Απαγορεύονται η έκπληξη και η δυσφορία

Αγγελος Στάγκος 22 Δεκ 2014

Ο??ι καθημερινές εξελίξεις επιβεβαιώνουν πανηγυρικά, δυστυχώς, ότι η Ελλάδα δεν είναι μια κανονική χώρα. Ή, για να το πούμε διαφορετικά, έχει τη δική της κανονικότητα, την περίφημη «ελληνική πραγματικότητα», που κατά καιρούς επικαλούνται πολλοί και διάφοροι και για την οποία ένα πολύ μεγάλο μέρος της κοινωνίας είναι υπερήφανο και το δηλώνει σε κάθε ευκαιρία. Αυτή η συγκεκριμένη κανονικότητα της χώρας διαμορφώνει το σημερινό πολιτικό κλίμα, μέσα στο οποίο η Βουλή καλείται να ψηφίσει για Πρόεδρο της Δημοκρατίας, μέσα στο ίδιο κλίμα η Ελλάδα πορεύεται αρειμανίως προς εκλογές και είναι εντελώς παράδοξο το γεγονός ότι κάποιοι δυσφορούν γι’ αυτό. Γιατί και πώς περίμεναν δηλαδή κάτι διαφορετικό; Πού ζουν τόσα χρόνια αυτοί και θεωρούν ότι θα μπορούσαν να είναι αλλιώς τα πράγματα;

Από όποια πλευρά και να δει κάποιος την υπόθεση Χαϊκάλη, θα καταλήξει αντικειμενικά στο συμπέρασμα ότι η σαπίλα, η πρωτόγονη μεθόδευση και η ανικανότητα δημιουργούν ένα πλαίσιο μέσα στο οποίο καθρεφτίζεται όχι μόνον η πολιτική σκηνή, αλλά και η γενικότερη συμπεριφορά τόσο των μίντια, όσο και της πλειονότητας της ελληνικής κοινωνίας. Και ας μη συμμετέχει η τελευταία στα όποια χοντρά παιχνίδια. Το γεγονός ότι υπήρχε ένας τύπος που κυκλοφορούσε ανάμεσα σε επιχειρηματικούς και πολιτικούς κύκλους ως «μπιζιμπόντης» του παρασκηνίου, πουλούσε αέρα και «μούρη» –βοηθούμενος από το παρουσιαστικό του–, προσφερόμενος να αναλάβει κάθε είδους υπηρεσία, χρησιμεύοντας στο «στήσιμο» μιας πλεκτάνης, ή και παίρνοντας πρωτοβουλίες δίχως να του το ζητήσει κανένας, δείχνει ένα επίπεδο κοινώς αποδεκτό και από τους πάνω και από τους κάτω.

Στη συγκεκριμένη περίπτωση, αν και είναι εξαιρετικά πρόωρο να καταλάβει κανείς τι έγινε, η αναδρομή στην αλληλουχία γεγονότων, από τη στιγμή που ήταν φανερό ότι η εκλογή Προέδρου της Δημοκρατίας θα αποτελούσε κομβικό σημείο για τη συνέχεια, μπορεί να βοηθήσει. Η αφετηρία ήταν η προσπάθεια του ΣΥΡΙΖΑ να δημιουργήσει μια ατμόσφαιρα σπίλωσης και τρομοκρατίας για τους βουλευτές που ενδεχομένως θα σκέπτονταν να ψηφίσουν τον νέο Πρόεδρο της Δημοκρατίας. Εξ ου τα περί κουμπαράδων για εξαγορά συνειδήσεων και ψήφων, αργυρώνητων, αποστατών τύπου 1965 και άλλων συναφών, μέχρι σημείου να αποκαλείται «μνημονιακός» ο νέος Πρόεδρος της Δημοκρατίας που ενδεχομένως θα προέκυπτε. Για να ακολουθήσει αμέσως μετά η καταγγελία της βουλευτού των ΑΝΕΛ Στ. Ξουλίδου ότι κάποιος προσπάθησε να τη δωροδοκήσει με 2-3 εκατομμύρια ευρώ για να ψηφίσει «ναι». Οταν όμως αποκαλύφτηκε το πρόσωπο που υποτίθεται ότι επιχείρησε να δωροδοκήσει τη θεολόγο και χριστιανή βουλευτή, το «κύρος» της καταγγελίας εξασθένησε σημαντικά και αντίστοιχα και η σχετική ενασχόληση των μίντια.

Ακολούθησε η πρώτη ψηφοφορία για την εκλογή Προέδρου της Δημοκρατίας με το γνωστό αποτέλεσμα, που δείχνει ότι η χώρα βαδίζει αγέρωχη προς εκλογές. Αλλά ταυτόχρονα εδραιώθηκε η πεποίθηση πως όλο το «παιχνίδι» θα παιχθεί στην τρίτη ψηφοφορία, στις 29 του μήνα. Με αυτή την έννοια, μία ακόμη «βόμβα» που θα έσκαγε θα μπορούσε ίσως να βοηθήσει προς τη μία ή την άλλη κατεύθυνση. Και η «βόμβα» έσκασε με τη μορφή που ξέρουμε. Αποκαλύφτηκε σε πρωινή τηλεοπτική εκπομπή από διασκεδαστή που με προσήλωση, μανία και ακραίο λαϊκισμό κάνει πόλεμο εναντίον των λεγόμενων «μνημονιακών» δυνάμεων, ότι έγινε απόπειρα δωροδοκίας, πάλι με 2-3 εκατομμύρια, και άλλου βουλευτή των ΑΝΕΛ, του Χαϊκάλη. Ο Χαϊκάλης, σαν να περίμενε την αποκάλυψη, έσπευσε αμέσως να το επιβεβαιώσει προσθέτοντας ότι το είχε καταγγείλει στον εισαγγελέα και ακολούθησε το γνωστό πανδαιμόνιο με αοριστίες, συνεντεύξεις, ηχητικά ντοκουμέντα, φωτογραφίες του πρόσφατου παρελθόντος, δηλώσεις αρχηγών, άμεσων συνεργατών τους και κομμάτων, παραζαλισμένων εισαγγελέων και αστυνομικών, από τις οποίες ξεπηδούσε το ιστορικό και η προσωπικότητα του φερόμενου ως του ανθρώπου που επιχείρησε τη βδελυρή πράξη της δωροδοκίας.

Και στις δύο υποθέσεις, της Ξουλίδου και του Χαϊκάλη, ο ΣΥΡΙΖΑ υιοθέτησε έμμεσα ή άμεσα τις καταγγελίες, που προέρχονταν και από ένα κόμμα με το οποίο διατηρεί αγαθότατες σχέσεις. Ο αντικειμενικός παρατηρητής, πάντως, θα συμφωνήσει ότι όποιος και να έστησε αυτές τις υποθέσεις –εννοώντας, είτε έγινε απόπειρα δωροδοκίας είτε όχι– και ιδιαίτερα τη δεύτερη, χαρακτηρίζεται από την ανικανότητα και τη σαπίλα που διαμορφώνει την «α λα γκρέκα» κανονικότητα ή αλλιώς «ελληνική πραγματικότητα». Αρα η έκπληξη και η δυσφορία των θεατών απαγορεύονται!