Στη θλιβερή περίοδο που διάγει η κοινωνία μας οι αντιστροφές, τα πάνω κάτω, οι ανίερες αντιφάσεις, οι βίαιες ρεβάνς, είναι όλα τους πράγματα δυστυχώς να τα περιμένεις: φαιοκόκκινη κυβέρνηση, κατά συρροήν δολοφόνοι αδειούχοι, αντικρατιστές ιεράρχες, τράπεζες χωρίς δάνεια, ελεύθερος μαυραγοριτισμός, φεουδαρχικός καπιταλισμός, αριστεροί παπαδοπουλικοί, μακεδοναμύντορες διεθνιστές, εκλεγμένοι ναζί, κρυφοδημοκράτες δημοκρατικοί, ακροδεξιοί αντιστασιακοί, κινήματα των γραφείων και πάει λέγοντας. Όλοι οι υποστηρικτές της καθυστέρησής μας μαζί, ενωμένοι ανερυθρίαστα να ροκανίζουν τα απομεινάρια της Γ’ Ελληνικής Δημοκρατίας.
Αν δεν κατάφεραν (ακόμη) να μας οδηγήσουν οριστικά εκτός Ευρώπης, αυτό οφείλεται στην κοινωνική αδράνεια, στο μούδιασμα, στον ως και μέχρις αυτοκτονίας ευρωπαϊκό φιλελληνισμό και στο ασύνδετο, κοινωνικά όχι ιδεολογικά, των αρντίτι που στηρίζουν σε όλα και με φανατισμό την αποκλεισμένη Ελλάδα της θρασύδειλης περηφάνιας. Δρουν μαζί και σκέφτονται με τον ίδιο τρόπο. Φορούν τη στολή του συστήματός τους, πάντα χωρίς γραβάτα, χαίνουν επιδεικτικά και βιάζουν τους αδύναμους.
Η περίπτωση του λιντσαρίσματος ενός άτυχου παιδιού όπως ήταν ο Ζακ Κωστόπουλος υπήρξε η πιο εύγλωττη: μιντιακοί, αστυνομικοί, στρέιτ ιδιοκτήτες, περήφανοι υπουργοί, λαϊκή κυβέρνηση, γηγενείς-γνήσιοι πολίτες, ιθαγενείς λευκοί ήρωες αντισυστημικοί όλοι έβαλαν το χεράκι τους στη δολοφονία, πριν και μετά θάνατον του Ζακ, ασέλγησαν και ασελγούν απρόκλητα.
Όλοι (τους) φίλοι λοιπόν. Όμως οι φιλίες για να παγιωθούν χρειάζονται μια σαφή, κοινή αναφορά, έναν πασίδηλο και αναγνωρίσιμο εχθρό, έναν αντίπαλο ικανό να χαλκεύσει θυμικά την εθνική τους σύμπραξη, έναν δαίμονα. Ο εν λόγω εχθρός ήταν πάντα εδώ, όμως τώρα ήλθε το πλήρωμα του χρόνου να ονομαστεί και να κυνηγηθεί: ο Κώστας Σημίτης.
Το Σημίτη δε σκοπεύουν να τον δικάσουν (για ποιο άραγε αδίκημα;). Είναι, όλοι τους, όπως κάθε κακός, μπανάλ, αλλά λειτουργούν μεθοδικά. Στον καμβά της επικαιρότητας που η ίδιοι καθορίζουν προβάλλουν πλέον τον αντισημιτισμό για τον Κώστα Σημίτη και συσπειρώνουν. Μόνο γι’ αυτό!
Δεν είναι η Μαλβίνα Κάραλη πια, ούτε ο Χριστόδουλος. Δεν είναι καν ο μαυροσημαιοφόρος Παπαγεωργόπουλος που επίδοξα ορίζεται ταγός στη μάχη εναντίον του εκσυγχρονισμού, της προόδου, του άύριο, της εντιμότητας και της χρηστότητας. Στο πισωγύρισμα επικεφαλής τίθενται πλέον οι κλάδοι αντίστασης και αντίδρασης, που δειλά από τις αρχές τις δεκαετίας του ’90 συνηγορούσαν απέφευγαν ωστόσο προφανώς να συμπράξουν. Είχαν συναντηθεί στους δρόμους και τις πλατείες. Εδώ και μια τετραετία ομονοούν. Αντισημίτες και αντισημιτικοί αλληλοσυγχωνεύονται στο γαϊτανάκι της αιματηρής κυριαρχίας εναντίον των αδυνάτων.
Η μορφή του ικανού, αδέκαστου, ρεαλιστή, ορθολογιστή, ειρηνιστή, ευρωπαϊστή, επιτυχημένου και συνεπούς Κώστα Σημίτη, του πολιτικού ο οποίος, παρά τις παλινωδίες, συνέδεσε τη μακροετή πρωθυπουργία του με την καλύτερη και κατεξοχήν ελπιδοφόρα περίοδο της χώρας μας υποδειγματικά συνιστά το κόκκινο πανί, το αντίπαλον δέος των ηθικών και ιδεολογικών μαυροκόκκινων ή απολιτίκ κατσαπλιάδων. Λυσσαλέα θα συνεχίσουν να του επιτίθενται. Το γκουλάκ Ελλάδα που ετοιμάζουν θα οικοδομηθεί ακριβώς πάνω σε αυτόν τον ευγενή αγώνα: να σβηστεί από τη μνήμη η μάλλον θετική εικόνα του εαυτού μας, να πάψουμε να πιστεύουμε στην ελπίδα και τη δημοκρατία, στο Διαφωτισμό, στην ωφέλιμη Αριστερά, αφού ό,τι ενσάρκωσε και συνδηλώνει ο Κώστας Σημίτης δικαίωνε τη δύναμη της Γ’ Ελληνικής Δημοκρατίας, αυτής που γεννήθηκε στα ξερονήσια, στη Νομική, στο Πολυτεχνείο, στα συντρίμμια του κυπριακού προεδρικού μεγάρου.
Γι΄ αυτήν τη δημοκρατία που πολίτης της μόλις έγινα δεν είχα προλάβει ακόμη να ψηφίσω. Το Σημίτη τον χειροκρότησα ωστόσο όταν ολόκληρος πρωθυπουργός τότε είχε κάνει τον κόπο να χαιρετίσει το Συνέδριο του Συν στο ΟΑΚΑ το ’96. Όπώς και άλλοι πολλοί δεν κατάλαβα πολλά, ούτε πάλι ψήφισα (για την ΚΠΕ). Έπρεπε να προλάβω το τρένο για πίσω, έπαιζα στο «Θεό» του Γούντι Άλεν, δεν μπορούσα να λείψω από τη Λέσχη Θεάτρου Φιλολογικού. Εμπιστεύθηκα άλλους. Έπρεπε να εμπιστευθώ το Σημίτη.
Έχει και σήμερα παράσταση. Την αυλαία της δημοκρατίας μας.