Απ’ το Μπρονξ στα Φιλιατρά

Γιάννης Παπαθεοδώρου 15 Νοε 2016

Από Αστόρια στην Ελλάδα
απ’ το Μπρονξ στα Φιλιατρά
Ντόναλντ Τραμπ φωνάζουμε όλοι
και σου σφάζουμε αρνιά

Την προηγούμενη βδομάδα, ο αμερικανός πρόεδρος Μπαράκ Ομπάμα είχε να λύσει δύο μεγάλα προβλήματα. Το ένα ήταν ότι η υποψήφια του κόμματός του έχασε στις εκλογές, ανοίγοντας έτσι το δρόμο της προεδρίας των ΗΠΑ στον ανεκδιήγητο Τραμπ. Το δεύτερο ήταν ότι ο ηρωικός δήμος Καισαριανής τον χαρακτήρισε «ανεπιθύμητο πρόσωπο», στερώντας του έτσι τη δυνατότητα να πιει κάνα ουζάκι στη γνωστή πλατεία, κατά την επικείμενη επίσκεψή του στην Αθήνα. Δεν ξέρω πόσο απασχόλησε τον Ομπάμα αυτό το δεύτερο πρόβλημα, αλλά ελπίζω κάποιος να του εξήγησε πως «φτηνά τη γλίτωσε». Στο κάτω – κάτω, ο Μπιλ Κλίντον είχε να αντιμετωπίσει ως επισκέπτης της χώρας μας, το 1999, πολύ πιο σύνθετα ζητήματα. Στο λαϊκό δικαστήριο που είχε τότε στηθεί από διάφορες αντι-ιμπεριαλιστικές και αντικαπιταλιστικές οργανώσεις, ο πλανητάρχης καταδικάστηκε από τον «πρόεδρο του δικαστηρίου», τον ηθοποιό κ. Καζάκο, σε ποινή κάθειρξης εικοσιπέντε χρόνων, για εγκλήματα εναντίον της ανθρωπότητας. Σύμφωνα με ασφαλείς πληροφορίες, ακόμα δεν έχει εκτίσει την ποινή του.

Από μια άποψη, η γραφικότητα μπορεί να είναι απλώς γραφικότητα. Από μια άλλη άποψη, μπορεί να μας λέει πολύ περισσότερα πράγματα απ’ όσα νομίζουμε για τον τρόπο που εκλαμβάνει η ελληνική κοινωνία τη σχέση της με τον υπόλοιπο δυτικό κόσμο. Η πρόσφατη ειδησεογραφία προσφέρει άλλωστε πολλά παραδείγματα: τον κ. Καμένο που προσπαθεί να μας πείσει μέσω «τιτιβίσματος» ότι το μέλλον της χώρας εξαρτάται από έναν Έλληνα ομογενή που τυχαίνει να είναι σύμβουλος του Τραμπ, τον κ. Καρατζαφέρη που δηλώνει ότι ο παππούς του Τραμπ είναι από την Κύπρο, τον «Πυρήνα Μεσσηνίας Ντόναλντ Τραμπ» και τον Μιχαλολιάκο που χαιρετίζει την αρχή «μιας μεγάλης αλλαγής» στη λαίλαπα της παγκοσμιοποίησης. Σε άλλη γραμμή, (αλλά χωρίς να κρύβει τις εκλεκτικές του συγγένειες με «το φαινόμενο Τραμπ»), ο κ. Γεωργιάδης μίλησε για την «ελίτ της Δύσης που έχει αρχίσει να χάνει», ενώ διάφοροι «ψεκασμένοι» (αριστεροί και δεξιοί) άρχισαν ήδη να ονειρεύονται τις μεγάλες επενδύσεις στην ενέργεια, μέσα από τη «στρατηγική» συμφωνία Τραμπ και Πούτιν για τη Μέση Ανατολή και τα Βαλκάνια. Απ’ το Μπρονξ μέχρι τα Φιλιατρά, η μόδα του Τραμπ δείχνει πως η κλωνοποίηση της λαϊκιστικής φαντασίωσης έχει ήδη αποκτήσει λόγο, οπαδούς και κυρίως ψήφους.

 

Το φαινόμενο δεν αφορά βέβαια μόνο την Ελλάδα. Κάποιοι ήδη βλέπουν το φάντασμα της Βαϊμάρης να πλανάται πάνω από τον 21ο αιώνα. Εδώ και μερικά χρόνια, οι δυτικές δημοκρατίες δοκιμάζονται από διάφορες εκδοχές «αντισυστημικότητας» που, μέσα από τη γενικευμένη διαμαρτυρία, την καταγγελία των ελίτ, το μιζεραμπιλισμό και την αγανάκτηση της πλατείας, προσφέρουν ένα δήθεν δικαιωτικό αφήγημα στις κοινωνίες της κρίσης. Προς το παρόν, οι εκδοχές αυτής της πολιτικής διαχέονται και διασπείρονται σε διάφορα κόμματα που, με διαφορετικές ιδεολογικές αφετηρίες, έκαναν σημαία τους την κρίση της δημοκρατικής αντιπροσώπευσης καθώς και τα συναισθήματα φόβου και ανασφάλειας των πολιτών. Οι πολιτικοί ηγέτες αυτών των κομμάτων, δημαγωγοί, λαϊκιστές, τηλεπερσόνες, μιντιάρχες και βαμπιρικοί επαναστάτες έχουν όλοι ένα κοινό στοιχείο: μοιάζουν με τους πολιτικούς αλλά δεν είναι πολιτικοί? είναι πολιτικά μιμήματα. Εμφανίζονται στο προσκήνιο ως φορείς εφήμερων και επίκαιρων «ιών», που φιλοξενούνται μέσα σε ένα κατά βάση αντιπολιτικό φαντασιακό και εκδηλώνουν τη δράση τους μέσα από μια βίαιη ανακατανομή της παραδοσιακής ψήφου.

Η «μιμο-πολιτική», που διευκολύνεται σήμερα από τα νέα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, αποτελεί ίσως την πιο κεντρική αναπαράσταση της ιδεολογίας. Θα ήταν λάθος ωστόσο να υποτιμήσουμε τη δύναμη της, θεωρώντας πως εξαντλείται μόνο στη σφαίρα μιας επιφανειακής ανάλυσης και ερμηνείας των κοινωνικών προβλημάτων. Πολύ συχνά, άλλωστε, μέσα από τη «μιμο-πολιτική» αναδεικνύονται θέματα που έχουν αποκλειστεί από τις κυρίαρχες ατζέντες της «επίσημης πολιτικής». Θα ήταν όμως εξίσου λάθος να την αντιστοιχήσουμε με κάποια μακρινή Βαϊμάρη, τόσο γιατί οι ιστορικές συνθήκες είναι εντελώς διαφορετικές, όσο και γιατί η μαζική επικοινωνία στην ηλεκτρονική εποχή έχει διαμορφώσει νέους όρους όχι μόνο για το πολιτικό μάρκετινγκ αλλά και για την ίδια την παραγωγή της πολιτικής.

 

Όταν ο νέο-λενινιστής Ζίζεκ δηλώνει πως θέλει τον Τραμπ για πρόεδρο επειδή έτσι θα επιταχυνθούν οι επαναστατικές διαδικασίες, όταν η Μαντόνα υπόσχεται στοματικό σεξ στους ψηφοφόρους της Χίλαρι Κλίντον, όταν ο Τραμπ κατεβαίνει τις σκάλες με το σάουντρακ από το Air Force One, όταν η Lady Gaga διαδηλώνει έξω από τον εμπορικό Πύργο του Τραμπ μετά τα αποτελέσματα, καταλαβαίνουμε πως οι πρόσφατες αμερικανικές εκλογές έχουν ήδη σηματοδοτήσει μια σημαντική αλλαγή του πολιτικού παραδείγματος. Η οικονομία, οι διακρίσεις, το μεταναστευτικό, το σύστημα υγείας, η ανασφάλεια σίγουρα έπαιξαν σημαντικό ρόλο στην ψήφο. Αλλά στο τέλος, οι Δημοκρατικοί ψήφισαν τους Δημοκρατικούς και οι Ρεπουμπλικάνοι τους Ρεπουμπλικάνους. Αυτοί όμως που έχουν ταυτίσει όλη τους τη ζωή με την αμερικανική ποπ κουλτούρα, τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης και το Facebook, αυτοί που κρατούσαν σε όλες τις δημοσκοπήσεις κρυφή τη «βουβή ψήφο» τους, αυτοί ψήφισαν Τραμπ. Αξίζει ίσως να σκεφτούμε και αυτή την παράμετρο, ιδίως τώρα που ο νέος πρόεδρος των ΗΠΑ μιλάει για μια περίεργη «ξεχασμένη Αμερική».

 

Αναμφισβήτητα, η εκλογή Τραμπ αποτελεί μια πρόκληση για τις αμερικανικές αξίες. Αποτελεί ταυτόχρονα όμως και μια συνολικότερη απειλή για τις δυτικές δημοκρατικές αξίες του ευρωπαϊκού συνταγματικού πολιτισμού. Απελευθερώνει φωνές και δράσεις που αμφισβητούν ανοιχτά την κληρονομιά που άφησε πίσω του ο 20ός αιώνας. Αυτό δεν σημαίνει πως όσοι δεν μπορούμε να συμφιλιωθούμε με τον Τραμπ, πρέπει να δώσουμε τις νέες μάχες με παλιά υλικά. Αλλά πριν επινοήσουμε τη δυναμική αντικατάστασή τους, θα πρέπει πρώτα να υπερασπιστούμε την αντοχή αυτών των παλιών υλικών. Αλλιώς, από το Μπρονξ ως τα Φιλιατρά, ο Τραμπ και οι ευρωπαίοι μίμοι του θα έχουν νικήσει.