Στις 3 Ιανουαρίου 2014 δημοσιεύθηκε στη «Μεταρρύθμιση» ένα κείμενό μου με τίτλο, Σύγχρονος «βενιζελισμός», αντί της Κεντροαριστεράς. Σε αυτό υποστήριξα, μεταξύ άλλων, ότι η κίνηση των 58 να καλέσουν το ΠΑΣΟΚ και τη ΔΗΜΑΡ να αποτελέσουν τη βάση ενός νέου προοδευτικού σχήματος δεν θα αποδειχθεί αποτελεσματική, διότι, για διαφορετικούς λόγους, τα δύο αυτά κόμματα δεν συγκινούν επαρκώς το εκλογικό σώμα. «Δεν αρέσουμε, πλέον, Πρόεδρε», είχε πει κάποτε η Μελίνα Μερκούρη στον Ανδρέα Παπανδρέου αλλά φοβάμαι ότι αυτό ισχύει και εν προκειμένω. Οι πρόσφατες δημοσκοπήσεις που δίνουν πολύ χαμηλά ποσοστά σε αυτά τα δύο κόμματα, αυτό αποδεικνύουν. Καθώς, λοιπόν, τα δεδομένα αλλάζουν, από μέρα σε μέρα, φαίνεται ότι οι 58 το ξανασκέφτονται και, ορθά, στρέφονται περισσότερο, όχι στα δύο προαναφερθέντα κόμματα, αλλά στους απλούς Έλληνες πολίτες που ανήκουν στον σοσιαλδημοκρατικό χώρο, στο κέντρο, στις οικολογικές κινήσεις, κ.λπ., ζητώντας την υποστήριξή τους.
Στην προσπάθεια ανασύνταξης των πολιτικών δυνάμεων του κέντρου και της σοσιαλδημοκρατίας πρωταγωνιστούν, αναμφίβολα, σημαντικοί άνθρωποι, με επιστημονική και κοινωνική καταξίωση. Πέραν των 58, υπάρχουν κι άλλες κινήσεις ή και νέα κόμματα, ακόμη. Παρατηρείται, έτσι, μια πολυδιάσπαση δυνάμεων και κάποια ασυνεννοησία. Ελπίζω όλοι τους να παραμερίσουν τους εγωϊσμούς τους και να συνεργαστούν για τη δημιουργία μιας μεγάλης ενιαίας δημοκρατικής παράταξης, που θα πείσει τον ελληνικό λαό ότι μπορεί να αποτελέσει εναλλακτική λύση απέναντι στη ΝΔ και τον ΣΥΡΙΖΑ. Το εάν θα λέγεται «Κέντρο» ή «Κεντροαριστερά» ή «Σύγχρονη Σοσιαλδημοκρατία» ή «Προοδευτική Παράταξη» ελάχιστη σημασία έχει. Σημασία έχει η νέα αυτή παράταξη να πείσει τον ελληνικό λαό να την εμπιστευθεί. Οι πρωτεργάτες αυτής της προσπάθειας γνωρίζουν την σύγχρονη πολιτική Ιστορία της Ελλάδας καλύτερα από μένα, οπότε, σίγουρα, δεν τους διαφεύγει ότι έχει αποδειχθεί, από ανάλογες προσπάθειες στο παρελθόν, πως το άθροισμα προσωπικοτήτων δεν συγκροτεί, από μόνο του, πολιτικό κόμμα. Σε περίπτωση αποτυχίας τους, λοιπόν, η κρίση της Ιστορίας, λόγω της σπουδαιότητας των στιγμών για το μέλλον της χώρας, θα είναι γι’ αυτούς αμείλικτη.
Πέραν, όμως, των παραπάνω διαπιστώσεων, ας μου επιτραπεί να επιστήσω την προσοχή σε δύο παραμέτρους, τις οποίες θεωρώ άκρως σημαντικές, προκειμένου να είναι επιτυχής η ανασυγκρότηση αυτού του πολιτικού χώρου:
1) Η νέα παράταξη πρέπει να απευθυνθεί, όπως υποστήριξα και στο προηγούμενο κείμενό μου, σε εκείνους τους Έλληνες που πιστεύουν έμπρακτα στην αξιοκρατία, στην κοινωνική δικαιοσύνη αλλά και στις υπόλοιπες αρχές του κράτους δικαίου και του κοινωνικού κράτους, και οι οποίοι, παρότι έχουν τις δυνατότητες και τα προσόντα, αδυνατούν να πετύχουν την ατομική και την κοινωνική τους αυτοπραγμάτωση, διότι είναι «εγκλωβισμένοι» και «αποκλεισμένοι» από τους μηχανισμούς ενός αποτυχημένου συστήματος εξουσίας, τόσο στο μικροεπίπεδο (π.χ. στον προσωπικό χώρο εργασίας), όσο και στο μακροεπίπεδο (π.χ., στη διακυβέρνηση της χώρας). Χρειάζονται, επομένως, ειδικές μελέτες, οικονομικές και άλλες, για να έχουμε σαφή «χαρτογράφηση» των μεγάλων αλλαγών που επήλθαν στην οικονομική και κοινωνική διάρθρωση της χώρας, μέσα στα τελευταία χρόνια της κρίσης. Προσοχή, δεν προτείνω μια «θολή» – και γι’ αυτό «επικίνδυνη»- πολυσυλλεκτικότητα, σαν αυτή που χαρακτηρίζει τόσο τη ΝΔ όσο και τον ΣΥΡΙΖΑ (ή χαρακτήριζε, παλαιότερα, το ΠΑΣΟΚ «των μη προνομιούχων»). Το αντίθετο, μάλιστα! Πιστεύω ότι για να υπάρξει διάκριση από τη ΝΔ και τον ΣΥΡΙΖΑ, πρέπει η νέα παράταξη να απευθυνθεί και να θελήσει να εκφράσει εκείνες τις κοινωνικές δυνάμεις που έχουν τις δυνατότητες και την θέληση να αλλάξουν τη χώρα και να τη μετατρέψουν σε σύγχρονο ευρωπαϊκό κράτος. Και τα κριτήρια για να προσδιορισθούν επακριβώς αυτές οι κοινωνικές και επαγγελματικές δυνάμεις είναι εύκολο να διατυπωθούν, ιδίως εάν έχουμε στη διάθεσή μας μια σαφέστερη «χαρτογράφηση» του κοινωνικού και οικονομικού τοπίου της χώρας. Όπως ο Ελευθέριος Βενιζέλος εξέφρασε την ανερχόμενη αστική τάξη απέναντι στους τσιφλικάδες, έτσι και η νέα παράταξη πρέπει να εκφράσει το καλύτερο κομμάτι του ελληνισμού, τόσο στο εσωτερικό της Ελλάδας όσο και στον χώρο του απόδημου ελληνισμού (γι αυτό έκανα λόγο για «σύγχρονο βενιζελισμό» στο προηγούμενο άρθρο μου). Κι ας σημειωθεί, εδώ, ότι η σημερινή φτωχή και «ταπεινωμένη» Ελλάδα διαθέτει στο εξωτερικό τέτοιας ποιότητας ελληνισμό που δεν είχε ποτέ έως τώρα, από τον δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο και μετά.
2) Η ηγεσία της παράταξης, όταν αυτή αναδειχθεί (με δημοκρατικές διαδικασίες), οφείλει να καταβάλει τεράστια προσπάθεια να εκλαϊκεύσει τις θέσεις της, χωρίς, όμως, να κολακέψει τον λαό, υποκύπτοντας στον ενδημικό στην κοινωνία μας λαϊκισμό. Η καταπολέμηση του λαϊκισμού θα αποτελέσει, από μόνη της, κορυφαία συμβολή της νέας δημοκρατικής παράταξης στην αλλαγή των πολιτικών ηθών και πρέπει να αναληφθεί, με οποιοδήποτε κόστος! Για παράδειγμα, όταν, το 1985, ο Κώστας Σημίτης, ως Υπουργός Εθνικής Οικονομίας επιχείρησε να καταπολεμήσει τον πληθωρισμό, που ήταν στο 25%, αντιμετώπισε σφοδρότατες αντιδράσεις, διότι η πολιτική του χαρακτηρίστηκε «αντιλαϊκή». Όσοι λίγοι, τότε, υποστήριξαν αυτή την πολιτική, μέσα κι έξω από το ΠΑΣΟΚ, απέτυχαν να εξηγήσουν, με απλά λόγια, στον λαό, ότι, αντιθέτως, ένας πληθωρισμός αυτής της τάξης είναι απολύτως «αντιλαϊκός», διότι πλήττει, κυρίως, τους μισθωτούς. Τέτοιες αποτυχίες στο επικοινωνιακό πεδίο, δηλαδή στην προσπάθεια να πειστούν οι πολίτες για την ανάγκη ορθολογικής αντιμετώπισης των προβλημάτων της χώρας, δεν πρέπει να επαναληφθούν, διότι θα είναι ολέθριες, καθώς, πλέον, «καιρός δεν υπάρχει»! Για τον σκοπό αυτό, χρειάζεται συχνή επικοινωνία των πολιτικών με τους πολίτες. Σημαντική είναι, ασφαλώς, η δύναμη των κοινωνικών δικτύων για τον σκοπό αυτό, καλά είναι και τα άρθρα στον έντυπο και ηλεκτρονικό Τύπο, αλλά όταν στην Ελλάδα, ακόμη και σήμερα, το μεγαλύτερο μέρος του κόσμου δεν ενημερώνεται μέσω του Ίντερνετ, ενώ διαβάζει όλο και λιγότερο εφημερίδες, επιβάλλεται, κυρίως για λόγους ουσίας της δημοκρατίας, η αποκατάσταση της προσωπικής επικοινωνίας και, συνακόλουθα, της σχέσης αμοιβαίας εμπιστοσύνης μεταξύ του πολίτη και του πολιτικού. Εν κατακλείδι, πρέπει η ηγεσία και τα στελέχη της νέας παράταξης να απευθυνθούν στον λαό και να του εξηγήσουν γιατί αυτοί είναι φορείς του «νέου» στην πολιτική, ενώ η ΝΔ και ο ΣΥΡΙΖΑ αποτελούν κομματικές εκφράσεις του «παλαιού», τόσο σε επίπεδο ιδεών και πρακτικών, όσο και σε επίπεδο στελεχιακού δυναμικού.
Οι παραπάνω σκέψεις δεν συνιστούν περίτεχνες ακαδημαϊκές αναλύσεις. Είναι σκέψεις ενός κοινού νοός αλλά νομίζω ότι είναι σκέψεις πολιτικές, οπότε, ενδεχομένως, χρήσιμες.