότι τα πρώτα μέτρα που λαμβάνει μια κυβέρνηση είναι να ζητήσει τις παραιτήσεις των διοικήσεων των δημόσιων φορέων με το επιχείρημα ότι ‘’εμείς θα βάλουμε τους καλλίτερους’’, να είστε σίγουροι ότι το κομματικό κράτος είναι εδώ.

Βάζω τους καλλίτερους σημαίνει 4 απλά πράγματα: α) συγκροτώ ανεξάρτητες επιτροπές, β) διασφαλίζω αντικειμενικά κριτήρια, γ) δίνω τη δυνατότητα προσφυγής (και την εξέτασή της σε σύντομο χρονικό διάστημα), δ) όλα αυτά με πλήρη διαφάνεια.

Όταν δεν υπάρχουν αυτά τα στοιχεία και προσπαθούν να μας πείσουν με διάφορα ευφυολογήματα ότι όλα βαίνουν καλώς εμείς σκεφτόμαστε κατευθείαν το γνωστό ρητό ‘’άλλα λόγια να αγαπιόμαστε’’.

Ποια είναι η θεμελιώδης προϋπόθεση για να γίνουν οι μεταρρυθμίσεις πράξη;

Η αλλαγή των ίδιων των πολιτικών κομμάτων. Και εδώ είναι το μεγάλο πρόβλημα της χώρας.

Το πώς μπορούν να αλλάξουν τα κόμματα και ποιες είναι οι προϋποθέσεις είναι μια μεγάλη κουβέντα την οποία δεν θα ανοίξω εδώ.

Ένα πράγμα όμως είναι σίγουρο. Δεν πρόκειται να γίνει καμία ποιοτική μεταρρύθμιση στη χωρά εάν δεν αλλάξουν πρώτα αυτά.

Εάν με ρωτήσετε γιατί τα κόμματα δεν θέλουν τις μεταρρυθμίσεις θα σας πω ως πρώτη απάντηση ότι μια μεταρρύθμιση απαιτεί πολύ κόπο και πολύ χρόνο (όπως εξήγησα παραπάνω) και ξεπερνά κατά πολύ τη θητεία μιας κυβέρνησης. Άρα προτιμούν να ασχοληθούν με άλλα πράγματα.

Εάν επιμείνετε και μου πείτε, μα γιατί δεν συμφωνούν τα κόμματα, εδώ όλοι συμφωνούμε με τις μεταρρυθμίσεις, ποιος δεν θέλει ένα ποιοτικό σύστημα υγείας χωρίς φακελάκι, ή ένα ποιοτικό σύστημα εκπαίδευσης χωρίς τη παραπαιδεία, ή ένα σταθερό και δίκαιο φορολογικό σύστημα κ.ο.κ., θα σας πω ότι όντως έτσι έχουν τα πράγματα. Πλην μιας εξαιρετικά μικρής μειοψηφίας η συντριπτική πλειοψηφία των πολιτών συμφωνεί.

Γιατί τότε τα κόμματα συνεχίζουν να διαχειρίζονται τα οδυνηρά για όλους μας προβλήματα της χώρας με την παθολογική εμμονή στον μηχανισμό της άρνησης της πραγματικότητας;

Εδώ θα σας πω κάτι που επαναλάμβανε αρκετά συχνά ένα φωτισμένος καθηγητής μου στο πανεπιστήμιο. Έλεγε λοιπόν σε μας τους αδαείς πρωτοετείς φοιτητές των κοινωνικών επιστημών ότι ‘’κάθε σύστημα ενδιαφέρεται πρωτίστως για την αναπαραγωγή του. Εάν καταλάβετε πως λειτουργούν οι μηχανισμοί της αναπαραγωγής, έχετε καταλάβει το 50% της κοινωνιολογίας’’.

Ομολογώ ότι τότε, δεν μου πέρασε καν από το μυαλό η ιδέα ότι υπάρχουν και συστήματα τα οποία ενδιαφέρονται όχι πρωτίστως αλλά αποκλειστικά για την αναπαραγωγή τους.