Η κυβέρνηση αναγκάστηκε τελικά να κάνει πίσω. Όχι φυσικά για να επανεξετάσει μέτρα και νομοθετικές διατάξεις που έχουν κάνει αβίωτη τη ζωή των πολιτών, αλλά για να βελτιώσει τις τροπολογίες που είχαν κατατεθεί στη Βουλή από το αρμόδιο υπουργείο σχετικά με το ποσοστό των ψήφων που απαιτείται για την κήρυξη μιας απεργιακής κινητοποίησης. Να θυμίσουμε ότι στις τροπολογίες προβλέπεται πλέον το ποσοστό του 50% +1 ενώ μέχρι σήμερα αρκεί να συμφωνεί το 20% για την κήρυξη μιας απεργίας.
Προτίμησε η κυβέρνηση να παραβιάσει, μερικές μόλις ώρες μετά την ανακοίνωσή της, τη συμφωνία της με τους θεσμούς σε ένα σημαντικό εργασιακό θέμα, από το να δυσαρεστήσει τους συνδικαλιστές που είδαν να καταρρίπτεται ένα από τα θέσφατα κεκτημένα τους. Προσπαθεί ταυτόχρονα να τους καλοπιάσει προκειμένου να ελεγχθούν οι αντιδράσεις τους σε άλλα σημεία της συμφωνίας όπως τα θέματα ιδιωτικοποιήσεων στο χώρο της ενέργειας κλπ.
Είναι κρίμα που χρειάστηκε – και όχι μόνο σε αυτό το ζήτημα – η επιμονή των θεσμών για να συμφωνηθούν τα αυτονόητα και είναι διπλά κρίμα που η κυβέρνηση επιμένει να κρατάει τη χώρα δεμένη στις συντεχνιακές νοοτροπίες του πελατειακού παρελθόντος.
Ας ελπίσουμε ότι οι μεταρρυθμιστικές κοινοβουλευτικές δυνάμεις θα υποχρεώσουν την κυβέρνηση να επαναφέρει την επίμαχη τροπολογία και ότι ο νέος προοδευτικός φορέας, το «Κίνημα αλλαγής», θα δώσει εξ αρχής το δικό του μεταρρυθμιστικό πολιτικό στίγμα.