Η μοίρα της Ελλάδας βρίσκεται εγκλωβισμένη μεταξύ των άγαρμπων χειρισμών της τρόικας και της αδράνειας των Ελλήνων πολιτικών, που υποστηρίζουν ότι θα σώσουν τη χώρα. Με μνηστήρες σαν κι αυτούς, η θεά Αθηνά δεν κινδυνεύει να χάσει την παρθενιά της.
Η «Κοινή Διακήρυξη» της κυβέρνησης, κείμενο που προήλθε μέσα από την προσεκτική διαπραγμάτευση τριών κομμάτων με ορίζοντα εξουσίας τεσσάρων ετών, εμπεριέχει σε τέσσερις λέξεις την κυβερνητική πολιτική: «Οχι απολύσεις στο Δημόσιο». Η απόφαση αυτή δεν αναλύεται περαιτέρω, ούτε αιτιολογείται με άλλον τρόπο. Πρόκειται για μία τολμηρή, καθησυχαστική δήλωση, που θα μπορούσε να ανήκει στον κυβερνήτη του Τιτανικού, την ώρα που καθησύχαζε τους επιβάτες του, λέγοντας ότι όλα θα πάνε καλά.
Η νέα αυτή δέσμευση αντιβαίνει σε όλα όσα η Ελλάδα έχει δεσμευθεί, σύμφωνα με τα δύο μνημόνια. Στο Μνημόνιο του 2010, η Ελλάδα δεσμεύθηκε να εξετάσει την «ενίσχυση της αποτελεσματικότητας» και να συνεργασθεί με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή «για την εκπόνηση ανεξάρτητης μελέτης της δημόσιας διοίκησης και της κεντρικής κυβέρνησης». Η Ελλάδα επρόκειτο να συνεργασθεί με Γάλλους αξιωματούχους, προς την κατεύθυνση της διοικητικής μεταρρύθμισης. Εκθεση του ΟΟΣΑ για τις επιδόσεις της κεντρικής διοίκησης δημοσιεύθηκε τον περασμένο Νοέμβριο, για να αποκαλύψει τα ενδημικά προβλήματα της κρατικής γραφειοκρατίας. Μόλις τον περασμένο Ιανουάριο, ο υπουργός Διοικητικής Μεταρρύθμισης Δημήτρης Ρέππας, εξέδωσε τη «Λευκή Βίβλο της Διακυβέρνησης». Σε αυτή περιγράφεται η μέθοδος επίτευξης καλύτερα συντονισμένου, μικρότερου και πιο αποτελεσματικού «εκτελεστικού κράτους». Σήμερα, η Ομάδα Εργασίας της Ε.Ε. συνεργάζεται με τα ελληνικά υπουργεία, σε μία προσπάθεια ενίσχυσης των δυνατοτήτων και της αποτελεσματικότητάς τους. Πριν από το τέλος του 2012, κάθε ένα από τα υπουργεία πρόκειται να κριθεί «σε μία προσπάθεια βελτίωσης της αποτελεσματικότητας, ενίσχυσης της ικανότητας αξιολόγησης των στόχων και αποσαφήνισης των διαδικασιών λήψης αποφάσεων». Μόλις αυτή την εβδομάδα, ο διάδοχος του κ. Ρέππα, ο κ. Αντώνης Μανιτάκης, πήγε στις Βρυξέλλες και τόνισε ότι η ταχεία αναδιοργάνωση του δημόσιου τομέα και της δημόσιας διοίκησης αποτελούν πρώτη προτεραιότητα του υπουργείου του. Αυτές είναι έξοχες κουβέντες.
Ποιος θα μπορούσε -άραγε- να διαφωνήσει με τη βελτίωση της αποτελεσματικότητας του δημόσιου τομέα; Σίγουρα όχι οι πολίτες που περιμένουν ατελείωτες ώρες στις ουρές, ούτε οι ίδιοι οι δημόσιοι υπάλληλοι, απογοητευμένοι από την αναποτελεσματικότητα που τους περιβάλλει, ούτε καν οι πολιτικοί, αντιμέτωποι με την αδυναμία του Δημοσίου να πραγματοποιήσει τα σχέδιά τους. Τα πράγματα, όμως, δεν είναι ακριβώς έτσι.
Η αποδοχή των δυσλειτουργιών και οι υποσχέσεις που δόθηκαν στις Βρυξέλλες, ενώ την ίδια στιγμή ανακοινώνονται δεσμεύσεις για «ούτε μία απώλεια θέσης εργασίας στο Δημόσιο», αποτελεί απόλυτη αντίφαση. Πρόκειται στην πραγματικότητα για έκκληση αδράνειας: θέλουμε να συνεχίσουμε, λες και δεν συνέβαινε τίποτα. Αν οι προηγούμενες κυβερνήσεις έφεραν την Ελλάδα στην παρούσα τραγική οικονομική κατάσταση, ποιος φέρει την ευθύνη: οι 30 περίπου πρωτοκλασάτοι υπουργοί μόνο ή επίσης το σύστημα, το οποίο διαχειρίσθηκαν;
Η έλλειψη ανταγωνιστικότητας της ελληνικής οικονομίας και οι ελλείψεις των προηγούμενων κυβερνήσεων οφείλονται εν πολλοίς στη χρήση της δημόσιας διοίκησης και του ευρύτερου δημόσιου τομέα, ως υποκατάστατο στην έλλειψη κράτους πρόνοιας, στην υπηρεσία της διαδεδομένης κουλτούρας πελατειακών σχέσεων. Η κρυφή ανεργία του δημόσιου τομέα έπληξε ανέκαθεν το κρατικό έργο και αποτελεί εμπόδιο στην ένταξη της Ελλάδας στο σύγχρονο διεθνές στερέωμα.
Θέλω, ωστόσο, να ξεκαθαρίσω κάτι άλλο: την ανοησία της κοινής δήλωσης της κυβέρνησης ανταγωνίζεται επάξια σε ωμότητα η τρόικα, επιμένοντας σε οριζόντιες μειώσεις 15.000 θέσεων εργασίας στον δημόσιο τομέα κάθε χρόνο για τα επόμενα δέκα χρόνια. Ο στόχος των 150.000 είναι εξίσου εσφαλμένος, όσο και ο στόχος των μηδενικών απολύσεων. Κανένας από τους δύο δεν επιτρέπει την ενημερωμένη και προσεκτική διανομή ικανοτήτων, εκεί όπου απαιτούνται. Ο στόχος των 150.000 απομακρύνσεων προέρχεται από μυωπικό δημοσιονομικό σχέδιο, ενώ ο στόχος των μηδενικών απολύσεων εκπονήθηκε από λαϊκίστικους και αποφασισμένους να εξευμενίσουν τα συνδικάτα, κύκλους. Και οι δύο στόχοι είναι εντέλει αυτοκαταστροφικοί: δεν κάνουν ΤΙΠΟΤΑ για να ενθαρρύνουν την επιλογή και να θέσουν σωστές προτεραιότητες: δηλαδή, ποιο πρότυπο χρειάζεται η Ελλάδα;
Ορισμένοι υποστηρίζουν ότι ο στόχος της κυβέρνησης για μηδενικές μειώσεις προσωπικού στο Δημόσιο δεν είναι παρά μία φιλοδοξία, μία ακόμη πολιτική τακτική. Αν αυτό αληθεύει, αυτός ο τρόπος σκέψης είναι αυτιστικός. Μπορεί να προσφέρει βραχυπρόθεσμα οφέλη στα συνδικάτα του δημόσιου τομέα, αποστέλλει όμως, το χειρότερο δυνατόν μήνυμα στους Ευρωπαίους εταίρους της Ελλάδας. Τη στιγμή, την οποία η πολιτική δυνατότητα υπάρχει για την επίτευξη μεγαλύτερης ευελιξίας και ευνοϊκότερων όρων αποπληρωμής των δανείων, η Ελλάδα στέλνει μήνυμα ότι δεν επιθυμεί την αλλαγή ή δεν διαθέτει ηγεσία ικανή να την επιβάλει. Η χώρα δαπανά έτσι πολιτικό κεφάλαιο, το οποίο θα έπρεπε να αξιοποιηθεί για πιο σημαντικούς στόχους.
Η Ελλάδα χρειάζεται, πάνω από όλα, σοβαρή συζήτηση για τις επιδιώξεις της μετά την κρίση. Αυτό σημαίνει την επιλογή, τη σωστή αξιολόγηση προτεραιοτήτων, την ορθή απόδοση κεφαλαίων και την εκπόνηση νέου προτύπου. Η επιστροφή των ιστορικών ταμπού δεν βοηθά σε τίποτα. Η ομπρέλα προστασίας που καλύπτει τα μέλη του «στενού κύκλου», στερεί κάθε ελπίδα από όσους βρίσκονται εκτός αγοράς εργασίας, ενώ επιβαρύνει τον τομέα πάνω στον οποίο θα στηριχθεί κάθε αναπτυξιακή προοπτική: τις επιχειρήσεις. Το μόνο παρηγορητικό είναι ότι οι Ευρωπαίοι εταίροι της Ελλάδας δεν πρόκειται να αποδεχθούν τέτοιους όρους, αν και μέχρις ότου επικρατήσει η λογική, ίσως η Ελλάδα αναγκασθεί σε ταπεινώσεις.
* Ο κ. Kevin Featherstone είναι καθηγητής Σύγχρονων Ελληνικών Σπουδών και επικεφαλής του Ευρωπαϊκού Ινστιτούτου στο London School of Economics.