M????πορείτε να πείτε ό,τι θέλετε για τη δεκαετία του ’60. Μπορείτε να πείτε ότι τα Ανάκτορα και η αμερικανική πρεσβεία παρενέβαιναν στην ελληνική πολιτική ζωή, μπορείτε να πείτε πως υπήρχε παρακράτος που λειτουργούσε, μπορείτε να μιλήσετε για χούντες και ό,τι άλλο θέλετε. Ομως εκείνο που σίγουρα δεν μπορείτε να πείτε είναι πως κάποιος αρχηγός της τότε ΕΡΕ πρότεινε στον Κώστα Λινοξυλάκη να μπει στο ψηφοδέλτιο. Και κανείς αρχηγός της αριστεράς δεν περίμενε δύο εβδομάδες να του απαντήσει ο Γιάννης Γκιωνάκης αν θα δεχθεί να κατέβει υποψήφιος με το κόμμα του». Αυτά έλεγε ο φίλος Πέτρος Μάρκαρης προχθές το βράδυ μιλώντας για την ποιότητα του πολιτικού υλικού της χώρας. Διότι τότε, θα μου πείτε, αρχηγοί της ΕΡΕ ήταν ο Κωνσταντίνος Καραμανλής και ο Παναγιώτης Κανελλόπουλος, η δε αριστερά διέθετε ηγέτες σαν τον Ηλία Ηλιού και τον Ιωάννη Πασαλίδη. Και όταν ο κ. Τσίπρας λέει ότι ελπίζει να μην βρεθεί ο Ηλίας Τσιριμώκος του 2014, θα μπορούσε κανείς να πει ότι εκφράζει απλώς τον ενδόμυχο φόβο του. Διότι το μόνο βέβαιο είναι ότι σε μια πολιτική σκηνή όπου παίζει πρωταγωνιστικό ρόλο ο Τσιριμώκος, το επίπεδο Τσίπρα δεν έχει θέση.
Υπάρχει βέβαια και η άλλη πλευρά του νομίσματος. Διότι ο Κώστας Λινοξυλάκης μπορεί να αισθανόταν ότι είναι ήρωας όταν φορούσε τη φανέλα του Παναθηναϊκού, όμως ήξερε πως ο ηρωισμός του είχε και τα όριά του. Δεν του περνούσε καν από το μυαλό ότι θα βρεθεί μια μέρα στη Βουλή, πολλώ μάλλον φαντασθείτε τι δέος θα τον καταλάμβανε αν κάποιος μελλοντολόγος της εποχής του περιέγραφε την Ευρωβουλή και τη λειτουργία της. Θα προτιμούσε να πάει για ουζάκι στο Πέραμα για να έχει την ησυχία του και θα έλεγε «Εδώ ο Δομάζος τη Μοσχολιού ερωτεύτηκε και είδες τι τραβάει ο άνθρωπος». Προσπαθώ δε να θυμηθώ κάποια δήλωση περί του ελληνισμού, του λαού και των παθών του από κάποιον από τους μεγάλους κωμικούς της εποχής εκείνης. Δυστυχώς η ιστορία δεν διέσωσε καμία, υποθέτω διότι αν ο Αυλωνίτης ή ο Γκιωνάκης τολμούσαν να βγουν και να αρχίσουν να μιλάνε περί παντός του έθνους, παρελθόντος, παρόντος τε και μέλλοντος, το πολύ να έχαναν την δουλειά τους και να τους γύριζε την πλάτη το κοινό τους. Είναι μία από τις ουσιαστικές διαφορές ανάμεσα στη δεκαετία του ’60 και τη σημερινή εποχή, εποχή υψηλοφροσύνης και αυτάρεσκης αυτοπεποίθησης. Σήμερα, οι κωμικοί γίνονται πολιτικοί ηγέτες, όπως ο Λαζόπουλος και οι ποδοσφαιριστές βουλευτές, όπως ο Ζαγοράκης και όχι μόνον. Αυτό μπορεί να σημαίνει δύο τινά. Το πρώτο είναι ότι το επίπεδο των ποδοσφαιριστών και των κωμικών έχει ανέβει τόσο ώστε να θεωρούνται απαραίτητοι για την εύρυθμη λειτουργία της δημοκρατίας. Το δεύτερο είναι το μάλλον απαισιόδοξο συμπέρασμα πως το επίπεδο των πολιτικών έχει κατέβει τόσο ώστε να μη διαφέρουν και πολύ από κωμικούς ή ποδοσφαιριστές- χωρίς να εννοώ ότι οι δεύτεροι είναι υποδεέστεροι των τρόπων, οφείλουμε να παραδεχθούμε ότι αν δεν θέλουμε να τρελαθούμε τελείως, πρέπει να διακρίνουμε τον ρόλο των μεν από τους δε στον δημόσιο βίο.
Για να εξηγούμαι. Δεν υπονοώ, προς Θεού, πως θα πρέπει να γυρίσουμε πίσω στη δεκαετία του ’60, ούτε ότι τότε τα πράγματα ήσαν καλύτερα για τον Ελληνα πολίτη από όσο είναι σήμερα. Απλώς επειδή πιστεύω ότι ένα από τα προβλήματα λειτουργίας της δημοκρατίας είναι και η σύγχυση του κοινωνικού ρόλου του καθενός-κάτι που ο Πλάτων αντιμετωπίζει στην Πολιτεία του ως την βασική αρχή της αδικίας- θεωρώ πως αυτή η σύγχυση είναι και ένα από τα ουσιαστικά προβλήματα της κοινωνικής συμπεριφοράς μας. Μέσα απ’ αυτήν την ψυχική διαδικασία ο πολιτικός άρχισε να συμπεριφέρεται ως επιχειρηματίας, ο δάσκαλος να πιστεύει ότι ο πραγματικός στόχος της δουλειάς του είναι η επανάσταση, και ο εργαζόμενος να θεωρεί πως εργάζεται για να αργεί όταν δεν απεργεί.