Είναι πραγματικά πολύ θλιβερή η εικόνα της Ελλάδας. Στην Ευρώπη, των προβλημάτων είναι η αλήθεια, γίνεται ήδη συζήτηση για μεγαλύτερα και ταχύτερα βήματα οικονομικής, θεσμικής, ακόμη και πολιτικής ενοποίησης, προκειμένου να ξεπεραστούν οι δυσκολίες, ενώ στην Ελλάδα την παράσταση κλέβουν οι λαϊκιστές που ουσιαστικά οδηγούν τη χώρα στην έξοδο από την Ευρωζώνη. Ακόμη και εκείνοι που είναι υπέρ της ευρωπαϊκής προοπτικής, προσπαθούν να κερδίσουν τη λαϊκή ψήφο προβάλλοντας την απαίτηση αλλαγής ή και σταδιακής απαλλαγής από τα περιβόητα Μνημόνια, δίχως να κάνουν καμία αναφορά στην ανάγκη μεταρρυθμίσεων, βελτιώσεων της διοικητικής μηχανής ή και του τρόπου με τον οποίο θα φτάσουμε στην πολυπόθητη ανάπτυξη.
Αναμφίβολα, η Ευρώπη και μαζί της όλος ο κόσμος ανησυχεί σήμερα για τις επιπτώσεις μιας ενδεχόμενης κατάρρευσης των ισπανικών τραπεζών. Ωστόσο, παράλληλα, γίνεται πλέον συζήτηση για έλεγχο των εθνικών προϋπολογισμών, κοινή εποπτεία των τραπεζών, σχέδια ανακεφαλαιοποίησής τους και εγγυήσεις των καταθέσεων, κοινή φορολογική, αμυντική και εξωτερική πολιτική, για μεταρρυθμίσεις και ευρωομόλογα. Εδώ, όμως, δεν γίνεται κουβέντα για όλα αυτά. Εδώ ασχολούμαστε με τη μικροπολιτική και ποιος φταίει που δεν θα γίνει το debate, που κανείς δεν το ήθελε.
Στην Ιρλανδία έγινε δημοψήφισμα και η πλειοψηφία των ψηφισάντων είπε «ναι» στην πολιτική του Μνημονίου, ενώ ο πρωθυπουργός της Πορτογαλίας δήλωσε ότι το δικό της πρόγραμμα εξυγίανσης της οικονομίας πάει πολύ καλά, καθώς οι στόχοι επιτυγχάνονται. Στην αδούλωτη Ελλάδα, όμως, κορυφώνεται ο διαγωνισμός της παροχολογίας ενόψει εκλογών, λες και δεν θα υπάρχει αύριο για να πληρωθεί ο λογαριασμός. Ο δε «σοβαρός» Γ. Δραγασάκης υποστηρίζει ότι η φοροδιαφυγή (παραοικονομία επί το ευγενέστερον) δεν είναι αποτέλεσμα «χαμηλής φορολογικής συνείδησης», αλλά «κυρίως στρεβλής απάντησης στο πρόβλημα του ανταγωνισμού που αντιμετωπίζουν μικρές επιχειρήσεις και ελεύθεροι επαγγελματίες από τις μεγάλες επιχειρήσεις και τους μονοπωλιακούς ομίλους».
Δηλαδή, οι μεγάλες επιχειρήσεις και τα μονοπώλια ευθύνονται που στα εστιατόρια το δελτίο παραγγελίας έχει αντικαταστήσει την απόδειξη, στα μπαρ και τις καφετέριες δίνεται απόδειξη μόνο για την πρώτη παραγγελία και γιατροί, δικηγόροι, υδραυλικοί, κουρείς, μηχανικοί αυτοκινήτων, καθηγητές ιδιαίτερων μαθημάτων και ένα σωρό άλλοι επαγγελματίες ασκούν τη φοροδιαφυγή ως τρόπο ζωής. Ετσι, ο Γ. Δραγασάκης και ο ΣΥΡΙΖΑ δίνουν «άφεση αμαρτιών» στο πλαίσιο της κουλτούρας του «δεν πληρώνω» που επέβαλαν στο εσωτερικό τα δύο τελευταία χρόνια και τώρα απειλούν με ανάλογη μεταχείριση και τους δανειστές της χώρας.
Δυστυχώς, στην Ελλάδα σήμερα έχει επικρατήσει απ’ άκρου εις άκρον ο παραλογισμός. Στον δημόσιο διάλογο δεν γίνεται λόγος για τα στοιχεία, τα νούμερα, τους αριθμούς, τα λεφτά και τα κονδύλια. Με την άρνησή μας, όμως, τη συμπεριφορά και την ιδιομορφία μας έχουμε γίνει διεθνώς αντιπαθείς και ως πολίτες και ως χώρα. Αυτό το διαπιστώνει αβίαστα όποιος έρχεται σε επαφή με ξένα θεσμικά κέντρα ή και ξένους γενικά. Μας θεωρούν «κακό σπυρί» για σύστημα και αυτό δεν προοιωνίζεται τίποτα καλό για μας και τα παιδιά μας. Επιζητούμε την απομόνωση και μας απομονώνουν.