Antoine Bello: Έρευνα για την εξαφάνιση της Εμιλί Μπρυνέ

Γιώργος Κωτσορίδης 18 Οκτ 2015

Antoine Bello 

Έρευνα για την εξαφάνιση της Εμιλί Μπρυνέ

(ΠΟΛΙΣ-2015)

 

Enquete sur la disparition d’΄Emilie Brunet (2010)

(Μετάφραση, από τα Γαλλικά: Τιτίκα Δημητρούλια)

Enquete sur la disparition d’΄Emilie Brunet

 

του Γιώργου Κωτσορίδη

 

Kostoridis Όταν η καλή φίλη Γεωργία, βιβλιοπώλης στα Χανιά, μου συνέστησε το συγκεκριμένο βιβλίο, ως μία χαριτωμένη, ευφυή και διασκεδαστική άσκηση, με έντονα  στοιχεία παρωδίας και αυτοσαρκασμού, σχετικά με το έργο της μεγάλης Άγκαθα Κρίστι, δεν μπορούσα να προβλέψω ότι, σε μια δεύτερη πιο εμβριθή προσέγγιση, το μυθιστόρημα αυτό θα εμπεριείχε τέτοιο βαθμό δυσκολίας, ώστε να καταλήγει τελικά σε μία σπουδή ή σε ένα δοκίμιο, για τη συγγραφή έργων αστυνομικής λογοτεχνίας.

 Ο μύθος, υπεραπλουστευμένα: Ο για λόγους υγείας πρόωρα συνταξιοδοτημένος επιθεωρητής της αστυνομίας Ασίλ Ντυνό, καλείται να συνδράμει την αστυνομία και να διενεργήσει έρευνα για την εξαφάνιση της Εμιλί Μπρυνέ και του εραστή της, Στεφάν Ροζέ. Βασικός, αν όχι μοναδικός ύποπτος, για την εξαφάνιση των δύο εραστών, ο καθηγητής Κλωντ Μπρυνέ, σύζυγος και μοναδικός κληρονόμος της τεράστιας περιουσίας της Εμιλί, διάσημος νευρολόγος και αλαζόνας, στο έπακρο.

 Ο τέως επιθεωρητής της αστυνομίας έχει να επιδείξει εξαιρετικό έργο καθόσον έχει διαλευκάνει όλες τις υποθέσεις που έχει αναλάβει μέχρι σήμερα. Όμως, η νέα του αποστολή θα αποδειχθεί εξαιρετικά δύσκολη. Ο Ντυνό αντιμετωπίζει σοβαρό πρόβλημα υγείας (που αποτελεί και το “κλειδί” του μυθιστορήματος), καθόσον πάσχει από προχωρητική αμνησία, από τότε που, στην προσπάθειά του να ανασύρει από το ράφι μία ανθολογία αστυνομικού μυθιστορήματος, η βιβλιοθήκη έπεσε στο κεφάλι του! Σαν αποτέλεσμα του ατυχήματος αυτού διατηρεί τις γνώσεις και θυμάται τις εμπειρίες της μέχρι τότε ζωής του, αλλά αδυνατεί να θυμηθεί οτιδήποτε διαδραματίστηκε την αμέσως προηγούμενη ημέρα. Αυτό τον αναγκάζει να κρατά σημειώσεις σε ένα τετράδιο και να καταγράφει κάθε βράδυ τα πεπραγμένα, τις σκέψεις και τις υποθέσεις του, για την ημέρα που πέρασε, ενώ κάθε πρωί διαβάζει το ημερολόγιό του προκειμένου να προχωρήσει στη διεκπεραίωση της αποστολής του.

 Ξεκινά την έρευνα επισκεπτόμενος τον Κλωντ Μπρυνέ, ο οποίος νοσηλεύεται στο τοπικό νοσοκομείο, μετά από βίαιη επίθεση που υπέστη από τον επιθεωρητή Βεγκά.Ο επιθεωρητής τού είχε πάρει κατάθεση, όταν ο Μπρυνέ παρουσιάστηκε στο αστυνομικό τμήμα για να δηλώσει την εξαφάνιση της συζύγου του και του εραστή της και ο Βεγκά, θεωρώντας τον καθηγητή ύποπτο, προσπάθησε ανεπιτυχώς να του αποσπάσει την ομολογία της διάπραξης του διπλού εγκλήματος.

 Από την πρώτη στιγμή, ο Ντυνό αντιλαμβάνεται ότι έχει να κάνει με ένα άτομο εξαιρετικής ευφυΐας, οι επιδόσεις του οποίου, σε θέματα γνωσιακής ψυχολογίας, τον καθιστούν εξαιρετικά ισχυρό αντίπαλο. Οι δυσκολίες για τον Ντυνό γίνονται μεγαλύτερες όταν ο Μπρυνέ του δηλώνει ότι μετά τον ξυλοδαρμό έχει υποστεί αμνησία και δεν θυμάται τι συνέβη στο τελευταίο κρίσιμο τριήμερο της εξαφάνισης. Ο Ντυνό πιστεύει ότι θα καταφέρει να κάνει τον Μπρυνέ να ομολογήσει στηριζόμενος στις προηγούμενες επιτυχίες του που είχαν ως σημείο αναφοράς τις αντίστοιχες μεθόδους και επιδόσεις του Ηρακλή Πουαρό, ήρωα με τον οποίο ο Ντυνό έχει ταυτιστεί και θεωρεί αξεπέραστο πρότυπο.

 Οι έρευνες του Ντυνό θα καλύψουν όλα τα πρόσωπα του περιβάλλοντος της Εμιλί, τα οποία, μαζί με τον Μπρυνέ, ταυτίζονται από τον Ντυνό με επιμέρους χαρακτήρες των βιβλίων της Α. Κρίστι:

– Τη δεσποινίδα Λαντόρ, πιστή και αφοσιωμένη οικονόμο της Εμιλί, η οποία θα αποκαλύψει στον Ντυνό τις αιτιολογημένες αντιρρήσεις της για τον γάμο της Εμιλί με τον καθηγητή Μπρυνέ. Η Λαντόρ θα αναφέρει μεταξύ των άλλων ότι ο Μπρυνέ ήταν «Ένας κυνικός και εγωκεντρικός Δον Ζουάν, ο οποίος σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να κάνει μια γυναίκα ευτυχισμένη». Η Λαντόρ θα “αθωωθεί” από τον Ντυνό, αφού ο Bello σπεύδει να κάνει χρήση του 11ου κανόνα του Van Dine.

– Την 25χρονη Εζενί Λαπλάς, φοιτήτρια του Μπρυνέ, με την οποία ο τελευταίος διατηρούσε ερωτικό δεσμό. Από την Λαπλάς, ο Ντυνό θα πληροφορηθεί για τις αναφορές του Μπρυνέ στο τέλειο έγκλημα. «Ένα έγκλημα περιλαμβάνει, κατ’ αυτόν, τέσσερις παραμέτρους: Το κίνητρο, το όπλο, το πτώμα και το άλλοθι. Ο δολοφόνος, καθώς δεν μπορεί συνήθως να κρύψει το κίνητρό του, πρέπει να βάλει τα δυνατά του να μπερδέψει τα υπόλοιπα στοιχεία», «Να τα μπερδέψει; Είστε σίγουρη ότι χρησιμοποίησε αυτή τη λέξη;», «Όχι. Χρησιμοποίησε τη λέξη “εξαφανίσει”».  

– Την πανέμορφη Μαρί Αρνέμ, την καλύτερη φίλη της Εμιλί. Η Μαρί δίνει εναργή περιγραφή της σκληρότητας και της αδιαφορίας  με την οποία αντιμετώπιζε ο Μπρυνέ την Εμιλί από την πρώτη κιόλας ημέρα του γάμου τους. Εξηγεί επίσης το ιστορικό και τις συνθήκες, κάτω από τις οποίες η Εμιλί προχώρησε στη σχέση της με τον Στεφάν Ροζέ, δάσκαλό της στη γιόγκα, και επισημαίνει το πόσο ευτυχισμένη ήταν η Εμιλί  με τον Στεφάν. Τέλος, αναφέρει ότι την παραμονή της εξαφάνισής της, η Εμιλί είχε ανακοινώσει στον σύζυγό της την πρόθεσή της να ζητήσει διαζύγιο και ότι σε τρεις ημέρες είχε ραντεβού με τον συμβολαιογράφο της κύριο Ντεζουλιέρ, για να ξεκινήσει τη σχετική διαδικασία.

– Τον κύριο Ντεζουλιέρ, ο οποίος επιβεβαιώνει ότι η Εμιλί πράγματι επρόκειτο να τον συναντήσει και ότι, πέρα από το διαζύγιο, η Εμιλί είχε πρόθεση να αλλάξει τη διαθήκη της και να αποκληρώσει τον Κλωντ. Και θα αναφέρει ότι, αν δεν εμφανιστεί η Εμιλί, ο Μπρυνέ παραμένει ο μόνος κληρονόμος, εκτός και αν του απαγγέλλονταν κατηγορίες, σχετικά με τον θάνατο της Εμιλί.

-Τον Βικτόρ Βεγκά, τέως – πλέον – επιθεωρητή της αστυνομίας, ο οποίος αποκαλύπτει στον Ντυνό ότι κατά την ανάκριση του Μπρυνέ και πριν τον ξυλοδαρμό του, ο τελευταίος είχε υποπέσει σε μία τουλάχιστον αντίφαση και ότι ομολόγησε (με έναν αμφιλεγόμενο τρόπο) ότι σκότωσε τον Στεφάν αλλά όχι την Εμιλί. Στη συνέχεια υποστηρίζει ο Βεγκά ότι ο Μπρυνέ ακολούθησε προκλητική τακτική απέναντί του, με αποτέλεσμα να μην συγκρατηθεί και να τον ξυλοφορτώσει με όλες τις συνέπειες για τον ίδιο, αλλά και για την διαφαινόμενη αδιέξοδη εξέλιξη της έρευνας («Τολμώ να πω στο εαυτό μου ότι, βαθιά μέσα μου είμαι πεπεισμένος πως ο Μπρυνέ με ώθησε να τον βασανίσω»).

 Ακολουθούν αλλεπάλληλες συναντήσεις του Ντυνό με τον Μπρυνέ στο νοσοκομείο, όπου ο τελευταίος παραμένει οικειοθελώς, παρά το ότι έχει αποθεραπευτεί. Στις συναντήσεις αυτές, ο Ντυνό έχει την ευκαιρία να ακούσει από τον Μπρυνέ διάφορες εκδοχές του τέλειου εγκλήματος, με βάση, στην αρχή, ταινίες του Χίτσκοκ και, στη συνέχεια, συγγραφέων της αστυνομικής λογοτεχνίας, κυρίως δε της Α. Κρίστι. Ο Μπρυνέ δεν περιορίζεται στην αναφορά του στα τέλεια εγκλήματα αλλά προχωρά στη μεθοδική αποδόμηση κάποιων εκδοχών στη λύση επιμέρους μυθιστορημάτων της Α. Κρίστι και αμφισβητεί τις μεθόδους και την αποτελεσματικότητα του Ηρακλή Πουαρό, βάζοντας σκόπιμα σε δοκιμασία την αφοσίωση του Ντυνό προς τον ήρωά του.

 Ο Ντυνό βλέποντας ότι αδυνατεί να συγκεντρώσει στοιχεία για την έρευνά του στις συναντήσεις του με τον Μπρυνέ, συμφωνεί με τον τελευταίο την ανταλλαγή των σημειώσεών του με τις αντίστοιχες που άρχισε να συντάσσει ο Μπρυνέ.   

 Η ταύτιση του Ντυνό με τον Πουαρό και η εμμονή του να συνδέει πραγματικά γεγονότα με πρόσωπα μυθοπλασίας ή ακόμη και συγγραφείς (Α. Κρίστι), έχει σαν αποτέλεσμα τον αποπροσανατολισμό των ερευνών εκ μέρους του Ντυνό, που καταλήγει σε υπερβολές και δείχνει να βρίσκεται στα πρόθυρα της παράνοιας, ζητώντας να γίνουν έρευνες σε ξενοδοχεία και κοσμηματοπωλεία (αποκορύφωμα, και αποδεικτικό της σκωπτικής γραφής του Bello, ο έλεγχος από ομάδα αστυνομικών του ταχυδρομικού κέντρου διαλογής, με στόχο την ανεύρεση επιστολής προς τον ίδιο, με αποστολέα την Εμιλί, όπου, κατά τα πρότυπα της προσωρινής εξαφάνισης της Άγκαθα Κρίστι, θα του απεκάλυπτε πού βρίσκεται).                        

 Ακολουθεί η πλήρης κατάρρευση του Ντυνό, λόγω  “υπερκόπωσης”, σύμφωνα με τη διάγνωση του θεράποντα ιατρού. Ο Ντυνό θα παραμείνει επί μία εβδομάδα στο νοσοκομείο και θα υποβληθεί σε υπνοθεραπεία. Μετά από διάστημα 15 ημερών ξαναρχίζει το γράψιμο αλλά δεν είναι πια σίγουρος για τίποτα. Αμφισβητεί το αν όλα όσα έχει γράψει στο τετράδιο έχουν συμβεί πραγματικά ή αν αποτελούν αποκυήματα της φαντασίας του και ενδεχομένως συγκροτούν το κείμενο του πρώτου του μυθιστορήματος.

 Ξεκινά η δίκη του Μπρυνέ. Η κατηγορούσα αρχή αδυνατεί να αποδείξει την ενοχή του. Ο Ντυνό θα κληθεί ως μάρτυρας υπεράσπισης από τον Μπρυνέ και στο ερώτημα «Τι πιστεύετε ότι συνέβη το σαββατοκύριακο που η Εμιλί και ο Στεφάν Ροζέ εξαφανίστηκαν;» θα απαντήσει ότι δεν ξέρει, μετά δε την επιμονή του Μπρυνέ στο συγκεκριμένο ερώτημα, θα απαντήσει  «Έχω έξη υπέροχες ερμηνείες. Το πρόβλημα είναι ότι δεν μπορώ να καταλάβω καθόλου μα καθόλου ποια είναι η σωστή», μεταφέροντας έτσι στο δικαστήριο σχεδόν αυτολεξεί τα λόγια που είχε χρησιμοποιήσει μία από τις ηρωίδες της Α. Κρίστι, συμβάλλοντας έτσι στην, κατά πάσα πιθανότητα, αθώωση του Μπρυνέ.

 Εδώ, ολοκληρώνεται η σε πρώτο επίπεδο ανάγνωση της διήγησης του Antoine Bello.

antoine-bello Τι εμφανίζεται όμως στη δεύτερη ανάγνωση; Από τις σελίδες του βιβλίου αναδεικνύονται δύο εμβληματικές προσωπικότητες που συναγωνίζονται η μία την άλλη σε ευφυΐα.   Ο συναγωνισμός τους εκδηλώνεται κυρίως μέσω ανταλλαγής των κειμένων τους ή και επιστολών και συνίσταται σε μια υψηλοτάτου επιπέδου διανοητική αναμέτρηση με θέμα το τέλειο έγκλημα, την τέχνη του αστυνομικού μυθιστορήματος και καταλήγει σε ένα δοκίμιο περί αστυνομικής λογοτεχνίας και, πιο συγκεκριμένα, σε κριτική της τυπολογίας των έργων της μεγάλης Α. Κρίστι.

 Κατ’ αρχήν, ο Ντυνό, με το πρόβλημα της βραχείας (προχωρητικής) αμνησίας. Δεν είναι βέβαιος αν τα γραφόμενά του ανταποκρίνονται στην αλήθεια. Διαρκώς εμφιλοχωρεί μέσα του μια έντονη αμφισβήτηση κατά πόσον μπορεί να στηριχθεί στις σημειώσεις του, αν πράγματι δηλαδή αυτές αποτελούν αξιόπιστο υλικό ή μήπως είναι ελλιπείς, ή και λανθασμένες, λόγω και της φθίνουσας μνήμης του. Δεν είναι βέβαιος αν η καταγραφή των μαρτυριών περιέχει αποκλίσεις, παραλείψεις ή είναι αποτέλεσμα δικής του παρερμηνείας. Στην προσπάθειά του να αποδώσει με τη μεγαλύτερη δυνατή ακρίβεια τα γραφόμενά του και να αποφύγει άσκοπους πλατειασμούς προσφεύγει σε διαγραφές οι οποίες  άλλοτε είναι εμφανείς και άλλοτε μόνιμες. Όμως ακόμη και για τις διαγραφές δεν είναι σίγουρος αν οφείλονται στον επουσιώδη χαρακτήρα τους ή αν κατέστρεψε ο ίδιος καίρια σημεία της έρευνας, λόγω της παρορμητικής του γραφίδας. “Είμαι αναγκασμένος, για να προχωρήσω, να εμπιστευτώ τον εαυτό μου, τη στιγμή που η δουλειά μου είναι να μην εμπιστεύομαι κανένα”.

 Ο αντίπαλός του από την άλλη μεριά, ο Κλωντ Μπρυνέ,  καθηγητής γνωσιολογίας και διαπρεπής νευρολόγος, έχει καταφέρει να αποδείξει, μεταξύ των άλλων, ότι η δύναμη της βούλησης μπορεί να διπλασιάσει τις δυνατότητες του εγκεφάλου. Γνωρίζει άριστα τη λειτουργία του μυαλού καθώς και τις ιδιαιτερότητες της νόσου του επιθεωρητή. Επιπλέον, αντιλαμβάνεται γρήγορα την αδυναμία του Ντυνό στην αστυνομική λογοτεχνία και το πάθος του για τον Ηρακλή Πουαρό. Διαπιστώνει διαβάζοντας τις σημειώσεις του Ντυνό ότι ο τελευταίος αρέσκεται σε συγκρίσεις, ψυχολογικές αναλύσεις, διερευνήσεις κινήτρων και ενδείξεων ακόμη και ταυτίσεις προσώπων που εμπλέκονται στην έρευνα για την εξαφάνιση της Εμιλί Μπρυνέ με ορισμένους από τους μυθοπλαστικούς χαρακτήρες των βιβλίων της Α. Κρίστι. Έχοντας κάνει τις παραπάνω διαπιστώσεις, και όντας βέβαιος για  την απόλυτη ταύτιση του Ντυνό με τον Ηρακλή Πουαρό και την άκριτη υιοθέτηση των μεθόδων του, ξεκινά την αναδίφηση του έργου της Α. Κρίστι, μπαίνει στο λογοτεχνικό παιχνίδι που στήνει ο Ντυνό συντάσσοντας απόλυτα τεκμηριωμένες σημειώσεις ή επιστολές που απευθύνονται στον Ντυνό και κάνει  διεξοδικές συζητήσεις μαζί του. Πρώτιστα, τον υποχρεώνει να αμφισβητήσει την έπαρση του Πουαρό και την αδιάσειστη βεβαιότητά του για την κατοχή και αποκάλυψη της αλήθειας. Υποβάλλει τον Ντυνό στην υπόνοια ότι δεν είναι δυνατόν να κερδίζει ο ντετέκτιβ, συνεχώς. Έτσι, μετά τη μονομαχία τους στο δικαστήριο, ο Ντυνό είναι έτοιμος να δεχθεί ότι “Όταν οι ερμηνείες είναι πάρα πολλές, η φρόνηση επιτάσσει ενίοτε να μην επιλέγει κανείς καμία”.

 Η βαθμιαία αλλοτρίωση και μετάλλαξη του Ντυνό από την επιδέξια γραφή των επιστολών του Μπρυνέ αναδεικνύεται από τον φιλοφρονητικό τόνο ορισμένων επισημάνσεών του για τον ύποπτο, τον οποίο αποδέχεται ως ισότιμο αντίπαλο αλλά και ισάξιο αναγνώστη, πιθανόν δε και καλύτερο συγγραφέα από τον ίδιο. “Η γραφή του Μπρυνέ είναι λίγο ποιο χαλαρή, ένα κλικ πιο σοφιστικέ από τη δική μου, αλλά κατά βάθος το ύφος μας μοιάζει πολύ”. Επιπλέον επισημαίνεται η  σταδιακή αποδοχή του Μπρυνέ εκ μέρους του Ντυνό, ως ισότιμου συνομιλητή. Αρχικά, αντιδρά αρνητικά έναντι της οικειότητας που επιχειρεί ο Μπρυνέ με τις επιστολές του (“Νέο πακέτο από τον Μπρυνέ, που έχει πλέον το  θράσος να μου απευθύνεται προσωπικά”). Αργότερα όμως  ο ίδιος ο Ντυνό θα του απευθύνει επιστολή αποκαλώντας τον “Κλωντ”, ενώ δεν θα διαμαρτυρηθεί καθόλου όταν λάβει την τελευταία επιστολή του Μπρυνέ που θα ξεκινά με το “Αγαπητέ Ασίλ” και θα τελειώνει με το “Ο φίλος σας Κλωντ”. Η εκτίμηση πάντως προς εκείνον γίνεται όλο και πιο παρακινδυνευμένη, όταν φτάνει στο σημείο να ακούει συνεπαρμένος τις θεωρίες του Μπρυνέ για το τέλειο έγκλημα, ενώ, σχετικά με τις απόψεις του Μπρυνέ για τα ενδεχόμενα ατοπήματα του Πουαρό, θα σημειώσει: “Μπορεί να μην έχω να προσάψω στην Άγκαθα ούτε τα μισά από ό,τι εκείνος, αλλά βρίσκω αναζωογονητική την εικονοκλαστική του κριτική”.

 Η σταδιακή διαπίστωση εκ μέρους του Ντυνό ότι ο γραπτός λόγος του Μπρυνέ αποκτά βαθμιαία όλο και μεγαλύτερη σημασία, έναντι του προφορικού, έχει ως αποτέλεσμα την ανάδειξη του διλήμματος, “γραφή ή δράση”. “Οι όροι του διλήμματος είχαν τεθεί με τρομερή σαφήνεια”. Έπρεπε να παρατήσει το τετράδιο και να πάει να ανακρίνει μέχρι τελικής πτώσεως τον Μπρυνέ? “Ή να χωθώ ακόμη βαθύτερα στο κείμενό μου, ζητώντας μια σοφία που θα έσβηνε τη στιγμή που θα γλιστρούσα κάτω από τα σεντόνια;”. “Η αλήθεια βρισκόταν μέσα στο τετράδιο ή απ΄ έξω;”. Και λίγο πιο κάτω: “Θα θαφτώ κάτω από τις ίδιες μου τις λέξεις. Θα ζω σαν ζόμπι, καταδικασμένος να μένω μέσα για να μαθαίνω τι γίνεται έξω, να κερδίζω την ημέρα το δικαίωμα να βγαίνω τη νύκτα”.

 Όμως, ο Ντυνό απογοητεύεται και από την αποτυχία των κειμένων του να σταθούν στο ύψος των συγγραφικών του προσδοκιών. Ανατρέχοντας στις σημειώσεις του ενοχλείται από τη φτώχεια του λεξιλογίου του, τους άχρηστους πλατειασμούς και τους ανούσιους και κοινότοπους παραλληλισμούς. Το ίδιο το κείμενο μοιάζει προς το τέλος να ξεφεύγει από τον έλεγχό του και σταδιακά να αυτονομείται, από τον ίδιο. Σε κάθε νέα ανάγνωση αισθάνεται πιο αποξενωμένος, από αυτό. Λίγες ημέρες πριν από τη δίκη, θα σημειώσει: “Είναι άραγε συνέπεια του κειμένου του Μπρυνέ ή επίπτωση του εγκλεισμού στον οργανισμό μου; Όπως και να ’χει, σήμερα το πρωί μού πέρασε από το νου μια σκέψη: Και αν τα φαντάστηκα όλα αυτά; Είναι μια ιδέα λιγότερο αλλόκοτη από ό,τι φαίνεται. Αν το καλοσκεφτεί κανείς, όλα όσα ξέρω γι΄ αυτή την έρευνα προέρχονται από το ημερολόγιο που κρατάω στα χέρια μου. Πιστεύω ότι μπορώ να διαβεβαιώσω, με βάση τον γραφικό μου χαρακτήρα, ότι είμαι ο συγγραφέας αυτού του τετραδίου αλλά τίποτα δεν αποδεικνύει ότι τα πρόσωπα ή τα γεγονότα που περιγράφονται υπάρχουν στ’ αλήθεια”. Και, λίγο μετά, θα καταλήξει: “Προτιμώ να ξεχάσω, τουλάχιστον μέχρι αύριο, ότι έχω κολλήσει στην έρευνά μου, και να βαυκαλιστώ με την ελπίδα ότι γράφω το πρώτο μου μυθιστόρημα”. Σε κάποιο άλλο σημείο, θα αναφέρει: “Το πιο εκπληκτικό στο τετράδιό μου είναι αυτή η ένταση, αυτή η άγρια αποφασιστικότητα του διακρίνεται και στην παραμικρή μου πράξη, λες και το πραγματικό διακύβευμα της μονομαχίας μου με τον Μπρυνέ δεν ήταν τόσο η ζωή της Εμιλί όσο η δική μου”.

 Η αποκάλυψη εκ μέρους της δεσποινίδος Λαντόρ της ύπαρξης μιας επιστολής της Εμιλί, λίγο πριν τη σαββατιάτικη αναχώρηση της τελευταίας, γίνεται ο καταλύτης για την αναθεώρηση, εκ μέρους του Ντυνό, της ενοχής του Μπρυνέ, καθόσον θεωρεί ότι “η Εμιλί έφυγε για να αναγκάσει τον Μπρυνέ να δεχθεί το διαζύγιο”. Ο συλλογισμός αυτός βασιζόταν στην αντίστοιχη πρακτική που ακολούθησε η Α. Κρίστι, όταν δεν άντεχε πια τις απιστίες του συζύγου της και ο γάμος της κινδύνευε να διαλυθεί. Εδώ παρατηρούμε άλλη μία υπέρβαση στην οποία υποβάλλει ο συγγραφέας τον ήρωά του, με την εμπλοκή, αυτήν τη φορά, της ίδιας της Α. Κρίστι και όχι των ηρώων τής μυθοπλασίας της. Η υπέρβαση αυτή θα οδηγήσει τον Ντυνό σε νέο Βατερλό, αυτό της αναζήτησης επιστολής της Εμιλί προς τον (ανύπαρκτο) αδελφό του Μπρυνέ. Είναι πιθανόν πάντως ο Bello να ήθελε απλά να ενσωματώσει στο βιβλίο του την πραγματική ιστορία της εθελοντικής εξαφάνισης της αγαπημένης του Α. Κρίστι. Πάντως, ό, τι και να είχε υπόψη του, το έκανε με επιτυχημένο τρόπο.

 Εκεί που ο συγγραφέας απογειώνει τους ήρωές του είναι ο χώρος του δικαστηρίου. Κατά τη διάρκεια της ακροαματικής διαδικασίας η στάση του Μπρυνέ κάνει τον  Ντυνό να συνειδητοποιήσει με απόλυτο τρόπο ότι η αμνησία του Μπρυνέ (όπως και η δική του) δεν ήταν απαγορευτική αλλά απελευθερωτική “Δεν ήταν ένα μαύρο πέπλο αλλά ένα λευκό χαρτί, η αρχή μιας ιστορίας που μας καλούσε να τη γράψουμε μαζί”. Ο Μπρυνέ μεταβάλλεται στα μάτια του Ντυνό σε έναν ακόμη μυθοπλαστικό χαρακτήρα. Έτσι όταν ο πρώτος τον καλεί να περιγράψει τις κινήσεις  του υπόπτου, του ίδιου δηλαδή, το επίμαχο σαββατοκύριακο, ο Ντυνό θα αποδεχθεί στην πράξη ότι ο ίδιος, όπως και ο Πουαρό, υπάρχουν φορές που δεν τα ξέρει όλα, γιατί και ο Βέλγος φίλος του ορισμένες φορές έπεφτε έξω. Είναι η στιγμή λοιπόν, που ο Ντυνό  θα υπερβεί τον Πουαρό που έχει μέσα του και παρακινούμενος από την προτροπή του Μπρυνέ «Εμπιστευτείτε τη διαίσθησή σας, κύριε Ντυνό», θα νοιώσει απελευθερωμένος και θα εκστομίσει σαν χείμαρρος πέντε διαφορετικές εκδοχές της “ερμηνείας” των γεγονότων. Ο Μπρυνέ με την παραπάνω φράση μετέφερε τον Ντυνό στις σελίδες ενός βιβλίου της Α. Κρίστι όπου μια άλλη ηρωίδα της, η αντισυμβατική Αριάδνη Όλιβερ, θριαμβεύει επί του ορθολογιστή Πουαρό, χάρη στη διαίσθησή της που της επιτρέπει να φανταστεί την αλήθεια και όχι να την ανασυνθέσει, όπως ο Πουαρό.  

 Όμως, στην αίθουσα του δικαστηρίου συντελείται ένα ακόμη θαύμα. Ο Ντυνό απολαμβάνει τη μαγεία της επενέργειας των λέξεών του? η εκ των μαρτύρων Μαρί Αρνέμ  αναπαράγει λέξη προς λέξη τις φράσεις του τετραδίου του. Έτσι η Μαρί μοιάζει  στα μάτια του να έχει μετατραπεί σε πλάσμα του δικού του λόγου, χωρίς αυτεξούσια παρουσία. Είναι η στιγμή που ο Ντυνό βιώνει τη ύψιστη συγγραφική ηδονή, γιατί ήταν ο  “δημιουργός μιας μυθοπλασίας  που ζωντάνευε μπροστά στα μάτια” του. “Ο Μπρυνέ τον είχε απολυτρώσει από την τυραννία της μονοσήμαντης αλήθειας, ανοίγοντάς του τις πύλες της λογοτεχνικής δημιουργίας”. Έτσι αιτιολογείται  και η τελευταία πρόταση με την οποία ολοκληρώνεται το βιβλίο: “Το βάζω στη θέση του (εννοεί το τετράδιο), στη βιβλιοθήκη, ανάμεσα στα βιβλία της Άγκαθα”.

 Ο  Bello  είναι τίμιος, συνεπής, αλλά και διδακτικός, με τον τίτλο του βιβλίου. Ο τίτλος μάς υπενθυμίζει ότι το κυρίως έργο ενός αστυνομικού μυθιστορήματος είναι να αφηγηθεί την έρευνα και όχι τα γεγονότα, την πορεία δηλαδή από την αποκάλυψη ενός πιθανού εγκλήματος, στον εντοπισμό του ενόχου. Η προσπάθειά του όμως αυτή, με το συγκεκριμένο περιβάλλον (συνεχής αναφορά σε έργα της Α. Κρίστι και άλλων συγγραφέων και σκηνοθετών) και η χρήση των τίτλων, των ηρώων αλλά και εκτεταμένων αποσπασμάτων από πολλά βιβλία της Α. Κρίστι, έχει ως αποτέλεσμα η ανάγνωση του κειμένου σε αρκετά σημεία του να καθίσταται κουραστική, ιδίως εκεί όπου οι αναφορές δεν έχουν λειτουργική/οργανική/ ουσιαστική σύνδεση, με την κύρια ιστορία.  

 Γενικά, πρόκειται για ένα αξιοπρόσεκτο βιβλίο που διακρίνεται όχι τόσο για την πρωτοτυπία του μύθου του, όσο για τις υπερβάσεις του συγγραφέα, σε σχέση με τον επηρεασμό των ηρώων του βιβλίου από τα πρόσωπα της μυθοπλασίας.                 Η μετάφραση της Τιτίκας Δημητρούλια θεωρώ ότι είναι εξαιρετικά επιτυχής. Εξαιρετικό και  το εξώφυλλο του βιβλίου που αποτυπώνει μια εξοχική βρετανική κατοικία, ενώ κάπου κοντά περπατά η Α. Κρίστι με τον σύζυγό της, απείρως “ακριβέστερο” του αντίστοιχου εξωφύλλου της γαλλικής έκδοσης (σειρά “Folio”, των εκδόσεων Gallimard).

Οκτώβριος, 2015, Αθήνα


Οι, κατά S. S. Van Dine, κανόνες του “αστυνομικά” ορθού

 

  1. O αναγνώστης πρέπει να έχει τις ίδιες πιθανότητες με τον ντετέκτιβ, αναφορικά με τη λύση του μυστηρίου. Η όποια ένδειξη πρέπει να αναφέρεται με σαφήνεια.
  1.  Όχι στα κόλπα με τον αναγνώστη, πέρα από αυτά που επιφυλάσσει ο εγκληματίας στον ντετέκτιβ.
  1.  Όχι στο ερωτικό στοιχείο. O σκοπός είναι να σταλεί ο εγκληματίας στο εδώλιο, κι όχι το ζευγάρι στον υμέναιο.
  2. O ντετέκτιβ είναι ένας από τους επίσημους ερευνητές, ποτέ ο ένοχος. Το αντίθετο θα ήταν ένα φτηνό κόλπο, μια ψευτοαπάτη.
  3. O ένοχος θα πρέπει να ορίζεται μέσα από τον αποκλεισμό πιθανοτήτων, όχι τυχαία, συμπτωματικά ή έπειτα από ομολογία χωρίς κίνητρο.
  4. O ντετέκτιβ πρέπει να συμπεραίνει βάσει ενδείξεων. O ντετέκτιβ που συμπεραίνει χωρίς ανάλυση των ενδείξεων μοιάζει με τον μαθητή που λύνει το πρόβλημα καταφεύγοντας στη σελίδα με τις λύσεις.
  5. Σε μια αστυνομική ιστορία θα πρέπει, απλώς, να υπάρχει ένα πτώμα. Τίποτε λιγότερο δεν θα αρκούσε από ένα πτώμα. Τριακόσιες σελίδες είναι απόλυτα βαρετές, για ένα έγκλημα χωρίς πτώμα.
  6. Το πρόβλημα πρέπει να λυθεί με απόλυτα φυσιολογικό τρόπο. Η καταφυγή σε λύσεις τύπου “κρυστάλλινης σφαίρας”, αυθαίρετων συλλογισμών/συμπερασμάτων ή ενοράσεων είναι ταμπού.
  7. O ντετέκτιβ είναι ένας, είναι ο από μηχανής θεός. Το να συγκεντρώσεις τις ικανότητες τριών ή τεσσάρων ή μιας ομάδας ντετέκτιβ διαχέει το ενδιαφέρον και επιβάλλει ένα λεόντειο ανταγωνισμό στον αναγνώστη, που τον κάνει να τρέχει πίσω από μια ομάδα σκυταλοδρομίας.
  8. O ένοχος θα πρέπει να έχει παίξει έναn μάλλον σημαντικό ρόλο στην ιστορία.
  9. Δεν είναι σωστό να επιλεγεί ο υπηρέτης ως ένοχος. Θα παραήταν εύκολο. O ένοχος θα πρέπει να είναι κάποιο αξιόλογο άτομο, υπεράνω υποψίας (η υπογράμμιση γίνεται λόγω της αναφοράς του Bello, στον κανόνα 11 – σελ.52).
  10. Θα πρέπει να υπάρχει ένας ένοχος, ανεξάρτητα από το πόσοι φόνοι έχουν διαπραχτεί.
  11. Καμόρες, μαφίες και μυστικές εταιρείες δεν έχουν θέση σε μια αστυνομική ιστορία.
  12. Η μέθοδος του φόνου και οι αντίστοιχες μέθοδοι έρευνας θα πρέπει να είναι ορθολογικές και επιστημονικά ακριβείς.
  13. Η λύση στο μυστήριο θα πρέπει να είναι προφανής                   – τουλάχιστον στον πονηρό μεταξύ των αναγνωστών. Με αυτό εννοώ ότι αν ο αναγνώστης έχει την ευκαιρία να ξαναδιαβάσει το βιβλίο – αφού, πλέον, γνωρίζει τη λύση – να διαπιστώνει ότι αυτή ήταν μπροστά του και ότι όλες οι ενδείξεις οδηγούσαν στον ένοχο.
  14. Ένα αστυνομικό μυθιστόρημα δεν πρέπει να περιέχει μακρές περιγραφές ούτε λογοτεχνικές ενασχολήσεις με παράπλευρα ζητήματα ή υπεραναλύσεις των χαρακτήρων ή της “ατμόσφαιρας”. Αυτά τα στοιχεία εμποδίζουν τη δράση και είναι άσχετα με το κύριο θέμα, που εξαντλείται στην περιγραφή του προβλήματος, στην ανάλυση και στη λύση του.
  15. Σε ένα αστυνομικό μυθιστόρημα ο επαγγελματίας εγκληματίας δεν έχει τύψεις. Διαρρήκτες και ληστές ανήκουν στις υπηρεσίες της αστυνομίας, όχι σε συγγραφείς και σε λαμπρούς ντετέκτιβ. Ένα πραγματικά συναρπαστικό έγκλημα είναι αυτό που διαπράττεται πλάι στην είσοδο μιας εκκλησίας ή από μια γεροντοκόρη γνωστή για τις φιλανθρωπίες της.  
  16. Σε μία αστυνομική ιστορία, ποτέ ένα έγκλημα δεν πρέπει να αποδεικνύεται ότι ήταν ατύχημα ή αυτοκτονία.
  17. Το κίνητρο σε όλα τα εγκλήματα στις αστυνομικές ιστορίες πρέπει να είναι προσωπικό. Η πλοκή σε διεθνή περιβάλλοντα, η πολιτική, ο πόλεμος ανήκουν αλλού, σε ιστορίες μυστικών υπηρεσιών, για παράδειγμα. Αλλά η αστυνομική ιστορία θα πρέπει να παραμένει “ευχάριστη”, να αντανακλά την καθημερινότητα και να δίνει στον αναγνώστη μια κάποια διέξοδο στις δικές του καταπιεσμένες επιθυμίες και συναισθήματα.
  18. O τελευταίος κανόνας αναφέρεται σε στοιχεία που ένας συγγραφέας αστυνομικών ιστοριών που σέβεται τον εαυτό του θα πρέπει να αποφεύγει, και που (ενδεικτικά) ποικίλλουν από: την ανεύρεση του δράστη με την παραβολή της γόπας του τσιγάρου που βρέθηκε πλάι στο θύμα με τη μάρκα του υπόπτου…, μέχρι τις ψευδοπνευματιστικές συνεδρίες που τρομοκρατούν τον δράστη και τον αναγκάζουν να ομολογήσει…, ή την τέλεση του φόνου σ’ ένα κλειδωμένο δωμάτιο μετά την έφοδο της αστυνομίας στον χώρο…, ή την επιστολή-γρίφο που αποκωδικοποιείται από τον παμπόνηρο ντετέκτιβ…

    1. Εδώ, η απορία ενός μη ειδικού: Αν, κατά Bello, ο Ντυνό, εξ αιτίας της πάθησής του, δεν ήταν ικανός να θυμηθεί τα γεγονότα της αμέσως προηγούμενης ημέρας, πόθεν η ανάγκη της λεπτομερούς καταγραφής των γεγονότων της προηγούμενης ημέρας, όταν θα ήταν σε θέση να θυμηθεί επακριβώς τα γεγονότα την αμέσως επόμενη ημέρα; (δηλαδή, την μεθαυριανή των γεγονότων;).

    2. Στη σελίδα 52, γίνεται αναφορά στον ενδέκατο κανόνα του Βαν Ντάιν. Πρόκειται για έναν εκ των 20 σχετικών κανόνων του “αστυνομικού” συγγραφέα S. S. Van Dine (1888-1939 / βλ. “Σημειώσεις” στη σελίδα 286), που, ανάλογα, θα πρέπει να ακολουθούνται ή να αποφεύγονται, σε έναν αστυνομικό μύθο. Συνημμένοι, οι κανόνες, στο τέλος αυτού του Σημειώματος.

    3. Περίπου αυτονόητη η σύγκριση με τους ευφυέστατους Ισιγκάμι και δόκτορα Γιουκάβα, στο θαυμάσιο βιβλίο “Η αφοσίωση του ύποπτου Χ” του Higashino Keigo, που μελετήσαμε στη Λέσχη, πριν μερικά χρόνια. 

    4. Η παραισθητική επίδοση του Ντυνό κατά τη δίκη, θα κλιμακωθεί κατά την ανάπτυξη της πέμπτης “ερμηνείας”, όπου ο Ντυνό εμφανίζει, …τον ίδιο, ως πιθανό ένοχο του θανάτου και της εξαφάνισης των δύο εραστών…

    5.   Όπως και εύστοχες, όσο και χρήσιμες, οι Σημειώσεις του Εκδότη και του Μεταφραστή (βλ. σελ. 285-287)

    6. Οφειλές μου στην ιστοσελίδα: http://www.literature.gr/zitima-empistosinis-tis-linas-pantaleon/

    7.  “Λέω, λες, λέει «Αστυνομική Λογοτεχνία». Εννοούμε το ίδιο;” Προλογικό κείμενο στο “Τελευταίο ταξίδι” (Μεταίχμιο -2009-  Μετάφραση/Επιμέλεια, Αντώνης Γκόλτσος).