Απληστία, κρίση και σύγκρουση γενεών

Τάσος Γιαννίτσης 29 Οκτ 2012

Το ότι υποθηκεύαμε το μέλλον των νέων γενεών ένας κόσμος το είχε αντιληφθεί αρκετά πριν από την κρίση, και όσοι έκαναν ότι δεν άκουγαν, το αντιλήφθηκαν με βίαιο τρόπο – και το πλήρωσαν, αλλά όχι μόνον αυτοί – όταν ξέσπασε η κρίση. Άλλωστε, και όσοι άκουγαν, δεν μπορούσαν να κάνουν πολλά πράγματα. Οι κυρίαρχες αντιλήψεις τους έβαζαν στο περιθώριο. Γενικά, ευρύτερα στρώματα της κοινωνίας λειτουργούσαν με βάση το τι ακουγόταν ευχάριστα, αδιάφορα αν ήταν και ψεύτικο, αρκεί να ησύχαζε την ψυχή – για να παραφράσω Σαββόπουλο και Bob Dylan.

Η κρίση δεν ανέδειξε απλώς τη συστημική αδυναμία μας να συλλαμβάνουμε βροντερά μηνύματα και να αντιδρούμε αποτελεσματικά. Έφερε στην επιφάνεια την απληστία των πρώτων μεταπολεμικών σε βάρος των πρόσφατων γενεών, έτσι όπως εκδηλώθηκε σε πολλά μέτωπα – στην οικονομία, στο περιβάλλον, στις συντάξεις, στη δυνατότητα ανέλιξης. Σε όλα αυτά τα πεδία οι μεταπολεμικές γενιές της χώρας, χωρίς ισχυρό σύστημα παραγωγής, πέτυχαν το ιστορικά καλύτερο αποτέλεσμα ευημερίας. Με μια διαφορά: ότι το βαρύτατο κόστος των επιλογών τους απέφυγαν έντεχνα να το πληρώσουν οι ίδιες και το μετέφεραν στις επόμενες γενιές. Θα μπορούσα να παρομοιάσω την εξέλιξη αυτή χρησιμοποιώντας μια χρηματοοικονομική έννοια: την προεξόφληση. Στην ουσία όλες αυτές τις προηγούμενες δεκαετίες είχαμε στο κοινωνικό πεδίο μια γενίκευση της πρακτικής της προεξόφλησης και απόσπασης ευημερίας από το μέλλον και τις επόμενες γενιές, σε όφελος των γενεών που προεξοφλούσαν και μετέθεταν τον λογαριασμό στους επόμενους.

Για να φανεί πιο παραστατικά το τι ακριβώς συνέβη, πως δεν συνέβη τυχαία αλλά το κάναμε να συμβεί και πώς αυτό λειτούργησε ως Αρμαγεδών για όλη σχεδόν την κοινωνία, θα αναφέρω τρεις χαρακτηριστικές επιλογές:

Οι παλαιότερες γενιές δανείστηκαν ανεξέλεγκτα για να απολαύσουν εισόδημα, απασχόληση ή εξουσία διαφόρων τύπων. Τα δάνεια αυτά (δημόσια και ιδιωτικά) πρέπει να αποπληρωθούν σε βάθος δεκαετιών από τις νέες γενιές. Επειδή όμως είναι εξωτερικά δάνεια, το ετήσιο εθνικό εισόδημα θα μειώνεται κατά το ποσό της εξυπηρέτησής τους σε όφελος άλλων κοινωνιών, που αντί να κάνουν κατανάλωση, αποταμίευσαν και μας δάνεισαν. Δηλαδή, ακόμα και αν το χρέος ξανακουρευτεί, οι γενιές που ζουν ήδη σε περίοδο ισχνών αμοιβών, ισοπεδωτικής ανεργίας και χαμηλών προσδοκιών, καλούνται για πολλά χρόνια να δουλεύουν ώστε να ξεπληρώσουν τα θηριώδη δάνεια και την απληστία των παλαιότερων.

Το ασφαλιστικό σύστημα μοιράζει πλέον συντάξεις που είναι τμήμα μόνο των προγενέστερων. Γιατί; Μα γιατί το σύστημα λειτουργούσε απλόχερα (και για κάποιους πολύ απλόχερα) υπέρ όσων έβγαιναν στη σύνταξη έγκαιρα, ενώ έτσι υποθηκευόταν για τους μελλοντικούς ασφαλισμένους. Κανείς δεν ήθελε να δει κατάφατσα τι σημαίνει κοινωνική προστασία για μια κοινωνία και τι ευρύτατες επιπτώσεις είχε η άρνηση μιας έγκαιρης μεταρρύθμισης σε ευνοϊκές οικονομικές συνθήκες.

Η για δεκαετίες δίψα για εύκολο, γρήγορο, αρπακτικό ή παράνομο κέρδος, αδιαφορώντας για τις επιπτώσεις σε όρους “συλλογικού συμφέροντος” έχει οδηγήσει σε μια πολύ σημαντική περιβαλλοντική καταστροφή, που ξεκινάει από τα σκουπίδια, τη μόλυνση ή τον θαλάσσιο πλούτο και εκτείνεται μέχρι την πολιτιστική κληρονομιά, τον αγροτικό τομέα ή την ερήμωση των εδαφών. Όλα αυτά καταστρέφονται, γιατί άτομα, επιχειρήσεις, δήμοι, κράτος ληστεύουν το περιβάλλον χωρίς να πληρώνουν το κόστος της χρήσης πόρων. Όμως το κόστος αυτό θα πληρωθεί μαζεμένο από τις νέες γενιές, όταν αποκτήσει μια κρίσιμη μάζα. Και ο λογαριασμός τότε θα είναι εκρηκτικός.

Τις απρόβλεπτες προεκτάσεις όλων αυτών των αντιλήψεων, επιλογών και συμπεριφορών αρχίζουμε να τις βλέπουμε: οι πιο ικανοί και τολμηροί νέοι φεύγουν για όπου μπορούν και όσο θα αντιλαμβάνονται καλύτερα την κατάσταση, τόσο περισσότερο θα φεύγουν από τον κόσμο που τους επιφύλαξαν οι πρόγονοί τους. Φεύγοντας δεν έχουν να υποστούν τίποτα από τα βάρη που πιστέψαμε ότι θα τους μεταφέραμε. Εισόδημα, συντάξεις, κοινωνική περίθαλψη και επαγγελματική ανέλιξη θα αποκτήσουν στις χώρες που θα εγκατασταθούν, το χρέος θα το ξεπληρώνουν όσοι μένουν στην Ελλάδα, η υπερφορολόγηση και η τεράστια φορολογική ανισότητα θα περιοριστεί στους ιθαγενείς, και οι συνέπειες της περιβαλλοντικής καταστροφής θα μείνουν σουβενίρ στους κοινωνικά και βιολογικά πιο αδύναμους, που τους λείπει η υψηλή κινητικότητα.

Διώχνοντας από τη χώρα έναν κρίσιμο όγκο ανθρώπινου κεφαλαίου, οι επιπτώσεις που προανέφερα θα επιβαρύνουν ακόμα περισσότερο όσους μείνουν εδώ. Επίσης, η αποδυνάμωση της κοινωνίας από το πιο ικανό, μορφωμένο και έξυπνο δυναμικό και η διόγκωση του ηλικιωμένου πληθυσμού, που αναγκαστικά σημαίνει άτομα λιγότερο δεκτικά στην εξέλιξη της γνώσης, πιο συντηρητικά στην ανάληψη επενδυτικών ή άλλων πρωτοβουλιών, λιγότερο ευέλικτα στη σκέψη και στη δράση, θα σημαίνει ένα πλήγμα για τις προοπτικές ανάπτυξης της χώρας και την ευημερία της ελληνικής κοινωνίας.

Στο μεταξύ, όσοι πιστεύουν ότι θα σώσουν τη χώρα δέρνοντας και βασανίζοντας, μαζί και όσοι τους θαυμάζουν, θα καταφέρουν και αυτοί ό,τι και οι παλαιότεροι: να κάνουν το μέλλον της χώρας και ιδίως το δικό τους ακόμα πιο οδυνηρό. Να μετατρέψουν την Ελλάδα σε ένα κοινωνικό λάκκο στα Κάτω Βαλκάνια, όπου μια πλειοψηφία από γέροντες, από ανήμπορους και ανίκανους, θα αγωνίζονται σε ένα μακροχρόνιο τέλμα για πολύ μικρότερη από τη σημερινή ευημερία και θα αντισταθμίζουν τη διαφορά με την ψυχική ικανοποίηση που θα τους δίνει η αίσθηση ενός καθαρού από μετανάστες βάλτου – εκτός αν στο μεταξύ αποκτήσουμε μια αξιόπιστη μεταναστευτική πολιτική, αλλά και ένα αξιόπιστο Κράτος Δικαίου. Όλα αυτά βέβαια, σε ένα καυτό γεωπολιτικό περίγυρο, με ισχυρό πληθυσμιακό και οικονομικό δυναμικό, όπου αν ήθελε προκύψει ένταση, θα την αντιμετώπιζαν ξανά με τα ίδια σύνδρομα που οδήγησαν στην καταστροφή του 1922, στον εμφύλιο, στη δικτατορία και τη συνακόλουθη ένδοξη απώλεια της Βόρειας Κύπρου ή στη σημερινή οικονομική και κοινωνική κατάρρευση.

Για την πολιτική, μια τέτοια προοπτική, ακόμα και αν φαντάζει υπερβολική – που δεν είναι τόσο – σημαίνει ότι τα προβλήματα της κρίσης είναι πολύ ευρύτερα από τα οικονομικά. Σημαίνει ότι ένας εθνικός σχεδιασμός για την κρίση πάει πολύ πέρα από την οικονομία, ότι το φάσμα των εθνικών προτεραιοτήτων είναι ευρύτατο, και ότι οι προεκτάσεις της κρίσης απαιτούν καινοτόμα πολιτική σκέψη, επιτακτική και αποφασιστική κινητοποίηση. Αλλιώς, το κόστος της πολιτικής, και όχι μόνο, αδράνειας για όσους ζουν στον τόπο αυτό, θα είναι τότε οδυνηρό και μη αναστρέψιμο.