«Ήταν τα καλύτερα χρόνια, ήταν τα χειρότερα χρόνια, ήταν η εποχή της σοφίας, ήταν η εποχή της ηλιθιότητας, ήταν ο καιρός της πίστης, ήταν ο καιρός της δυσπιστίας, ήταν η περίοδος του φωτός, ήταν η περίοδος του σκοταδιού, ήταν η άνοιξη της ελπίδας, ήταν ο χειμώνας της απελπισίας, είχαμε τα πάντα στη διάθεση μας, δεν είχαμε τίποτα στη διάθεση μας, όλοι μας πηγαίναμε κατευθείαν στον παράδεισο, όλοι μας πηγαίναμε εντελώς αντίθετα».
Θα μπορούσε να αναφέρεται στα χρόνια μας η συνταρακτική περιγραφή του Ντίκενς από την εισαγωγή του κλασσικού έργου του «Η Ιστορία Δύο Πόλεων».
Ζούμε σε μια εποχή μεγάλων κρίσεων και μεγάλων προκλήσεων, σοβαρών διλημμάτων και δυσανάγνωστων ανακατατάξεων, τεράστιων ευκαιριών και αδιανόητης προόδου, εφιαλτικών κινδύνων και ασύμμετρων απειλών.
Ζούμε σε μια εποχή την οποία δεν προλαβαίνουμε να κατανοήσουμε. Όσο το προσπαθούμε, δημιουργούνται νέα γνωστικά πεδία, νέοι προβληματισμοί , νέες ανάγκες , νέες αφορμές για ελπίδα και για απελπισία, αγριεύει ο κόσμος μας, καλυτερεύει ο κόσμος μας, σαν γιγαντιαίο pixel που διαφοροποιείται λεπτό το λεπτό.
Πώς μπορούμε να καταφέρουμε να είμαστε εντός του ρευστού καιρού μας; Πώς μπορούμε να παρακολουθούμε τη δυναμική του, να την στρέφουμε προς όφελος των κοινωνιών;
Αν η εκπαίδευση είναι το πιο ισχυρό όπλο για την αλλαγή του κόσμου, όπως έχει πει Νέλσον Μαντέλα, με θλίψη διαπιστώνουμε ότι στην περίπτωσή μας (προφανώς και σε πολλές άλλες χώρες, αλλά η Ελλάδα μας πονάει) αυτό το όπλο δεν έχει τα κατάλληλα πυρομαχικά. Ο νόμος Διαμαντοπούλου αποπειράθηκε να συγχρονίσει την ανώτατη εκπαίδευση με το zeitgeist του 21ου αιώνα όμως πριν καν δοκιμαστούν στην πράξη καίριες πρόνοιές του τσαλακώνονται και πετιούνται στον κάλαθο των αχρήστων. Αυτή τουλάχιστον είναι η δημοσιοποιηθείσα πρόθεση του υπουργού Παιδείας. Ολοταχώς όπισθεν, στο καθεστώς που ίσχυε στην λειτουργία των Πανεπιστημίων όταν σπούδαζα, πάνε τριανταπέντε χρόνια τώρα (ακόμη γράφαμε στο χαρτί και με καρμπόν!).
Κοιτάξτε γύρω σας και αναλογιστείτε πόσα άλλαξαν έκτοτε στο πλανητικό corpus, τον όγκο των γνώσεων που συσσωρεύθηκε και συνεχίζει να αυξάνει με ιλιγγιώδεις ρυθμούς, την ανατροπή τόσων επιστημονικών βεβαιοτήτων, τις καινούργιες δεξιότητες που χρειάζεται να αναπτύξουμε για να συμβαδίζουμε με την πολυδιάστατη εποχή μας, ώστε να νιώθουμε άνετα στο παρόν και να μην φοβόμαστε το μέλλον.
Η κυβέρνηση, λοιπόν, αντί να μετατρέψει τα Ανώτατα Εκπαιδευτικά Ιδρύματα σε υψηλού επιπέδου φυτώρια ανοιχτόμυαλων “μαχητών” που θα έχουν την κατάλληλη σκευή για να καταλάβουν τον κόσμο και να τον αλλάξουν, επιδιώκει να επαναφέρει παρωχημένες και αποτυχημένες μορφές διοίκησης, να τα δέσει πάλι στο άρμα της πολιτικής εξουσίας (ο υπουργός να αποφασίζει και για επιστημονικά ζητήματα!), θέλει να δώσει άσυλο όχι στην διαπάλη των ιδεών και των απόψεων αλλά στην ανομία και στον μηδενισμό, να καταργήσει τον έλεγχο όσων έχουν κάνουν χρήση των οικονομικών πόρων, να πνίξει κάθε διαδικασία που συμβάλει στην αξιολόγηση του παραγομένου έργου. Πανεπιστήμια εσωστρεφή, αρτηριοσκληρωτικά που κοιτάζουν προς τα μέσα και όχι προς τον κόσμο και τα μεταβαλλόμενα σύνθετα προβλήματα του. Εκπαιδευτικά ιδρύματα που δεν θα επιτελούν τον σκοπό τους, να μορφώνουν ανθρώπους , να τους διδάσκουν να σκέπτονται ελεύθερα και απροκατάληπτα, να αμφισβητούν και να δέχονται να τους αμφισβητούν, να κρίνουν αλλά και να κρίνονται.
Ακόμη κι αν σαρώσουν την χώρα ποταμοί ευρώ, διαγραφεί πλήρως το χρέος και κάψουμε πανηγυρικά τα μνημόνια στην πλατεία Συντάγματος, αρκεί να δει κάποιος τις προωθούμενες ρυθμίσεις για τα ΑΕΙ/TEI για να καταλάβει ότι δεν υπάρχει σωτηρία όσο περιφρονούμε το ανθρώπινο κεφάλαιο.