Μπορεί το Κέντρο να μην συνιστά σήμερα ένα συγκροτημένο πολιτικό χώρο, αλλά οι κεντρώοι πολίτες, δηλαδή όσοι εκφράζονται εκλογικά - και ιδιοσυγκρασιακά- από το πολιτικό Κέντρο είναι αυτοί που διαμορφώνουν την κυβερνητική πλειοψηφία, επιβάλλοντας με τη ψήφο τους είτε αυτοδύναμες κυβερνήσεις είτε κυβερνήσεις συνεργασίας. Η μετατόπιση των κομμάτων του κεντροδεξιού και του κεντροαριστερού φάσματος προς το Κέντρο είναι μια διάχυτη πολιτική πραγματικότητα σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες, υπό την έννοια της διαρκούς εξέλιξης των μεταρρυθμιστικών πολιτικών για τις λύσεις που πρέπει να δώσει η διακυβέρνηση στα μεγάλα και κρίσιμα κοινωνικά προβλήματα. Η ελευθερία, η ασφάλεια, το κοινωνικό κράτος, η προστασία των δικαιωμάτων των πολιτών, η καταπολέμηση της φτώχειας, η αντιμετώπιση των κρίσεων, η δίκαιη αναδιανομή του πλούτου και η αλληλεγγύη επαναπροσδιορίζονται συνεχώς, με βάση τις αρχές της φιλελεύθερης Δημοκρατίας και του Κράτους Δικαίου, με πολιτικές στο Κέντρο, γιατί εκεί αναζητείται η βέλτιστη ισορροπία των μεταρρυθμίσεων και εκεί διαμορφώνονται οι κοινωνικές, πολιτικές, αλλά και κυβερνητικές πλειοψηφίες. Το Κέντρο είναι απαραίτητο ως έκφραση αυτών των κοινωνικών και πολιτικών διεργασιών, αλλά και ως στάση ενός απαιτητικού και ρευστού στις επιλογές του εκλογικού σώματος.
Στις επικείμενες εκλογές, στο Κέντρο στοχεύουν τόσο η Ν.Δ. όσο και το ΠΑΣΟΚ-Κίνημα Αλλαγής, από διαφορετικές πολιτικές αφετηρίες. Για τον ΣΥΡΙΖΑ, ο χώρος αυτός παραμένει ξένος, όταν δεν λοιδορείται ή δεν κατατάσσεται απαξιωτικά στο «ακραίο Κέντρο» του «αντι-ΣΥΡΙΖΑ μετώπου», εν ονόματι της επιδίωξης μιας δήθεν «προοδευτικής συγκυβέρνησης». Αυτή η συνθήκη καθιστά την προσέλκυση των κεντρώων πολιτών ακόμα περισσότερο απαραίτητη για τα δύο άλλα κόμματα. Για τη Ν.Δ., η κυβερνητική αυτοδυναμία προβάλλεται ως βασική επιδίωξη. Οι κεντρώοι πολίτες, ωστόσο, –σύμφωνα με τις δημοσκοπήσεις- δεν αποκλείουν καθόλου τις κυβερνήσεις συνεργασίας, αντίθετα πολλοί τις προτάσσουν ως λύση δεσμευτικών προγραμματικών συμφωνιών και διαφορετικού μείγματος πολιτικών. Σε αυτό το σημείο τέμνεται, εκ των πραγμάτων, η πολιτική και εκλογική στρατηγική του άλλου πόλου.
Το ΠΑΣΟΚ-Κίνημα Αλλαγής, εφόσον διεκδικεί υψηλό ποσοστό στις εκλογές, οφείλει να κινητοποιήσει και να διευρύνει το εκλογικό ακροατήριό του στη βάση ενός προγραμματικού ρεαλισμού, που θα υπερβαίνει το διμέτωπο σχήμα Ν.Δ.-ΣΥΡΙΖΑ και θα διεκδικεί πιθανές συμμαχίες. Η διεύρυνση προϋποθέτει ταυτόχρονα τη μεγάλη συσπείρωση των δυνάμεων του Κέντρου και της Κεντροαριστεράς, χωρίς παρωχημένους αποκλεισμούς και διαχωρισμούς, αλλά με την πεποίθηση ότι η επιδιωκόμενη αφαίρεση της αυτοδυναμίας από το πρώτο κόμμα οδηγεί σε κυβέρνηση συνεργασίας- προφανώς με το πρώτο κόμμα- στη βάση προγραμματικής συμφωνίας, η οποία βεβαίως δεν προκαθορίζεται, αλλά προσδιορίζεται από το αποτέλεσμα των εκλογών και τους πολιτικούς συσχετισμούς που αποφασίζει κυρίαρχα ο λαός. Μια τέτοια διαδικασία διεκδικεί και αναδεικνύει συγκεκριμένες και επεξεργασμένες σοσιαλδημοκρατικές- μεταρρυθμιστικές πολιτικές για την παιδεία, την υγεία, την ενέργεια, την ασφάλεια, το κοινωνικό κράτος, τα δικαιώματα των πολιτών και το Κράτος Δικαίου ως απαραίτητους ρυθμιστικούς παράγοντες της διακυβέρνησης. Στις εκλογές, οι πολίτες ψηφίζουν για το σχέδιο της επόμενης ημέρας και εμπιστεύονται πολιτικά ξεκάθαρες λύσεις προγραμματικού ρεαλισμού, χωρίς να παραμερίζουν τις ενστάσεις και διαφωνίες τους. Η εμπιστοσύνη στο «απαραίτητο κέντρο» έχει ακριβώς αυτή τη πολιτική διάσταση, ότι τις διατηρούν και επιζητούν διαφορετικό μείγμα πολιτικής και ισχυρούς κανόνες προοδευτικής λειτουργίας της φιλελεύθερης Δημοκρατίας. Γι’ αυτό το Κέντρο κερδίζεται, πέρα από τη μάχη των ψηφοδελτίων, στη μάχη της στρατηγικής για την επόμενη μέρα, διεκδικώντας με πολιτική σαφήνεια το αυτονόητο: την εφαρμογή των μεταρρυθμιστικών πολιτικών που έχουν ανάγκη χώρα και οι πολίτες στη νέα κανονικότητα της διαρκούς κρίσης.
Πηγή: www.tanea.gr