Σε πρόσφατο άρθρο του στην ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ ο Γιώργος Παγουλάτος θέτει το ερώτημα και συγχρόνως δίνει την απάντηση γιατί ο Τσίπρας πρέπει να υποστηριχθεί από τα κόμματα του ευρωπαϊκού τόξου στο ασφαλιστικό νομοσχέδιο.
Αντιλαμβάνομαι πλήρως και συμφωνώ με πολλά από τα γραφόμενα από τον αρθρογράφο, ενώ σε άλλα διαφωνώ. Είναι σε όλους σαφές ότι ο Τσίπρας παίζει μόνος του στην πολιτική αρένα, αφού τόσο η Κεντροδεξιά όσο και η Κεντροαριστερά και το Μεταρρυθμιστικό Κέντρο είναι σήμερα εντελώς αδύναμες ως συγκροτημένες πολιτικές δυνάμεις. Είναι αναντίρρητο το γεγονός ότι εναλλακτική λύση στη σημερινή κυβέρνηση δεν υπάρχει, δεδομένου ότι η μεν ΝΔ ψάχνεται, για το ποιος από τους υποψηφίους αρχηγούς είναι ο πλέον κατάλληλος να ηγηθεί της αξιωματικής αντιπολίτευσης, η δε κεντροαριστερά είναι διασπασμένη σε μία Δημοκρατική Συμπαράταξη, που αναζητεί ακόμη τον βηματισμό της, και στο Ποτάμι, που φθίνει καθημερινά με έναν αρχηγό, που συνεχίζει να αρνείται την συμπόρευση με τα άλλα κόμματα και κινήσεις του Μεταρρυθμιστικού Κέντρου και της Σοσιαλδημοκρατίας. Είναι, επίσης, φανερό ότι η πολιτισμική παρακμή του λαού μας βρίσκεται στο ζενίθ, γεγονός που εκμεταλλεύεται στο έπακρο ο ακατάλληλος και ανεπαρκής κ. Τσίπρας.
Όμως, η συναίνεση, την οποία επιδιώκει ο νυν πρωθυπουργός στις πολιτικές του και στην οποία μας προτρέπουν τόσο ο Γ. Παγουλάτος όσο και το κύριο άρθρο του ΒΗΜΑΤΟΣ της Κυριακής, είναι προσχηματική. Και είναι άξιον απορίας γιατί ο αρθρογράφος δεν θέτει κάποιες ουσιαστικές προϋποθέσεις και προαπαιτούμενα για την στήριξη του κ. Τσίπρα στο ασφαλιστικό.
Πρωτίστως, το γεγονός ότι μέχρι και σήμερα δεν υπάρχει σχέδιο εκ μέρους της Κυβέρνησης για την επίλυση του ασφαλιστικού κυκεώνα. Ο αρμόδιος υπουργός Γ. Κατρούγκαλος διακηρύσσει καθημερινά ότι θα νομοθετήσει μονομερώς, χωρίς την έγκριση των θεσμών και χωρίς να έχει παρουσιάσει έστω και δύο προτάσεις για το νομοσχέδιο, το οποίο προτίθεται να φέρει στο Κοινοβούλιο, ώστε αυτό να γίνει βιώσιμο. Τα μόνα σημεία, που έχουν γνωστοποιηθεί, είναι η μη μείωση των κύριων συντάξεων και η αύξηση των εργοδοτικών εισφορών. Δηλαδή, μη εξορθολογισμός των συντάξεων και αύξηση των δαπανών των επιχειρήσεων, κάτι που νομοτελειακά θα επιφέρει μείωση των εργαζομένων και αύξηση της ανεργίας. Αυτές οι δηλώσεις εκ μέρους τόσο του κ. Τσίπρα όσο και του κ. Κατρούγκαλου έρχονται σε πλήρη αντίφαση με τον ήδη ψηφισμένο Προϋπολογισμό 2016, αλλά και με τις απορρέουσες από το Μνημόνιο ΙΙΙ (ν. 4336/2015) υποχρεώσεις της χώρας να μειώνει κατά 1% του ΑΕΠ (1,8 δις ευρώ) τη δαπάνη για τις συντάξεις κάθε χρόνο έως και το 2018. Υπενθυμίζουμε ότι ο μέσος όρος στην ΕΕ ετήσιας δαπάνης για το ασφαλιστικό ανέρχεται σε 10,5% του ΑΕΠ, ενώ στην Ελλάδα η δαπάνη αυτή ανέρχεται στο 16,5% του ΑΕΠ με δεύτερη την Ιταλία (12,5%). Είναι, επίσης, γνωστό από τους ειδικούς ότι για να είναι βιώσιμο το ασφαλιστικό, θα πρέπει η αναλογία συνταξιούχων προς εργαζομένους και είναι τουλάχιστον 1 προς 3, τη στιγμή που, ακόμη και αν όλοι οι άνεργοι βρουν εργασία, η αναλογία αυτή δεν θα υπερβεί το 1 προς 1,9.
Κατά συνέπεια, θα ανέμενα από τον αρθρογράφο να απαιτήσει δημοσίως πρώτα από την Κυβέρνηση του κ. Τσίπρα να σταματήσει τη δημαγωγία, να πει την αλήθεια στους πολίτες, να παρουσιάσει το δικό της σχέδιο για την επίλυση του ασφαλιστικού και στη συνέχεια να προτρέψει την Αντιπολίτευση να συναινέσει και να στηρίξει την Κυβέρνηση στην βιώσιμη επίλυση του θέματος.
Επιπλέον, ας υπενθυμίσουμε ότι, αμέσως μετά την έκκληση του κ. Τσίπρα για συναίνεση και διάλογο στα θέματα παιδείας, υγείας και ασφαλιστικού, και την συγκρότηση «επιτροπής διαλόγου» στην παιδεία (η οποία αποτελείται κατά 85% από κομματικά στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ), ο υπουργός παιδείας απέστειλε προς έγκριση από τους Θεσμούς νομοσχέδιο πλήρους ανατροπής του νόμου Διαμαντοπούλου για τα ΑΕΙ. Με το εν λόγω νομοσχέδιο καταργεί όλες τις ουσιαστικές αρμοδιότητες από τα Συμβούλια Ιδρυμάτων, τα οποία περιορίζει σε εντελώς διακοσμητικό ρόλο, επαναφέρει τους φοιτητές στα εκλεκτορικά σώματα για ανάδειξη μονομελών οργάνων και διατηρεί τις αντιμεταρρυθμίσεις, που είχε νομοθετήσει τον Μάιο 2015, για επαναφορά των αιώνιων φοιτητών, κατάργηση των πρότυπων και πειραματικών σχολείων, κατάργηση της βάσης του 10 στα βασικά μαθήματα για προαγωγή στην επομένη τάξη και κατάργηση της αξιολόγησης. Την ίδια μάλιστα στιγμή, που διατείνεται ότι θα αρχίσει ο εθνικός διάλογος στην Παιδεία, φέρνει σωρεία τροπολογιών σε άσχετα νομοσχέδια (π.χ. νομοσχέδιο για τις βοσκήσιμες γαίες), με τις οποίες προσπαθεί να κομματικοποιήσει τη Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση, ενώ αλλάζει τον τρόπο εισαγωγής στα ΑΕΙ με απλή υπουργική απόφαση, χωρίς να έχει προηγηθεί έστω και μιας ημέρας διάλογος με τους αρμόδιους φορείς.
Δεν μπορώ να αποφύγω την αναφορά σε ακόμη ένα ατόπημα του κ. Τσίπρα και των υπουργών του. Με πρόεδρο της «επιτροπής αξιολόγησης» έναν κομματικό συνδικαλιστή καθαιρεί ακόμη και πολύ άξιους διοικητές νοσοκομείων, προκειμένου να τους αντικαταστήσει με κομματικά στελέχη, ενώ αντικαθιστά άξιους διοικητές των οργανισμών συγκοινωνιών με συνδικαλιστές προσκείμενους στον υπουργό κ. Σπίρτζη.
Θα μπορούσα να απαριθμήσω πλειάδα ενεργειών κατάλυσης της αξιοκρατίας, ασυνεπειών, υποσχέσεων, που δεν μπορούν να ικανοποιηθούν, και ύβρεων, που εξαπολύει καθημερινά ο κ. Τσίπρας και οι υπουργοί του κατά των πολιτικών τους αντιπάλων. Θα μπορούσα να αναφέρω, επίσης, την προσφιλή μέθοδο του κ. Τσίπρα να εφευρίσκει τόσο εσωτερικούς όσο και εξωτερικούς εχθρούς, ώστε να δικαιολογήσει την ανεπάρκειά του. Όμως, θα ήθελα να επαναλάβω, κλείνοντας αυτή την παρέμβασή μου, τα ακόλουθα, που αποτελούν θέσεις ήδη διατυπωμένες. Ας ανακαλέσει ο κ. Τσίπρας όλες τις αντιμεταρρυθμίσεις στην Παιδεία, ας εφαρμόσει την αξιοκρατία στις τοποθετήσεις διοικητών νοσοκομείων και οργανισμών, ας παρουσιάσει ολοκληρωμένο σχέδιο για το ασφαλιστικό, ας καλέσει τα κόμματα και τους αρμόδιους φορείς σε ειλικρινή και εντός συγκεκριμένων χρονικών ορίων διάλογο και να είναι βέβαιος ότι τα κόμματα της φιλοευρωπαϊκής αντιπολίτευσης θα πράξουν το εθνικό καθήκον τους, όπως το έπραξαν και τον Αύγουστο 2015, όταν ψήφισαν το Μνημόνιο ΙΙΙ για να διατηρηθούν οι ελπίδες παραμονής της χώρας στους Ευρωπαϊκούς Θεσμούς.