Η Γερμανία, ως γνωστόν, δεν είναι πια αυτό που ήταν. Η οικονομία της σέρνεται δύο χρόνια σε ύφεση. Η φημισμένη βιομηχανία της είχε πέρυσι υψηλότερα επίπεδα αδρανούς παραγωγικού δυναμικού από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο. Η ανεργία έφθασε σε επίπεδα Ιταλίας κι ένα 30% του εργατικού δυναμικού είναι σε μερική απασχόληση. Οι υποδομές καταρρέουν. Ακόμη και τα γερμανικά τρένα φθάνουν πια στον προορισμό τους με καθυστέρηση- μόνον το 62% των δρομολογίων είναι στην ώρα τους. Στην ώρα τους δεν ήταν ούτε οι εκλογές. Οι κάλπες του περασμένου μήνα ήταν πρόωρες- για τέταρτη μόλις φορά σε όλη την μεταπολεμική ιστορία. Και το αποτέλεσμά τους, με μια ακροδεξιά με πινελιές ναζί-νοσταλγίας να διαλύει τις πολιτικές ισορροπίες και να εγκαθίσταται στην δεύτερη θέση με 21%, ήταν τραυματικό.
«Καπούτ», τιτλοφόρησε το βιβλίο του για το τέλος του γερμανικού θαύματος ένας διακεκριμένος (Γερμανός) αναλυτής. Αυτή η πτώση μπορεί να προκαλεί αισθήματα χαιρεκακίας στους ανόητους ή ανησυχίας σε όσους αντιλαμβάνονται τις συνέπειές της για την Ευρώπη ολόκληρη. Αλλά μεγαλύτερο ενδιαφέρον από την ίδια την πτώση έχει η αντίδραση σε αυτήν. Γιατί η πιεσμένη Γερμανία προσπαθεί, όντως, να αντιδράσει. Αλλάζοντας.
Η πρώτη μεγάλη αλλαγή, το “Zeitenwende” του Όλαφ Σολτς ανακοινώθηκε τον Φεβρουάριο του 2022, λίγες ημέρες μετά την ρωσική εισβολή στην Ουκρανία. Ήταν μια ιστορική στροφή στην εξωτερική πολιτική, με την υπόσχεση να κινητοποιηθούν πόροι για την ενεργό υποστήριξη της Ουκρανίας και την υπεράσπιση των δημοκρατικών αξιών στον κόσμο. Μα εκείνη η ατελής και εύθραυστη κυβερνητική συμμαχία ήταν αδύνατο να υποστηρίξει την στροφή, που έμεινε στα μισά του δρόμου. Καθηλωμένη στους περιορισμούς του «φρένου χρέους», στην ιδεολογία του δογματικού «ορντο-φιλελευθερισμού», η Γερμανία όχι μόνον δεν μπορούσε να αναλάβει ευρωπαϊκές ευθύνες, αλλά και τιμωρούσε τον εαυτό της, με τις υποδομές της να παρακμάζουν, τις περιβαλλοντικές δεσμεύσεις της να εγκαταλείπονται και την κοινωνική της συνοχή να διαλύεται, για να παραμένει δημοσιονομικά ενάρετη. Η πολιτική κατάρρευση ήταν αναπόφευκτη.
Κι έπειτα ήρθε ο τυφώνας Τραμπ. Και υπό την πίεση μιας θανάσιμης απειλής, το πολιτικό σύστημα της χώρας επιχειρεί ανασύνταξη, με μια δεύτερη στροφή. Το “Zeitenwende” του Μερτς ολοκληρώνει και κάνει πιο ρεαλιστικό το προηγούμενο του Σολτς. Η Γερμανία χαλαρώνει τον ζουρλομανδύα του φρένου χρέους και υιοθετεί ένα πακέτο εκατοντάδων δισεκατομμυρίων για επενδύσεις στην άμυνα και τις υποδομές. Ο δογματισμός της δημοσιονομικής αρετής καταλύεται από έναν κατ’ εξοχήν υπερασπιστή του δόγματος, πολιτικό τέκνο του Σόιμπλε.
Το βήμα μπορεί, βέβαια, να αποδειχθεί λιγότερο γενναίο απ’ όσο θα χρειαζόταν. Το φρένο χρέους απλώς μετριάστηκε, δεν καταργήθηκε. Η αλλαγή έγινε με ένα κοινοβουλευτικό κόλπο- ψηφίστηκε από την απερχόμενη Βουλή λίγο πριν διαλυθεί, αφού στην επόμενη Βουλή δεν θα υπάρχει πλειοψηφία για να δώσει συνέχεια. Το ταμπού δεν έπεσε ολοκληρωτικά. Μα ένα βήμα έγινε. Και έγινε, αυτό είναι ίσως το σημαντικότερο, με την συναίνεση των τριών κομμάτων που ανταγωνίζονται για την εξουσία τις τελευταίες δεκαετίες, αλλά έχουν την φρόνηση να προτάξουν το κοινό (τους) συμφέρον καθώς συναισθάνονται πως βρίσκονται στο φρύδι του γκρεμού.
Τι μπορεί να σημαίνουν όλα αυτά για εμάς;
Η Ελλάδα, από κάποια άποψη, μοιάζει της Γερμανίας. Αντιμετωπίζει, πρώτον, παρόμοια, διπλή εξωτερική πρόκληση. Αφ’ ενός, η πολιτική Τραμπ αναιρεί όλες τις βολικές σταθερές της πολιτικής ασφάλειας των τελευταίων χρόνων. Η (μερικές φορές ανομολόγητη, αλλά διακομματικά εμπεδωμένη) πεποίθηση πως η συμμετοχή στην Ευρωπαϊκή Ένωση και το ΝΑΤΟ και η στενή, στρατηγική σχέση με τις ΗΠΑ θωρακίζουν επαρκώς τη χώρα απέναντι στην απειλή που αντιμετωπίζει τινάζεται στον αέρα. Αφ’ ετέρου, η εποχή των εμπορικών πολέμων που ανέτειλε, η εποχή των δασμών και του οικονομικού εθνικισμού, αυτό που κάποιοι αναλυτές έχουν ονομάσει «το τέλος της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης», απαιτεί μια ριζική επανεξέταση οικονομικών προτεραιοτήτων και μια νέα αντίληψη επανακαθορισμό των θεμελίων ενός νέου κοινωνικού συμβολαίου.
Η Ελλάδα, δεύτερον, όπως και η Γερμανία, αντιμετωπίζει μια εσωτερική πολιτική κρίση μεγάλων διαστάσεων. Αποτυπώθηκε στα συλλαλητήρια των Τεμπών. Αποτυπώνεται σε δημοσκοπήσεις, όπου βασιλεύει η απαισιοδοξία και η δυσπιστία, όπου η άποψη πως η χώρα «πηγαίνει σε λάθος κατεύθυνση» επιστρέφει στα ποσοστά του 2016 και όπου τα τρία κόμματα που κυβέρνησαν τη χώρα αθροίζουν ένα φτωχό 35,5% (Metron) στην πρόθεση ψήφου. Και υπάρχουν σημάδια (πχ η δημοσκοπική άνοδος της Νίκης μετά τον βανδαλισμό της Εθνικής Πινακοθήκης) πως ίσως βρισκόμαστε μπροστά σε κάτι βαθύτερο από μια απλή ανακατανομή δημοσκοπικής ισχύος, λόγω Τεμπών. Ίσως αυτό που αισθανόμαστε να είναι οι δονήσεις από μια μετακίνηση των τεκτονικών πλακών σε επίπεδο ιδεών και αξιών. Ίσως να συντελείται μια αλλαγή που, στο τέλος της ημέρας, στενεύει τα όρια της δημοκρατικής συναίνεσης.
Και τέλος, η Ελλάδα, όπως και η Γερμανία, μπροστά σε μια τέτοιων διαστάσεων αλλαγή στις ισορροπίες του κόσμου, είναι υποχρεωμένη να αναθεωρήσει δόγματα, να γκρεμίσει πολιτικά ταμπού και να εγκαταλείψει παραδοσιακά πολιτικά ήθη. Να βρει τους όρους και τους εταίρους μιας νέας συναίνεσης επί των ερειπίων της προηγούμενης, της μεγάλης συναίνεσης της Μεταπολίτευσης, που εξεμέτρησε το ζην. Χρειάζεται να δημιουργήσει τον χώρο για έναν ουσιαστικό διάλογο σε εθνικό επίπεδο και τους όρους μιας νέας συναίνεσης ανάμεσα στις δημοκρατικές δυνάμεις διακυβέρνησης. Κάτι σαν αυτό που ίσως βλέπουμε να σχηματίζεται στην τραυματισμένη Γερμανία.
Αλλά- και εδώ είναι η μεγάλη και κρίσιμη διαφορά μεταξύ Βερολίνου και Αθήνας- οι προϋποθέσεις για κάτι τέτοιο δεν φαίνονται στον ορίζοντα. Ό,τι συνέβη άλλωστε τις τελευταίες ημέρες, για παράδειγμα στην διαχείριση της υπόθεσης των Τεμπών, με τους φθηνούς τακτικισμούς, τις προπαγανδιστικές κουτοπονηριές και τις μάχες εντυπώσεων προ κενών κερκίδων, θυμίζει λιγότερο αφύπνιση προ του κινδύνου και περισσότερο υπνοβασία προς το μοιραίο.
Πηγή: www.kreport.gr